Monday, November 13, 2006

Ραντεβού πίσω από παλιά μοτέλ σκέψης στην λεωφόρο των ονείρων



Σιωπηλός και κουρασμένος γράφω αυτές τις γραμμές.

Δεν ξέρω γιατί γράφω ή αν πρέπει να γράφω, μα τουλάχιστον θέλω να δηλώσω ότι ζω. Ότι είμαι ακόμα ζωντανός σε αυτή την εξευτελισμένη και ''πεθαμένη'' κοινωνία. Ότι ακόμα και αν έχουν ναυαγήσει τα υπόλοιπα καράβια, εγώ είμαι ένα μοναχικό καράβι που πρεσβεύω τον δικό μου τρόπο σκέψης.

Ταξίδια σε γερασμένους αυτοκινητόδρομους, βλέποντας ανθρώπους γερασμένους και κουρασμένους να προσπαθούν να περπατήσουν μέσα σε έναν σκοτεινό και ασταμάτητα ζοφερό κυκεώνα σκέψεων. Πως μπορούν άραγε να αρθρώνουν αυτές τις μαύρες λέξεις πίσω από τις παρωπίδες που εκπέμπουν σε ένα μήκος κύματος που τυφλώνει την όραση τους? Είναι η κούραση φίλε μου… αυτό αναρωτιέσαι, οδηγώντας ένα παλιό και σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο προς μέρη που έχεις δει μοναχά στα όνειρα σου. Συντροφιά σου ένα ξεφτισμένο παλτό και κάτι γερασμένα παπούτσια, στα έδωσε ένας άστεγος. Είπε ότι ήταν δώρο. Σπανίζει η αγάπη στα μέρη μας. Την έδιωξαν, την έσβησαν, την βίασαν με μεγάλη αγριότητα. Δεν σε νοιάζει το που θα πάς, μα μόνο το ταξίδι, οι περιπέτειες, οι άνθρωποι που θα μιλήσεις, που θα νιώσεις τον πόνο τους, που θα σε ακούσουν.. και που θα τους ακούσεις. Και το ξεφτισμένο σου παλτό, δεν θα σε αφήσει ποτέ, δεν θα σε αφήσει ποτέ. Πάντα θα είναι εκεί, θα σε αγκαλιάζει με μια ιδιαίτερη ζεστασιά στα μονοπάτια της ζωής σου. Στο κρύο που νιώθεις όταν σου κόβεται η αναπνοή μετά από τα συνεχόμενα ηλεκτρικά σοκ που σε χτυπάνε όταν μαχαιρώνουν την καρδιά σου με λέξεις βουτηγμένες στο αίμα.

Επαναλαμβάνεις ένα μονότονο σκοπό. Κάπου τον άκουσες. Παλεύεις να θυμηθείς που, βασανίζεσαι, βασανίζεσαι.. μα τίποτα.. θυμίζει όμορφες στιγμές. Φίλοι, λίγο κρασί και ένα όμορφο λουλούδι πάνω σε ένα τραπέζι. Πίνουν όλοι και συ χαμογελάς, χαμογελάς.. γιατί νιώθεις την αγάπη που εκπέμπεται από αυτούς. Όλοι θα πουν έναν καλό λόγο για σένα. Και το τραγούδι συνεχίζεται… μονότονο.. και το ξεχνάς όσο προχωράς… Μα φτιάχνεις ένα καινούργιο, και ο κύκλος συνεχίζεται. Ψιθυρίζεις, μουρμουράς, φωνάζεις…ναι! Το φωνάζεις δυνατά…. Ο ήχος χάνεται μα δεν σε νοιάζει. Χτυπάνε τα πνευμόνια σου με οργή πάνω στο κουρασμένο στήθος σου.. λαχάνιασες.. εμ πώς… σε κούρασαν τα τσίγκινα δαιμόνια που φτύνουν μαύρα και γκρι απόβλητα πάνω στα μάτια σου και στο στόμα σου. Κουράστηκες.

