Sunday, October 28, 2007

Miles Become Smiles (Dedicated To Z)

Μiles become Smiles

Dead in a thoughtful matter of speak

Far away from any distortion

Poking my dreams with a black stick

Strolling away from you

My soul just can’t stand your potion

Kill me just kill me

Not good enough to kiss me

No one’s gonna miss me

Miles become smiles

Down with your eyes

Maybe I’m dead

Can’t you hear the music as it rides the wind?

Bind

Bound to your eternal greatness

There’s no easy way to hell

There’s no easy way to tell

If I’m in love

With you

What did I have?

What did I gain?

I lost it all

With a little bit of pain

Friday, October 19, 2007

Δεν κάνει κρύο όπως άλλοτε

Δεν μπορώ άλλο νεκρός σε μια στημένη ουτοπία

Σφαίρες στο ρεβόλβερ της απραξίας

Ψυχικές υπογραφές πάνω σε πτώματα αθώων

Ελεύθερα νοητικά κύματα στον αέρα

Σαν ραδιόφωνο

Σαλεύω με το πρώτο αγέρι

Στο κάστρο της ηρεμίας μαύρο περιστέρι

Στο ποίημα μιας αγάπης

Στίχος δίχως αντίκρισμα


Καβάλα στο ηλιοβασίλεμα

Με έναν παλιό σκαραβαίο

Ο γύρος της γης

Σε μέρες νοητικής παρανόησης

Παλεύοντας με τα κύματα

Μιζέριας

Και μαύρης καταχνιάς

Στο άσπρο το φόρεμα της ζωής

Τυλίγομαι για να αγγίξω

Εσένα

Και δεν μπορώ


Δακρύζοντας καταρρέω

Στα λιωμένα καταστρώματα της πραγματικότητας μου

Σε ένα καράβι φωτιάς αρμενίζω

Στα πιο εύφλεκτα υλικά της ψυχής μου

Δυναμίτης

Εκεί που δεν πιάνει το φως

Πέτρες μαυρισμένης ατέλειας


Είναι σαν να παραπατάς σε ένα σαραβαλιασμένο αστέρι

Και σαν βρίσκεις την ισορροπία σου να πέφτεις

Στην άβυσσο

Friday, October 12, 2007

Oνειροναυτική. Κεφάλαιο 8


‘’Καμιά φορά με βρίσκει το σκοτάδι μόνο να αναρωτιέμαι αν έπραξα σωστά σε διάφορες περιστάσεις της ζωής μου.

Και επάνω στο τέλος του παιχνιδιού μου, στο τέλος αυτού του θεσπέσιου ονείρου με βλέπω να αγγίζω το απέραντο παρόν. Την μορφή σου που ξεπροβάλλει πίσω από το άσχημο σκότος.

Μια πεταλούδα μικρή που σπαρταράει επάνω στο σώμα μου.

Στις πληγές μου.

Σε ένα αστέρι ονειροναυτικής.’’

Μιλούσε μόνος του συχνά, λες και είχε κάποια ψύχωση με τον εαυτό του σε σημείο που τον αναγνώριζε σαν τρίτο πρόσωπο που ήταν εχθρικά διακείμενο προς αυτόν.

Και έκλαιγε μόνος τα βράδια, δεν το θέλε έτσι κι αλλιώς…. Οι φλόγες που έκαιγαν μέσα του προ πολλού είχαν σβήσει μαρτυρικά επάνω σε μαύρα κάρβουνα που θύμιζαν τις πικρές αναμνήσεις. Σαν ένα άδειο κουτί μουσικής, απ’αυτά που όταν τα ανοίγεις παίζουν μια νοσταλγική νότα παράνοιας.

Όταν καθόταν στο γερασμένο τραπέζι του και αρμένιζε στο πέλαγος των γραπτών του, μονάχα μια σκέψη πηγαινοερχόταν ανέμελα μέσα του.

Την ζωή την είχε διώξει προ πολλού έτσι κι αλλιώς.

Κι όμως αυτή ήταν ακόμα μέσα του σαν κακομαθημένο παιδί.

Η σκέψη επέμενε υστερικά και τον βασάνιζε. Την αγάπησε εν τέλει και την άφησε να γίνει μέρος του, κομμάτι του.

Και κοίταζε συχνά έξω από το παράθυρο έτσι μονάχος που ήταν…….

Κλεισμένος σε ένα γρανάζι της καρδιάς…

Ήταν ξημερώματα Κυριακής όταν ο Ονειροναύτης προσπαθούσε να κοιμηθεί.. Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, καθώς οι σκέψεις του δεν τον άφηναν συχνά να κοιμηθεί. Καμιά φορά είχε και πονοκέφαλο, θαρρώ πως ήταν και ημικρανίες.

