Sunday, December 31, 2006

Oνειροναυτική. Κεφάλαιο 3


Μια ένοχη σιωπή που φοβάται το φως γεμίζει το δωμάτιο σου και σου δείχνει τον δρόμο προς τα άλλα μέρη. Τίποτα δεν ακούγεται και συνεχίζεις αμέριμνος τον ύπνο σου… τα όνειρα σου συνεχίζουν να υπάρχουν και να σε αγκαλιάζουν.

Και συ αμέριμνος, χωρίς να σε νοιάζει τίποτα έχεις κλείσει τα μάτια σου μπροστά σε οτιδήποτε κακό και παράξενο, και μιλάς στα δαιμόνια του γκρίζου χωρίς να φοβάσαι τίποτα.

Ομορφιά…..

Δεν κρατάνε όμως όλα τα όμορφα για πάντα……

Τα μάτια σου ανοίγουν βίαια και ανασαίνεις γρήγορα, η καρδιά σου χτυπάει σαν τρελή και κρυώνεις. Σηκώνεσαι, περπατάς στο σαθρό πάτωμα και κοιτάς γύρω σου…

Το παράθυρο σου είναι ανοιχτό και χιονίζει έξω, η ψύχρα μπαίνει μέσα και αγγίζει το γυμνό σου κορμί Ονειροναύτη. Και τι θα καταφέρεις με το να κλείσεις το παράθυρο σου? Σπασμένα τζάμια παντού αφήνουν το θηρίο της φύσης να μπει μέσα στο σπίτι σου και αγριεμένα να σε δαγκώσει με τα παγωμένα δόντια του. Ανάβεις ένα τσιγάρο και κλωτσάς κάτι βρώμικα ρούχα που είχαν μαζευτεί στο πάτωμα, μιας και δεν κατάφερες ποτέ να καταλάβεις πως δουλεύει το πλυντήριο –πόσο μάλλον των ανθρώπων- ρούχων. Στο έδειξε ο υδραυλικός, μα το καταραμένο χάλασε μέσα σε ένα μήνα. Γελάς και δακρύζεις ταυτόχρονα αναλογιζόμενος την τραγικότητα της κατάστασης που βρίσκεσαι. Οι άνθρωποι γλεντάνε σήμερα και συ κάθεσαι σε ένα δωμάτιο και γεμίζεις τα πνευμόνια σου με πίσσα ενώ κρυώνεις. Γλεντάνε οι άνθρωποι και στολίζουν δέντρα, σπίτια, πόρτες, σκατά, σκύλους, μαλακίες… μα μόνο την καρδιά τους δεν στολίζουν. Ένα απέραντο τραίνο μηχανικής και μεθοδευμένης δυσλειτουργικής κακίας με στόχο τον σταθμό της αληθινής αγάπης. Και οδηγός δεν είναι το κακό το ίδιο όπως θα ήθελε ένας μαυροφορεμένος αρχηγός με ένα σταυρό, αλλά χιλιάδες άρρωστοι άνθρωποι που κοιτάνε το έξω και διαγράφουν το μέσα.

Σβήνει το τσιγάρο.. και βγάζεις άλλο ένα..

Δεν ανάβει γιατί χάλασε ο αναπτήρας και το πετάς στο πάτωμα. Τελικά ο άσχημος κόσμος δεν υπάρχει στα όνειρα, εκεί είναι όλα όμορφα… Κοιτάς το χιόνι με παράπονο και του μιλάς σαν να ήταν φίλος σου.

‘’Μην προσπαθείς να καλύψεις την ασχήμια βλάκα, σε καθαρίζουν’’

Σηκώνεσαι από την καρέκλα που είχε γίνει το κρεβάτι σου εδώ και δύο μέρες καθώς κοιμόσουν πάνω στο γραφείο σου και βαριανασαίνεις.

Τι τσιγάρο, τι πόλη… το ίδιο πράγμα είναι.

