Tuesday, September 20, 2011

τα πιο όμορφα, γινήκαν άσχημα.



Είν' το φεγγάρι, μια νυχτιά για μένα
στους ακροατές αυτού του κονσέρτου αηδίας
στις ασφυχτικές μου μέρες, να
μην έρπομαι, για μια αγκαλιά, για ενα χάδι
μονάχα αυτό μου μένει

κι ας είμαι γω μονάχος, 
μην γυροβολάνε, δύστυχες ψυχές
γιατι για όσους, το δάκρυ
γίνηκε χαμός
μια αγκαλιά και ένα χάδι
μονάχα αυτό τους μένει.

σε ποιές γραμμές μια μοναξιά να χωρέσω
στις γραμμές, το σκίρτημα,
το τσούξιμο μιας πληγής, του ''μείνε μόνος''
να το καταγράψω,
κι ας μπορεί, όποιος αντέχει, να
μου γράψει, μου πει, όλες τις μελωδιές 
σ'αυτο το 
''για μένα δεν υπάρχεις''

και θα του πω ευχαριστώ.

Saturday, September 17, 2011

Six


There’s no number six in my pocket, there was nothing but the feeling of dead cold steel, numbing my fingers, filling my veins with led and sorrow, hitting my arteries with a splash of other people’s blood.

There’s no number six in my pocket, there was nothing but the count of tears, mothers screaming ‘till I trip and fall in hell, counting the days I pass standing on the verge of my own sanatorium, hitting my knuckles on the wall, drenched in blood.

There’s no number six in my pocket, there’s the knife of a homeless person, there’s food that no one ate, there’s you and me, there’s sorrow and pity, there’s your ring, your last words.

And I’m there, staring at the wall, on my knees, holding my fists against the wall.

The snow was drenched in blood, my shirt was full with your blood and I couldn’t do a thing. I was breathing heavily, my asthma was all blown up, and there was nothing I could do.

There’s no number six in my pocket, there’s nothing there.

All six bullets were in you.

Couldn’t even bring up six reasons that I did it.

There’s no number six in my heart, there’s nothing there.

Wednesday, September 14, 2011

Μοιάζει για βροχή, μοιάζει με καλοκαίρι


Μια μπόρα είν’ και πέρασε,
για δάκρυ, πια η ζωή σε πέρασε
μια στάλα, τόσο δα, σε προσπέρασε
κι ας λυσομαχάς, κι ας φλέγεσαι
στη γη επάνω, κι αν φωνάζεις
μα πάντα καίγεσαι
δεν ήσουνα φεγγάρι, στις χλοερές πλευρές
στα δάχτυλα νεραιδων να έρπεσαι
κι αν φωνάζεις, κι αν κλαίς
ο,τι κι αν φέρνει η αρμύρα,
στα ξεραμένα ερημοχώρια, το θες

Πως σβήνει η σκιά σου, πως σπινθηρίζει
όπως η πληγή με το άλας πια αφρίζει
για ποια στίγματα μιλάς
και τι χορούς, στα πόδια σου φυλάς
δυνάμωσα και έζησα
και τα χεράκια τους τα έχτισα
να ναι, θηριά μπετόν σ’οτι θέλησα
να μη μ’αφήνουν στις ορμές, να πω
ο,τι δεν ψέλισα..