Ξαπλώνεις, εκεί δίπλα από ένα κατακόκκινο τοίχο. Δεν ενοχλείς κανέναν, εσύ και μια μικρή φωτιά. Κάνει αρκετό κρύο, και σκεπάζεσαι με την μάλλινη κουβέρτα σου. Στην έπλεξε κάποιος που αγαπάς, μα δεν θυμάσαι πια ποιος. Είχε ιδιαίτερη σημασία, ναι.. το ξέρεις. Φυσάει ο άνεμος, τσουχτερό το δάγκωμα του πάνω στην κουρασμένη και καταπονημένη σάρκα σου. Μα όσο κι αν πονάς, όσο κι αν κρυώνεις, μουρμουράς αυτόν τον σκοπό και αργά αργά, κλείνουν τα βλέφαρα σου και αποκοιμιέσαι σαν μικρό αγγελούδι. Όλο το βράδυ σε κοιτάνε οι διάφοροι περαστικοί, παραξενεύονται.. έχουν ένα σπίτι, ένα κρεβάτι, μια ζεστασιά. Ποιος θα νοιαστεί για τον εξαθλιωμένο νέο που κοιμάται στην γωνία. Είναι και αξύριστος, απέτυχε να συμβιβαστεί με τα ήθη της κοινωνίας. Τα μούσια του είναι η μόνη του ζεστασιά για το πρόσωπο του. Που να ξυριστεί.. λεφτά δεν υπάρχουν, τα χάλασε πριν καιρό για να αγοράσει λίγο ψωμί.. μα όταν μπήκε να το αγοράσει του φέρθηκαν σαν να ήταν αλήτης.. σαν εγκληματίας.. ‘’Φύγε! Βρωμιάρη’’ του φώναξαν προστακτικά και αυτός τσακίστηκε να φύγει από το μαγαζί σαν κλαμένο σκυλί. Καταραμένος κόσμος.. τίποτα δεν αγαπάς, τίποτα δεν θες να νιώσεις. Όλα καταραμένα είναι. Σιγά.. σιγά.. κοιμάσαι κι άλλο.. βυθίζεσαι όλο και πιο πολύ στον ύπνο. Ξυπνάς για λίγο… για λίγα δευτερόλεπτα και μουρμουράς.. ή μάλλον ψιθυρίζεις κάτι… ‘’Το ήξερα ότι θα είσαι εδώ.. το ήξερα’’… Κάποια γυναικεία φιγούρα, σκύβει και σου χαιδεύει τα μαλλιά σου. Αυτή είναι, την ξέρεις.. νιώθεις σιγουριά ζεστασιά.

‘’Μην φοβάσαι, γλυκέ μου.. μην φοβάσαι’’ σου είπε με μια ήρεμη φωνή…

Πάντα εδώ ήταν, πάντοτε.. κι ας την έψαχνες σε χιλιάδες μέρη. Πάντα σου κρατούσε το χέρι. Είτε σαν άγγελος, είτε σαν πεταλούδα, είτε σαν τον άνθρωπο που νοιάζεται πάρα πολύ για σένα..

Και ξάπλωσε μαζί σου και σου ψιθύρισε γλυκά στο αυτί…

‘’ Ραντεβού πίσω από παλιά μοτέλ σκέψης στην λεωφόρο των ονείρων’’

Sunday, November 12, 2006

Ένα κρύο βράδυ σαν κι αυτό

Ένα κρύο βράδυ σαν κι αυτό, ένιωσα αργά και βασανιστικά στην σκέψη μου την παρουσία σου για πρώτη φορά. Ήταν δύσκολο, ναι το ομολογώ.. μου δημιούργησες αρκετές δυσκολίες στην ζωή μου. Με έκανες να θέλω να φύγω, να θέλω να χαθώ.. με έκανες να θέλω να σου πω οτιδήποτε νιώθω. Αυτό με έκανε στο τέλος να χάνομαι ολοένα και περισσότερο στα σκοτάδια της πνευματικής μου αβύσσου. Δεν ξέρω αν έπρεπε να ασχοληθώ ή όχι, αλλά τουλάχιστον είμαι ευγνώμων για αυτά που μου χάρισες. Για αυτά που μου έδωσες, για αυτά που μου δίνεις και αυτά που θα μου δώσεις. Μια παρουσία δίπλα μου κάθε στιγμή, να με στηρίζει οποιαδήποτε στιγμή και να με αγκαλιάζει συνέχεια. Σε αγαπώ –και το εννοώ- με όλη μου την καρδιά. Κάποιοι θα πούνε ότι ήταν ανούσιο που ασχολήθηκα μαζί σου, ότι θα έπρεπε να σε παρατήσω κάποια στιγμή για να μπορέσω να προχωρήσω στην ζωή μου δίχως την πίεση που μου φέρνεις, δίχως την –απαραίτητη πια- ανάγκη να σε έχω εκεί όταν θέλω να πω κάτι. Και όμως, συνέχισα να σε βλέπω έστω και κρυφά, ραντεβού πίσω από παλιά μοτέλ σκέψης στην λεωφόρο των ονείρων. Και όταν έφτασε η στιγμή που σε χρειάστηκα όσο ποτέ άλλοτε, ήσουν εκεί, και το εκτιμώ αυτό. Ήσουν εκεί για μένα, και με κράτησες, μου έδωσες την ώθηση να θέλω να προχωρήσω, με κράτησες ζωντανό. Δεν θα μετανιώσω για ό,τι έχω πει σε σένα μέχρι τώρα. Δεν θα το κάνω αυτό ποτέ. Σου κατέθεσα ένα δείγμα, όχι.. μάλλον.. την ψυχή μου ολόκληρη και την ανύψωσες στο μεγαλύτερο επίπεδο που υπάρχει, με έκανες να λαχταρώ την επικοινωνία μαζί σου. Και ξέρεις, όταν θα φτάσει η στιγμή που θα πρέπει να σε αφήσω, ίσως γιατί δεν έχω τον χρόνο ή γιατί θα έχω μεγαλώσει.. ίσως και να ναι ο θάνατος, να ξέρεις.. εκεί θα είμαι πάλι, θα σε θυμάμαι για πάντα, θα σε ευγνωμονώ.