‘’Μαλακίες…’’ ψιθυρίζεις

Το κρύο σε έχει κάνει να τρέμεις… ζαλίζεσαι λιγάκι.

Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου… το τηλέφωνο χτυπάει και το σηκώνεις με όση δύναμη έχεις…

‘’ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΡΙΕ’’ φωνάζει ενοχλητικά ένας τύπος από το τηλέφωνο.

Και με όση δύναμη σου έχει μείνει, του απαντάς ψύχραιμα…

‘’Τράβα γαμήσου’’

Τα μάτια σου κλείνουν….και..ξεψυχάς..

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΕΣ ΑΥΤΟΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΟΜΟΡΦΑ. Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΤΙΚΗ. ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΠΡΙΝ ΣΑΣ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ.

ΤΙ?

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ..

Σημείωμα απο τον συγγραφέα: Γειά σας, δεν νομίζω οτι έχω ξαναγράψει τόσο πεζά σε αυτό το blog. Μα θα ήθελα να εκμεταλεύτώ αυτό το μικρό απόθεμα πνευματικής ενέργειας που συνεχίζει να εκπέμπει αυτο το blog για να δηλώσω κάποια λόγια της στιγμής που θέλουν να βγουν με άμεσο τρόπο απ'την καρδιά και το μυαλό μου.

Άραγε, πόσοι απο σας συνεχίζετε να πιστεύετε στην αγάπη και στην καλοσύνη? Πόσοι απο σας πραγματικά είστε μέσα στο νόημα των Χριστουγέννων (το νόημα που εσείς θέλετε και λέτε οτι υπάρχει, γιατι εγω τουλάχιστον δεν πιστεύω)? Μην συνεχίζετε να είστε μόνοι σας στον κόσμο σας, γιατι η ψύχρα σας, μας κάνει και μας κρύους.

Αγαπήστε, νιώστε, φιλήστε, ζήστε......

Εγω τουλάχιστον σας αγαπώ...ακόμη και σας που δεν με συμπαθείτε.

Ο νικητής στο τέλος δεν θα είναι ουτε ελιτιστής, ούτε λόγιος. Μα

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Καλή Χρονιά...

Τελευταία λόγια για το 2006......

και αναχωρούμε για άλλες ποιητικές εξάρσεις..


Sunday, December 24, 2006

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 2




Και σιγά σιγά… όνειρο αρχίζει στην σαραβαλιασμένη τηλεόραση του μυαλού σου.

Ψίθυροι ακούγονται στο μυαλό σου, ήχοι βροχής και λάσπης που αναταράσσεται ρυθμικά από τους ήχους βροχής που πέφτει σαν να βομβαρδίζει το τοπίο που βλέπεις συχνά στα όνειρα σου, και το αγαπάς τόσο πολύ. Περπατάς αργά, η βροχή πέφτοντας, πέφτει μέσα στο στόμα σου και γεύεσαι την γεύση του ουρανού, που με τόσο κόπο ήθελες να αγγίξεις μα δεν μπορούσες…

Ομιλίες πουλιών ακούγονται, φωνές σαλεμένων ζώων… μια φασαρία που δεν είναι συνηθισμένη. Ένας αέναος κυκεώνας αναρίθμητων όμορφων μικρών θεοτήτων της απέραντης ομορφιάς της ουσιαστικότητας της ψυχής σου. Και ένα μικρό λουλούδι πασχίζει να μεγαλώσει ανάμεσα σε κάτι αγριόχορτα, σαν ένα μικρό παιδί που προσπαθεί να καταστρέψει την ασχήμια γύρω του, ζωγραφίζοντας αυτό που θέλει και μπορεί… την ασταμάτητη ομορφιά της σκέψης μας. Μήπως θες να το αγγίξεις? Μήπως η ψυχή σου λαχταρά υπερβολικά πολύ να δει κάποιο χρώμα? Είναι γκρίζα η όραση σου, έπαθε βλάβη ή μήπως κόλλησε σε απαρχαιωμένα πρότυπα μιας μηχανής αποχαύνωσης της μάζας…. Τα γρανάζια του αμφιβληστροειδή σου χρειάζονται λάδωμα για να πετάξουν τους απαραίτητους βρυχηθμούς που χρειάζονται για να μιλήσεις στην εσωτερική σου –μηχανοποιημένη πια- συσκευασία κρυσταλλωμένης ψυχής.