Έτσι κι αλλιώς, αυτή τη φορά κοίταζε με νοσταλγία τον άσπρο τοίχο του δωματίου του. Ήταν τόσο άσπρος, σε σημείο που να τον ζηλεύει τόσο πολύ… Τον χτύπησε με την οργισμένη γροθιά του τόσο δυνατά που μάτωσε.. Ο πόνος τον έκανε να αφήσει από τα βάθη της ψυχής του μια κραυγή που θαρρείς πως κάποτε αυτή θα ήταν ένα μαχαίρι κοφτερό. Ζήλευε την ηρεμία του τοίχου. Το να σαι ανέμελος μέσα στη βρωμιά. Το να ξέρεις ότι δεν είσαι καθόλου βρώμικος. Ένιωθε βρώμικος, πολλές φορές, και έπεφτε στα γόνατα του και παρακαλούσε τον Θεό –που στην τελική δεν πίστευε ότι υπάρχει- να τον βοηθήσει. Ήταν ένα στήριγμα κι αυτό. Δεν το προκάλεσε ο ίδιος.

Δεν μάτωσε μόνο το χέρι του μα και η ίδια η ψυχή του..

Δεν άφησε λοιπόν τον πόνο να τον οδηγήσει σε άγνωστα μονοπάτια αποκλεισμού, αλλά αποκοιμήθηκε με το αίμα να ρέει άφθονο. Ξύπνησε γεμάτος αίματα.. αισθανόταν μια ελαφριά αδυναμία και τα μάτια του είχαν θολώσει σαν να είχε εισβάλλει το κρύο μέσα του. Άρχισε να ψιθυρίζει κάτι ακατανόητα στιχάκια που είχε εφεύρει όταν πέρναγε τον χρόνο του παρακολουθώντας την αγαπημένη του Πεταλούδα στο πάρκο κοντά στο σπίτι του. Ήταν τόσο χαρούμενος που είχε βρει κατι τόσο όμορφο τότε ανάμεσα στην ασχήμια που της αφιέρωσε ολόκληρη την ποιητική του συλλογή. Της αφιέρωσε την παράνοια του, της έδωσε το μοναδικό του αστέρι, την πατερίτσα του που τον βοηθούσε όταν αισθανόταν ψυχικά ανάπηρος.

Ζαλισμένος σηκώθηκε και συνέχισε να παραμιλά.

Στο νου του ήρθαν διάφορα περιστατικά απ’την ζωή του και σα να μιλάει σε κάποιο άλλο άτομο απευθύνθηκε διστακτικά στον πίνακα που είχε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο και που τον είχε κρεμάσει πρόσφατα στον τοίχο του δωματίου του, έτσι για το γαμώτο, για να ομορφαίνει το παλιό μπετόν.

’Μ’αρέσει που κάθεσαι σαν ανόητος και με κοιτάς. Μια χρωματική πανδαισία όλη δική μου. Είναι τόσο αηδιαστικό το πόσο όμορφα με αγαπάς. Θλιμμένα σε παρακολουθώ όταν μπαίνω, όταν βγαίνω και όταν αγαπώ. Όταν πίνω τον σάπιο καφέ της πόλης και όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ, όταν ψέμα πάνω στο ψέμα ισορροπώ σαν ακροβάτης επάνω στα χάπια που καταναλώνω για πλάκα πια’’

Ο πίνακας φαινόταν ανήμπορος να του απαντήσει, λες και θα μπορούσε. Το περίμενε ακόμη κι αυτό.. Πίστευε ότι αφού και οι πιο ηλίθιοι μιλάνε, τότε ακόμη και ένα άψυχο πράγμα όπως ο πίνακας που αντιπροσώπευε κάτι το τόσο όμορφο γι’αυτόν, θα του έλεγε κάτι συναρπαστικό. Ίσως και να του πασάλειβε τα δικά του χρώματα στην ψυχή του.

Τον κοίταξε καλά καλά για 2 λεπτά και συνέχισε την πορεία του σχεδόν παραπατώντας. Έβηξε για να καθαρίσει ο λαίμος του, τον είχαν λιώσει τα πολλά τσιγάρα και το ανόητο ποτό που στάζει σαν φαρμάκι μέσα του. Του καίει τα σωθικά και μόνος προσπαθεί να αποδράσει.

Βγήκε στο μπαλκόνι του και γούρλωσε τα μάτια του για να δει το απέραντο χάος της μεγαλούπολης. Δεν του προκαλούσε έκπληξη πια η αηδία αυτής της πόλης. Ήταν λες και αισθανόταν πια μια αγάπη για τους ηλίθιους και για τα αηδιαστικά στήθη της πόλης του. Μια χαραγμένη πεδιάδα, ένα πληγωμένο <<είναι>> με μπόλικο <<καθόλου>>. Αμέσως, άρπαξε το ποτήρι του από το τραπεζάκι του και ήπιε τον αηδιαστικό καφέ του με μανία, λες και προσπαθούσε να τον κατεβάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην μυρίσει την σαπίλα που όπως χαρακτηριστικά έλεγε, τον έχει αγκαλιάσει. Δυστυχώς η πικρή γεύση του χάραξε νοητά την γλώσσα και σούφρωσε τα χείλη του καθώς ένιωθε αυτή την απογοήτευση.

Άξαφνα κάποια ηχητικά ίχνη μιας μουσικής ομορφιάς αγκάλιασαν τον εγκέφαλο του Ονειροναύτη. Κοίταξε πανικόβλητος γύρω του…αισθανόταν πως κάποιος τον κορόιδευε. Πως κάποιος έμαθε την ψυχή του και πέταξε μέσα του με νότες. Μουσικά αεροπλάνα που προσγειώνονται γοερά επάνω σε επιβλητικά πεντάγραμμα. Συνειδητοποίησε λοιπόν πως αυτή η μουσική που άκουγε ερχόταν από το απέναντι διαμέρισμα. Εκεί έμενε μια κοπέλα, το όνομα της δεν το είχε ακούσει και ποτέ. Δεν τον ενδιέφερε να μάθει και πολλά πράγματα για τους γείτονες του, καθώς ήταν αρκετά μοναχικός τύπος. Πολλές φορές ξεμονάχιαζε τις σκέψεις του σε παγκάκια του πάρκου και προσποιούταν πως είναι φίλοι του ή ακόμα και ερωμένες του. Ήταν η μοναδική λύση για να μην τα χάσει, για να μην τρελαθεί ή ακόμα και να πέσει κάτω νεκρός. Για πολύ καιρό, η σκανδάλη φάνταζε σαν ένα ιδανικό τέλος σε ένα θρυλικό κεφάλαιο θλίψης.. ή όχι μάλλον, ένα κεφάλαιο απόγνωσης.

Κοίταξε λοιπόν με μια δόση περιέργειας το παράθυρο του γειτονικού σπιτιού και είδε μια πανέμορφη κοπέλα, που την διαπερνούσε μια ολοφάνερη αίσθηση γαλήνης. Τα μάτια του γέννησαν το μοναδικό δάκρυ χαράς στην ζωή του. Αισθάνθηκε ότι αγάπησε έστω και λιγάκι κάποιον άνθρωπο τόσο πολύ… Ήταν λες και αφέθηκε στον καλπασμό ενός άγριου αλόγου σε μια πεδιάδα αστεριών. Μανιασμένα χτυπάνε οι οπλές του αλόγου στο άγονο έδαφος και όπου πατάει φυτρώνουν πολύχρωμα λουλούδια. Ο ήχος του καλπασμού φάνταζε τόσο αληθινός στο κεφάλι του, στην ψυχή του που κοίταζε με προσήλωση την μορφή της κοπέλας. Την φανταζόταν να ανεβαίνει πάνω στο άλογο και να την κοιτάει με ζήλεια.

Ήθελε τόσο πολύ να πέσει κάτω και να κλάψει.

Τα χέρια του έτρεμαν και δάγκωνε τα χείλη του όσο πιο δυνατά μπορούσε για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Τα χείλη του μάτωσαν ασυναίσθητα και δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να μην το κατάλαβε καθόλου. Η κοπέλα του προκαλούσε εσωτερικές αναταραχές, λες και ένας ολόκληρος πόλεμος μαινόταν μέσα του. Ένα ντελίριο γλυκού πόνου του έσκιζε τα σωθικά. Έσυρε το χέρι του πάνω στα πυκνά του γένια και τα θέρισε απαλά…

Έμοιαζε με κάτι τόσο ουτοπικό.. η πόλη δεν ήταν πια τόσο άσχημη.

Η πόλη φιλοξενεί νεραΐδες.

Θυμήθηκε τα παραμύθια που του έλεγαν όταν ήταν μικρός, όταν καθόταν στα γόνατα της γιαγιάς του ή στο παιδικό του κρεβάτι, εκεί που όλα ήταν τόσο όμορφα σαν την σταγόνα που πέφτει από τους κόκκινους γκρεμούς ενός τριαντάφυλλου. Εκεί που τον νανούριζαν με τα τραγουδάκια και τα χαρούμενα αστειάκια που τώρα φάνταζαν τόσο μακριά. Όλα ήταν πια δεμένα με την πιο αισχρή αλυσίδα που υπήρξε ποτέ, την λησμονιά, στο πτώμα της παλιάς του αγάπης. Της παιδικής του αγάπης. Δεν ήτανε κοπέλα, ήταν το άτομο που φανταζόταν ότι υπάρχει μέσα του. Μια νοητή αντίθεση του εγώ του. Η πηγή του σήμερα και η αρχή του ήταν κρυμμένες εκεί μέσα.

Με ένα πικραμένο ‘’γιατί σε μένα?’’ , άφησε τα αποτυπώματα του επάνω στην σκηνή του πιο αιματηρού ψυχικού φόνου της ζωής του. Η κοπέλα, αν και νεραΐδα, τον έκανε να καταρρεύσει και να κοιτάξει με τρόμο τον εαυτό του.

Την φανταζόταν να τον κοιτάει με αηδία και να προφέρει σπαστές φράσεις από τα ροδοκόκκινα χείλη της.

Την φανταζόταν να τον κοιτάει με αυτό το βλέμμα που μοιάζει με στιλέτο.

Του μάτωνε η ψυχή και έτρεμε συθέμελα μόνο και μόνο στην ιδέα αυτής της πραγματικότητας. Πώς θα ήταν δυνατόν να τον κοιτάξει αυτός ο άνθρωπος? Όχι ερωτικά, άλλωστε ο Ονειροναύτης δεν γνώρισε ποτέ τον έρωτα αληθινά. Η αγάπη του φάνταζε ενδελεχής και εντελεχής αλλά και συνολική επάνω στα μαύρα κατάστιχα της ζωής του. Στις γκρι σειρές του σεναρίου της ζωής του.

Συνέχιζε να την κοιτάζει και να της γδύνει την ψυχή με το βλέμμα του.

‘’Γλυκό κρασί, γλυκό ποτό

Με δυο αστέρια γίνεται πικρό

Λουλούδια ξαπλωμένα

Στην καρδιά καρφωμένα

Μην με κοιτάς

Μην μ’αγαπάς.’’

Ξέσπασε σε λυγμούς, τα δάκρυα του ήταν σαν καταρράκτες σε ένα σύνολο κατάντιας. Το χέρι του χτυπούσε μανιασμένα τον τοίχο και ψέλλιζε σχεδόν φωναχτά την ίδια λέξη συνέχεια.

‘’Ανάθεμα σε’’

‘’Ανάθεμα σε’’

‘’Ανάθεμα σε’’

Έπεσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του.

Προσπάθησε να βγάλει την κοπέλα από το μυαλό του μα δεν μπορούσε.

Τελικά η ζωή δεν σ’αγαπάει.

Μια σφαίρα στην κάνη και σε εκτοξεύει στην ασχήμια της ομορφιάς

Saturday, October 06, 2007

Σε μια πολυ μικρή στιγμή το σύμπαν εκρήγνυται (Νάσος & Βιβή)


(Το κάτωθι ποιήμα έχει γραφτει απο μένα και απο την Βιβή. Της το αφιερώνω και θέλω να το χει συντροφιά όταν δεν νιώθει καλά. Γιατι Βιβή μου, μπορεί να μαστε μόνοι μας, μα οταν δεν μας φτάνουν οι στιγμές...κάποιες λέξεις ειναι θησαυρός. Πίστεψε με.. το πάντα δεν είναι μάκρια.)

[Νάσος]

Το άπειρο είναι πολύ λίγος χρόνος μπροστά στο τίποτα

στις πράξεις του χθες και στα ποτέ του αύριο

σε μια λίμνη που ναι σαν καθρέφτης κοιτώ και με θυμάμαι

σε ψέματα θολά χορεύω τολμηρά

και κλείνω την αυλαία με μια αλήθεια μοιραία

νεκρός στην ανάπαυλα της στιγμής

στο διάλλειμα για ξεκούραση

[Βιβή]

Μοιάζει ο παράδεισος να είναι μακριά

δύσβατα μονοπάτια δυσκολεύουν τους ρομαντικούς

και εγώ γυμνή από άμυνες που σε προφυλάζουν από τον πόνο

και μακριά από ψήγματα ελπίδας και ζωής

αναζητώ το νόημα ενός ταξιδιού αμφίβολου και ανασφαλούς

την ώρα που η απόγνωση φωτίζει

τούτο το βράδυ.

[Νάσος]

Ξαπλωμένος στην ουράνια πανδαισία

Ατενίζω τα μικρά αστέρια

Ακούραστα καλπάζουν τα κύματα της στιγμής

Και συνθλίβονται ανέμελα με ένα προφητικό χαμόγελο

Στους βράχους των αιώνων

Και εξαντλημένα εκπνέουν

Αφήνοντας πίσω μια τζούρα μοναξιάς επάνω στο δάχτυλο σου

Μια σπίθα θαρρώ θα ναι φωτιά

Στην καρδιά μου πάλι

Στην σκιά της λυπημένης τσουλήθρας

[Βιβή]

Και καθώς πλησιάζει το χάραμα, καθώς πλησιάζει η αυγή

μην με ψάξεις.

δεν θα μαι ούτε στις μελαγχολικές μελωδίες φιλόδοξων τραγουδιών

ούτε στα κρυμμένα νοήματα άδοξων ποιητών

ούτε καν στις κουΐντες που κρυβόμουν όταν φοβόμουν την σκηνή.

γιατί θα χω γίνει όνειρο που πικρά θα σε στοιχειώνει

καθώς πλησιάζει η αυγή

[Νάσος]

Μια λυπημένη πανδαισία χρωμάτων σαν ψυχεδελική αστάθεια

Μια μάσκα της ευτυχίας

Σε δυο κουτάκια ψέμα αρμενίζω

Σαν ένα πλοίο που μπατάρει

Ναυτικός εγώ

Δεν αντέχω το βάρος άλλο πια

Τα δυο μου φτερά με χάνουν πια

Κρυμμένα αποφθέγματα σε θέματα

Ληγμένα αποθέματα

Της ζωής τα τέρατα.

[Βιβή]

Δεν θέλω ποτέ να δείξω τι νιώθω όταν πονάω

γιατί είναι δικό μου

κρυμμένο μυστικό το φυλάω στους δαιδαλους της ψυχής μου.

και ακόμα κι εκείνες τις στιγμές

που θαρρείς πως η καρδιά συνθλίβεται-μην φοβάσαι!

εγώ -κρυφά- γελώ

και του είμαι ευγνώμων

γιατί έδωσε ακούσια στην καρδιά μου παλμό

[Νάσος]

Σαραβαλιασμένα βιβλία

Μουλιασμένα απ’το κλάμα

Φορείς αναμνήσεων

Πίκρες

Σε ένα φανάρι σε άφησα κάποτε

Στην διάβαση της ζωής

Πίστεψε με

Θα σε βρω στην άλλη μεριά

[Βιβή]

Νάσο, δεν μπορώ.

δεν μπορώ να βγάλω πόνο σε αυτή την πρόταση

[Νάσος]

Είναι γιατί μας κρατάνε συντροφιά οι στιγμές

Είναι μοναδικές και ανεπανάληπτες

Να τις προσέχεις

Και μη πέφτεις χαμηλά

Ένα κομμάτι

Ζούμε..

Friday, October 05, 2007

Happy Pills 2


Επάνω στην θλίψη μου

Μοναδική μου συντροφιά

Επάνω στην οργή μου ηρεμία σε ξέφωτο

Ήλιος στο σκοτάδι

Νωχελικές κινήσεις

Με μια γουλιά σε καταπίνω

Και

Χάνομαι στο είναι σου

Ζαλίζομαι

Χρόνια είχα να νιώσω έτσι

Ηρεμία

Ευθυμία

Σε έναν τέλειο κόσμο θα ήσουν άνθρωπος

Σε μια στιγμή θα ήσουν ευτυχία

Επάνω στο τρενάκι της χαράς

Μπαίνεις μέσα μου και απλώνεσαι παντού

Σαν δίχτυ με παγιδεύεις και

Ξεχνάω

Σαν γυναίκα με παιδεύεις και

Μεθάω

Γλυκό νέκταρ

Σε λησμονώ

Δεν είσαι εσύ για μένα και ουτε γω για σένα

Μου το είπαν άλλοι.

Και σαν το πιο γλυκό μου ψέμα

Θα τελειώσεις και συ

Θα με αφήσεις

Μόνο που εσύ τουλάχιστον

Κράτησες υποσχέσεις

Μια στιγμή

Ανακυκλωμένη στο μυαλό μου

Ισουται

Με μένα στον σταυρό της μοναξιάς

Σε δυο βρώμικα δωμάτια

Η καθαριότητα

Ασυναρτησίες

Μια λογική

Θα μια πάντα happy?

Things are obvious

We hear the same fucking word over and over

But we never realize the corruption around us

It’s black paint

It’s my friend

He knows me

Rescue me

I neeeeeeed you

I had a friend

He knows how to make me happy