Friday, June 29, 2007

Φυγή

Στην μουσική του άθλιου καμπαρέ που τραγουδάς

Ακούγεται η ξεχασμένη φωνή σου

Που γρατζουνίζει τα ανόητα μυαλά των μεθυσμένων ανθρώπων

Και όλο και κάποιος σε θυμάται ανάμεσα στο πιοτό

Και ρίχνει ένα δάκρυ ανάμεσα στο ρεφρέν

Έφυγες

Και η μουσική σου έμεινε ορφανή

Δυο λόγια ξεστόμισες

Και κρύωσε η σκηνή

Σπασμένες νότες στην άκρη της παράνοιας

Σε χαϊδεύουν μέχρι να αφήσεις την τελευταία σου αναπνοή

τα αστέρια ραγίζουν και κατακρημνίζονται

για πάντα από την καρδιά μας

και σβήνουμε συνεχώς

σαν χαλασμένα πικάπ αγάπης που γκρινιάζουν ασταμάτητα

στους ήχους της σιωπής

για πάντα

μνήμες θολωμένες απ’τα δυο σου χείλη να ανεμίζουν στην μουσική των αιώνων

εκεί που ερωτεύονται τα δάκρυα σου με την αναπνοή μου

στο ξύπνημα της αυγής

σαν προάγγελος καταστροφής

απεγνωσμένα ψάχνεις για έναν δρόμο διαφυγής

και αγγίζεις απαλά με τα δάχτυλα σου το πρόσωπο μου

ανασαίνοντας βαριά για τελευταία φορά

Για μια τελευταία φορά…

Σταματάω στο σταυροδρόμι της ανοησίας

Και χαμογελώ δακρύζοντας

Όχι γιατί πονάω…

Αλλά γιατί αισθάνομαι την αναπνοή σου στον αέρα

Και την μυρωδιά των μαλλιών σου στην αρμύρα της θαλάσσης

Δυο ματιές..

Δεν πειράζει.

Ισως και να ναι αστειο.

Μα σε κοιτώ από ψηλα.


''Δεν πειράζει μικρή, υπάρχει και το αύριo''

Wednesday, June 27, 2007

Σταγόνες

Σπάει την σιωπή αριστοτεχνικά

Και μοιάζει με την ηχώ χιλίων στρατών

Τα ονόματα των πεθαμένων τα έφαγε η λησμονιά και κρύβονται μέσα της

Σαν δώρο ενός θεού αγγίζει την καρδιά μας

Στα πιο ρομαντικά μας μέρη

Και κρύβει λόγια πανέμορφα σαν τα αστέρια

Αγκαλιά με τους ποιητές των αιώνων

Στα πνευματικά τους σοκάκια

Δίπλα στην ψεύτρα την ζωή υψώνει φάρο ελπίδας

Και σαν καθάρια δύναμη σπάει τα βρώμικα και διαλύει τα σαθρά

Με βία και με ορμή

Τρυπάει την διαμαντένια ασπίδα της ματιάς μας

Και δίνει άλλη όψη στα πιο γλυκά μας μέρη

Σαν ψέμα είναι η μυρωδιά της αγκαλιάς της

Που σφίγγει όλη την ύπαρξη μας

Σε ένα σκοτεινό μα συνάμα πανέμορφο λουλούδι

Και τα ζοφερά μας μάτια αγγίζουν την αιωνιότητα μέσα από σένα

Έχεις γίνει συστατικό στην αέναη ευτυχία

Και με θάρρος υψώνω ανάστημα εμπρός σε σένα

Ω…

Βροχή μου λατρεμένη……

Sunday, June 24, 2007

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 7


Η ψευτιά του δρόμου άρμοζε σε έναν ποιητή σαν κι αυτόν.

Ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί.

Μάλλον θα ήταν κάποια οπτασία, ή ένα ηλίθιο παραλήρημα λόγω των χαπιών που έπαιρνε κάθε πρωί. Του τα είχε δώσει ο γιατρός για να μπορέσει να κρατήσει τα λογικά του. Δεν ήταν καλά μάλλον, έτσι λέγανε τουλάχιστον.

Τα μάτια του έτσουζαν….. το αλκοόλ του είχε διαλύσει τον οργανισμό. Και τα τσιγάρα επίσης.. Τα πνευμόνια του θύμιζαν καμινάδες παλιού εργοστασίου που έχει χρόνια να καθαριστεί.