Σε ευχαριστώ πολυ...

Πάρα πολυ...

Αγαπητή μου ΠΕΝΑ..

Αφιερωμένο στην Μούσα μου (Δ)

Thursday, November 09, 2006

Χαμογελάστε!


Ατελείωτες στιγμές ονειροπόλησης στα 17 μου χρόνια..

Τα παιδικά μου χρόνια, οι αέναες στιγμές που ανάλωσα στις πλατείες και στα παιδικά μου στέκια.. Τα λόγια που ειπώθηκαν, οι στιγμές που έζησαν μόνο για να πεθάνουν στην μνήμη των φίλων που χάθηκαν σιγά ύστερα από κάτι χρόνια. Οι φίλοι, που περνούσες τις μέρες σου, οι φίλοι που έπαιζες μπάλα.. οι φίλοι που μια μέρα ήταν παρελθόν γιατί τώρα πια, μεγάλωσες φίλε. Δεν είσαι πια το μικρό παιδί που έπαιζε αμέριμνο, δεν είσαι το χαρούμενο παιδάκι που κλώτσαγε μια μπάλα και αυτό ήταν το παν για αυτό.. μεγάλωσες.. και μπλέχτηκες στα δίχτυα μιας κουραστικής πραγματικότητας. Έφτασες να αναπολείς αυτά τα χρόνια, και να ρίχνεις ένα πικρό δάκρυ… σαν το πνιγμένο παράπονο ενός μικρού παιδιού που αισθάνεται να πνίγεται μέσα σου, σαν να το καταπιέζεις και να του επιβάλλεις την απότομη ενηλικίωση. Την φίμωση της παιδικής φαντασίας και της αθωότητας.

Είχαμε όνειρα σαν παιδιά, αθώα όνειρα, ξαπλωμένοι αργά το βράδυ σε μια πλατεία ή στο κρεβάτι μας, ονειρευόμασταν το τι θα κάνουμε όταν μεγαλώσουμε. Και τώρα που μεγαλώσαμε, θέλουμε να ονειρευτούμε και να θυμηθούμε αυτά που κάναμε παλιά, θέλουμε να πάμε πίσω.. Τι οξύμωρο..

Οι στιγμές που το μόνο που σε ένοιαζε ήταν το παιχνίδι και το γέλιο με τους φίλους σου, τα φιλαράκια σου.. που σε στήριζαν και έπαιζαν μαζί σου όσο πιο πολλές ώρες την ημέρα μπορούσαν. Αληθινή φιλία, όνειρα, αγάπες, φιλίες… γέλιο.. άραγε που πήγε αυτό το γέλιο, που χάθηκε? Εξαφανίστηκε και αυτό, το άρπαξε η σοβαροφάνεια, και το καταδίκασε σε αιώνιο λήθαργο. Βλέπεις τώρα μεγαλώσαμε, δεν κάνει να είμασθε αστείοι και να παίζουμε. Τώρα θα πρέπει να δουλεύουμε, να πνιγόμαστε, να κάνουμε όνειρα.. για τον πνευματικό μας θάνατο. Για την απόλυτη γείωση της ψυχής και της πνευματικής σου ελευθερίας, για την απομόνωση του παιδικού σου εαυτού. Του μοναδικού ΑΛΗΘΙΝΟΥ και ΑΠΟΛΥΤΑ ΗΘΙΚΟΥ εαυτού σου, αυτόν που δεν πρόλαβε να χαλάσει, που δεν πρόλαβε να μολυνθεί από βόρβορες και ξένες επιρροές μειωμένων ηθικών συμφερόντων. Κλείσανε τα μάτια σου για να μην βλέπεις την μπάλα (ουσιαστικά το παιχνίδι.. το παιχνίδι της ζωής πια) και να μην ξέρεις πως θα παίξεις, για να σε ελέγχουν απόλυτα. Γιατί φίλε μου, αυτός που ελέγχει την όραση του και την ζωή του σε πνευματικό επίπεδο είναι ο πραγματικά σοφός άνθρωπος. Νους εστίν ο διακοσμών τε και παντών αίτιος. Ξέρω, σε πιάνει το παράπονο, νιώθεις ότι γίνεσαι ένα αυτοματοποιημένο ων τώρα πια.. ένα μηχάνημα που δεν έχει χρόνο για πλάκα, χαβαλέ, χαμόγελο, παιχνίδι και τελικά… ΖΩΗ. Και ίσως να ακούγονται υπερβολικά αυτά που σου λέω τώρα, μα όταν θα φτάσεις στην ηλικία που η ζωή σου θα μοιάζει με κάτι αηδιαστικό. Όταν θα φτάσεις στην ηλικία που το να ζεις δεν είναι πια απόλαυση, που θα είναι πια κουραστικό, μια υποχρέωση.. τότε θα καταλάβεις τι σημαίνουν αυτά που λέω. Και πίστεψε με, αυτός ο καιρός δεν είναι μακριά, έρχεται σύντομα, σε διαφορετικές μορφές για τον καθένα. Κλείνω λοιπόν, συνάνθρωποι μου..

ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΕