Μυρίζει αρώματα το μαξιλάρι
λουλούδια και ουσίες
μαλλιά
και λιγοστεύει ο αέρας
στα δέντρα απαλά γδέρνονται τα γόνατα μας
σαν έρωτας σε εργοστάσιο τριανταφύλλων
φωνάζω
και ο ορίζοντας πλησιάζει
και τα μαλλιά σου, αποθήκες για λουλούδια
χρυσάνθεμα, ηλιαχτίδες
να αγριοκοιτούν το φεγγάρι στα πρώτα του βήματα
στο μυαλό σου, στα εφηβικά του σκιρτήματα
εγώ, και ο κόσμος μου γεμάτος
απο του προσώπου σου τους φεγγίτες
στις πιο γλυκές νότες
οι χορδές του λαιμού σου
πως μου λείπουν οι σονάτες
να φυσάει το αγέρι, να παρακολουθώ με γοητεία το αγόρι
που κοντοστέκεται
στα παραθυρόφυλλα
να γρυλίζει η κάθε σου λέξη
να παίζει με τα δάχτυλα μου
να νιώθω δυναμίτης
κάθε φορά που μεταμορφώνομαι σε φυτίλι
και να πεθαίνω μόνος
Σε δευτερόλεπτα, μετριούνται τα συναισθήματα
χοροπηδούν μέσα σε κασέλες ροδινές
διακοσμημένες με χρυσά αστέρια
σκληρά κλειδώνω τον ιδρώτα μου σε ψεύτικες συνθήκες
ανήκω στον κόσμο, ανήκω στο παράθυρο
να ανοίγω τα φτερά μου, να προσπαθώ
σε κάθε βήμα, να ψιθυρίζω
να ψιθυρίζω ακατανόητες αλληλουχίες αγάπης
να μεταφράζω τον έρωτα σε λογικές συνέπειες της χημείας
να λογικεύομαι, υπο βροχή συμβουλών και αστείων
γιατι δεν πας μπροστά, δεν χάνεσαι στο λυκόφως
απόψε, παραδίνομαι, γίνομαι πεφταστέρι
ως τα γεράματα, ωσπου να κρώξει ο αλέκτωρ
να ξυπνήσω μια μέρα
βρώμικος σαν απο παιδικό παιχνίδι
με λάσπες στα χέρια και στα γόνατα
να γίνω επιτέλους εραστής της μέρας
να ξέρω πως δεν τελειώνει πια η μέρα, μα μόλις αρχίζει
δεν είμαι αστροναύτης, δεν ταξιδεύω στα αστέρια
γεννήθηκα απ'αυτα, πετάω χρυσαλίδες
μέσα στης ψυχής σου τις πυγολαμπίδες
αυτές που απεγνωσμένα, τουρτουρίζουν στις γωνίες του πιο μικρού σου δώρου
στα κεριά, εκεί, που μοιάζουν όμοιες με σένα
Πως μπορέσαμε να αγγίξουμε το χάος, να γίνουμε φαρμακεροί
καλπάζοντας να χάνουμε τα βήματα μας
και το παιχνίδι μου, να αφήνω στο σκοτάδι
να πιτσιλάει την κάθε μου ημέρα, σαν έκρηξη φωτός
να σπάνε οι αχτίνες στα μάτια μου
να γίνεται οργασμός
και το κορμί να τουρτουρίζει
να ψάχνει για ιδέες, για φωνές
να ψάχνω για ιδέες, και ας μη μπορώ να τις αγγίξω
να γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο
και ας είμαι φοβισμένος, οταν ξημερώνει
μα σαν μικρό παιδί, σφίγγω όλο και πιο δυνατά
τα χέρια μου να μελανιάζουν απ'το κρύο
και γω να ουρλιάζω
κατάκοιτος απο τον πόνο, απο την αγωνία
απο τα δευτερόλεπτα που περνάνε και με ξύνουν, που σπάνε πάνω μου γυαλιά
να ουρλιάζω, δεν φοβάμαι, δεν είμαι αίμα για να στάξει
πέτα, στο ορκίζομαι, πέτα
θα αγγίξεις την στιγμή
δεν έδωσα φτερά που να πετάνε, μα μόνο σε λυγίζαν
σε φτάσανε στον ήλιο
ανώριμο κι ηλίθιο
μα δεν ρωτάς, δεν ενδιαφέρεσαι
κι αν μια μέρα
ανοίξεις την πόρτα, θέλοντας να ουρλιάξεις
τα σωθικά σου να αντιλαλήσουν στους διαδρόμους
να ψύξεις τα συναισθήματα σου
και αν μια μέρα, θες να πετάξεις
δεν θα μαι εδω, αστέρι θα χω γίνει, στον ουρανό να το κοιτάς
να περπατάς, μέχρι τα πόδια σου να λυγίσουν, στο χώμα σου να με βρεις, σαν την παλιά
καλή,
Δεξαμενή.
.αφιερωμένο.