Και γιατί να συνεχίσει?

Γιατί?

Έψαχνε την απάντηση του ερωτήματος αυτού σε χιλιάδες βιβλία, σε χιλιάδες συγγράμματα. Την έψαχνε ακόμα και στους ανθρώπους. Μα τίποτα δεν είχε νόημα. Τίποτα δεν του χάριζε την ικανοποιήση και την ελευθερία της αέναης ύπαρξης που αναζητούσε. Την αέναη ύπαρξη που θα του προσέφερε το δώρο της απόλυτης ευτυχίας.

Να σταματήσει να κλαίει κάθε βράδυ…..

Να μην σφίγγει με το χέρι του το μαξιλάρι και να βαριανασαίνει, θυμίζοντας στον εαυτό του την κατάντια του.

Ήθελε να ηρεμήσει…. Ήθελε να σβήσει.

Τα δυο του μάτια κοίταξαν ελαφρά γύρω του, σαν να έψαχναν ανήσυχα για κάτι. Μια γρια γυναίκα φάνηκε στην γωνία μιας πολυκατοικίας.

Τα διαλυμένα ρούχα της και το κουρασμένο πρόσωπο της, πρόδιδαν τον πόνο και την κατάντια της. Είχε χαραχτεί παντού πάνω της η αηδία του κόσμου. Το αίμα που έσταζε από το κουφάρι της ευτυχίας των ανθρώπων, είχε εισχωρήσει στις φλέβες της.

Πλησίασε αργά προς το μέρος της και την ρώτησε αργά..

‘’Ποια είστε?’’

Η γριά γυναίκα τον κοίταξε με ένα θλιμένο βλέμα που απ’την χρόνια απάθεια είχε σαπίσει. Δεν την συγκινούσε τίποτα αλλά το έντονο παρουσιαστικό του Ονειροναύτη την έκανε να τρέμει από φόβο. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα μάτια του και δεν έλεγαν να φύγουν ποτέ απο κεί.

‘’Στους ήχους της σιωπής, μια μικρή αγάπη θα βρείς.. και αν είναι σαν αστέρι… αν είναι σαν αστέρι’’ ψιθύρισε η γριά…

Ο Ονειροναύτης, όντας περίεργος, προσπάθησε να καταλάβει τι εννοούσε η γριά με τα περίεργα και ακαταλαβίστικα της λόγια. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει εστω και μια μικρή σκέψη, η γριά του έκανε ένα νεύμα. Τον προέτρεπε να την ακολουθήσει μέσα στο σπίτι της.

Ο Ονειροναύτης δεν δίστασε καθόλου. Το κάλεσμα της ήταν κάτι μαγευτικό. Σαν την μουσική που εκπέμπει ένας μαγικός αυλός.

Το σπίτι της δεν ήταν πολύ μεγάλο και με το ζόρι το κρατούσε όρθιο. Αλλά αυτό που μετρούσε ήταν το ότι το αγαπούσε πάρα πόλυ. Ποιος ξέρει τι να είχε περάσει εδώ μέσα…. Τι να είχε συμβεί…

Οι πίνακες της ήταν σαπισμένοι, μέσα στην μούχλα………..

Του σέρβιρε λίγο τσαί, για να ζεσταθεί από το κρύο της μοναχικής βραδιάς και κάθισε δίπλα του σαν να τον συμπονούσε.

‘’Δεν είναι ζωή για σένα αυτή ε?’’ του είπε με μια τρεμάμενη φωνή…

‘’Κουράστηκες να ζεις αγόρι μου… κουράστηκες’’ αναφώνησε βαριανασαίνοντας η γριά.

Η ψυχούλα του ονειροναύτη συνθλιβόταν ξαφνικά στην παγίδα των συναισθημάτων της γριούλας.

‘’Ποια είστε?’’ την ρώτησε ο Ονειροναύτης….

‘’Σημασία δεν έχει το ποια είμαι, αλλά το τι κάνω…’’ του απάντησε μελαγχολικά αυτή.

Ο Ονειροναύτης τότε σηκώθηκε από την καρέκλα του και τράβηξε προς την πόρτα..

‘’Μικρέ μου….’’ Ψιθύρισε η γριούλα… ‘’Σε θυμάμαι… πάντα ήσουν χτυπημένος και μονάχος’’ συμπλήρωσε…

Τα μάτια του Ονειροναύτη γούρλωσαν και κοίταξε τον τοίχο σαν υπνωτισμένος…..

‘’Ψυχή μου?’’ ρώτησε διστακτικά ο Ονειροναύτης..

Μια βασανιστική σιωπή πυρπολούσε το δωμάτιο…

Ώσπου άξαφνα η γριά είπε με μονότονη φωνή…

‘’Φύγε’’

Ο ονειροναύτης ένιωσε την καρδιά του να σπάει σε χιλιάδες κομμάτια..

‘’Φύγε…πριν να ναι αργά’’ φώναξε η γρια.

Την άκουσε να σωριάζεται στο πάτωμα και να ξεψυχάει σχεδόν αθόρυβα..

‘’Αντίο…’’ είπε η γριά με όση δύναμη της είχε απομείνει.

Δάκρυα κύλησαν από τα αθώα μάτια του, καθώς προχωρούσε προς την εξώπορτα. Δεν ήθελε να φύγει, μα κάτι μέσα του έλεγε πως αν γυρίσει να κοιτάξει, δεν θα υπήρχε γυρισμός για αυτόν, δεν θα ήταν ποτέ τα πράγματα ξανά ίδια..

Φοβόταν.

Κρυβόταν…

Κατέβηκε αργά… και έφτασε στον δρόμο.

Πριν φύγει, μια ακατανίκητη περιέργεια τον έκανε να κοιτάξει το κουδούνι της εξώπορτας. Το όνομα που είδε, τον έκανε να αρχίσει να κλαίει με λυγμούς…

<<ΖΩΗ>>


Τα δάκρυα μου συντροφιά σε σας αλήτες των αιώνων
και η ζωή μου αναπνοή στις πένες σας αδέρφια
μια σταγόνα αίματος
τα πάντα κρύβει

σε μένα ανήκει..

Σε αγαπώ.

Monday, June 18, 2007

Throw this away, it's bad for your brain


Ήτανε μόνος σε ένα απόμερο σοκάκι

Η βρώμα των σκουπιδιών

Και οι ματιές των περαστικών

Του έκοβαν την σάρκα σαν κοφτερό λεπίδι

Διάφορες σκέψεις περνούσαν απ’το μυαλό του

Και οι ώρες σερνόντουσαν αργά μέσα στο αχανές μυαλό του

Εικόνες ψεύτικες και κούραση

Βρωμιά και εξαθλίωση

Φτώχεια και παρακμή σε ένα συνεχές ερωτικό παιχνίδι

Που νικητής είναι μόνο οι άλλοι

Και τι να πεις μπροστά στα κοιμισμένα μάτια τους

Σπασμένα γυαλιά και εγκαταλελειμμένα εργοστάσια ηθικής

Είναι τα μόνα που έχουν απομείνει

Και σαν τον αφήνεις να κοιμηθεί λιγάκι

Μια ηλίθια φωνή τον ξυπνά!

Σαν τρυπάνι του σπάει το κεφάλι

Του βιάζει κάθε στιγμή

Συσπάσεις παράνοιας μέσα στην ίδια του την ψυχή

Ξερνάει πάνω στο δρόμο

Εκεί που το πρωί περπατάνε αυτοί

Και σε κοιτάνε υποτιμητικά

ΑΥΤΟΙ

Θα σέρνονται σαν σαύρες

ΑΥΤΟΙ

Πονάνε τα πνευμόνια του

Νιώθει σαν να έχει μέσα του μια απέραντη μπίχλα

Και όλα τα σαπούνια του κόσμο δεν φτάνουν για να καθαρίσουν

Την ματιά τους

Αυτή που λαούς σκοτώνει

Ανθρώπους βιάζει

Αυτή

Που με βία τοποθετεί την γυναίκα που τόσο θα πρεπε να αγαπάμε

Κάτω απ’την μπότα του σκληροτράχηλου

Δολοφόνου

Ίσως και να ναι όλα μεσα στο μυαλό σου

Είναι ενα παραμύθι αλλωστε η ζωή με διαφορετικές αυτοκτονίες

Και ίσως να ναι ακόμα ενα παιχνίδι

ΑΥΤΩΝ

Που με τα χέρια τους σάπισαν στο ξύλο τους φίλους του

Και πονεμένος έφτυνε αίμα στον νεροχύτη του

Αργά τα ξημερώματα

Ούτε το αίμα του δεν του άνηκε

Ήταν

ΑΥΤΩΝ

Κόκκινα μάτια και ροζιασμένα δάχτυλα

Μαρέσει να τραγουδάω εναν σκοπό σαν πάω να κοιμηθώ

Δεν θυμάμαι πως πηγαίνει

Πως αρχίζει ή πως τελειώνει

Να πνίγω στο μαξιλάρι τα δάκρυα και την αγωνία για

ΑΥΤΟΥΣ

Να σφίγω την γροθιά μου και να βαριανασαίνω για

ΑΥΤΟΥΣ

Η άσφαλτος είναι υγρή

Και οι άνθρωποι νεκροι

Αϋπνίες θα ναι οι φίλοι σου

Θα ναι μοναχικά γεράκια στο κατακρεουργημένο κορμί σου

Στο γεμάτο βρωμιές σπίτι σου

Στην νεκρή σου ύπαρξη

Εκεί που θα πίνεις το νερό σου

Και θα παρακολουθείς την ταπεινότητα σου

Δαγκώνω τα χείλη μου και ψάχνω να με βρώ

Να μου πω εναν καλό λογο

Να βρώ ενα αστείο

Ενα πίνακα κοιτώ και ειναι σαραβαλιασμένος

Τον τοίχο τον ωραίο κοιτώ

Ποσο ωραίος ήταν.

Και τώρα αγέρωχα πως στέκει στα αιματοβαμμένα μπουντρούμια

Με χειροκροτούν

Θα πρεπει να μαι υπόδειγμα ύπαρξης

Γιατι αλλωστε

Γιατι..

Θελω να με ρωτήσεις γιατι.

Θελω να με ακουσεις

Ακουσε με

Δεν αντέχω αλλο

Σε παρακαλω

ΟΧΙ

ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ

ΔΕΝ ΘΕΛΩ

Σιγή

Ο άνθρωπος ήταν νεκρός

Επίσημη αιτία θανάτου

Η αυτοκτονία


Έτσι είπαν τουλάχιστον.

1984

Sunday, June 17, 2007

Suicidal dream


Αστέρια ονειρικής ύπαρξης μακριά από τα χέρια μας

Ψηλαφίζουν την αλυσοδεμένη πραγματικότητα μας

Και αγωνιούν βαριανασαίνοντας τα βράδια στα μπουντρούμια

Σαν τους αλήτες των παραμυθιών, κατατρεγμένα

Μυστικά σαλεύουν στο χρυσαφί δάκρυ της ζωής

Και στέκομαι άκαμπτος στο ακρωτήρι της ελπίδας

Σαν να ταν καλοκαίρι ακουμπάω το κορμί της

Και μου ψιθυρίζει στ’αυτι κακίες και βρωμόλογα

Μα σε φαγα γνωστή μου πόρνη, σε σκότωσα


-η ψυχή μας αγριεμένη σαν σκυλί-


Στα αστέρια αδέρφια.. στα αστέρια..

Saturday, June 02, 2007

Happy Pills (to keep you well)



Παραλήρημα ζωής

Τα γεμάτα πάθος ψέματα

Είναι

Δίπλα σου για πάντα

Θα σε συντροφεύουν

Εκεί που δεν το περιμένεις

Και θα αγκαλιάζουν την νοητή σιωπή

Της μοναδικότητας σου

Μέχρι να αγγίξεις το απέραντο και απόλυτο

Κενό

που σου κάνει παρέα μέχρι να ρθεις

ΕΣΥ

Αλλά και πάλι, δεν είσαι τίποτα

Για μένα

Για σένα

Για όλους

Μια πλάκα θα είσαι μόνο

Και ψίθυρος στα λόγια των ποιητών

Μια χαρακιά του βινυλίου

Σαν μουσική που σταματάει απότομα

Καθώς την βιάζει το σκοτάδι

Πίστεψε με

Δεν μ’ακους

Όχι γιατί δεν μπορείς

Αλλά γιατί δεν στο επιτρέπω.

Αφιερωμένο στους ανθρώπους που δεν νιώθουν.

Ξέρουν αυτοί.