Και το λουλούδι περνάει από όλες τις εποχές του χρόνου, ζει για πάντα στον δικό του κόσμο.. εκεί οπού τα όνειρα δεν είναι απλά φαντασία, είναι πραγματικότητα.. εκεί που το μέτριο αγγίζει το τέλειο και συνέρχονται σε μια γενικευμένη και συνολική ύπαρξη και όλα ομορφαίνουν. Σου μιλάω Ονειροναύτη, άκουσε με… .άσε τις σταγόνες να πέσουν πάνω στα μουδιασμένα χέρια σου. Αψήφησε τις συμβουλές των μαύρων αρχηγών που σε προτρέπουν να λατρεύεις το τίποτα και το χάος… Και τραγουδάς Ονειροναύτη, τραγουδάς.. τον σκοπό που άκουσες μια μέρα κάπου.. ασυνείδητα.. και σου κόλλησε στο μυαλό όπως κολλάει η τσίχλα στο παπούτσι ενός μοναχικού περπατητή σε ένα άλλο δάσος.. πιο βρώμικο. Και το τραγούδι, γίνεται λατρεία και βγαίνει ασταμάτητα μέσα από την ψυχή σου… και ακούγεται στα πέρατα του δάσους… σαν να ήταν βρυχηθμός κεραυνού… Αχ.. Ονειροναύτη που να ήξερες πόσοι σε ακούνε..

Μια μικρή νεράιδα ξεπροβάλλει πίσω από ένα μικρούλι κορμό δέντρου, και σε κοιτάει περίεργα. Είναι πολύ όμορφη, τα μεγάλα γαλάζια μάτια της κάνουν αντίθεση με το πυκνό, ξανθό μαλλί της που της καλύπτει το γυμνό στήθος της που είναι ανέγγιχτο από τα κακά του κόσμου. Σου λέει πράγματα που δεν τα έχεις ακούσει ποτέ σου, διδαχές μιας άλλης εποχής όπου τα πράγματα ήταν σαν παπαρούνα μέσα σε πέτρα….

‘’Αγάπη μου, μην δακρύζεις ωσάν φοβάσαι στα απαρχαιωμένα τούτα μηχανικά κουτιά που μοιάζουνε με κάστρα… μην δακρύζεις όταν ακούγονται οι στοιχειωμένες κραυγές αυτών των κάρων δίχως άλογα που θερίζουνε τις ψυχές της αηδιαστικής συννεφιάς…. Μην δακρύζεις… Σε αγαπάω!’’

Και συ Ονειροναύτη, θυμήσου το ταξίδι σου στα πέρατα του κόσμου… και συ Ονειροναύτη……………..

ΠΕΤΑΞΕ ΜΑΚΡΙΑ!
Προς το άσχημο τούτο μέρος…


Friday, December 22, 2006

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 1



Κεφάλαιο 1.
Κοιμισμένος , κάτω από το φως μια χαλασμένης λάμπας που τρεμοπαίζει αργά..
Τα τσιγάρα λιάζονται στα ραγισμένα τασάκια σαν τουρίστες ενός ξένου τοπίου μιας φαντασίας που κοντεύει να λυγίσει απ’το βάρος της συνείδησης μας. Και το χέρι σου στριμωγμένο ανάμεσα στα χιλιάδες μουτζουρωμένα χαρτιά, που κι αυτά με την σειρά τους μοιάζουν με σημάδια μιας άλλης εποχής που αποτυπώθηκε βίαια και βεβιασμένα πάνω στα ψεύτικα και μολυσμένα μυαλά διαφόρων λογίων.
Τα μάτια σου, έχουν κλείσει την πόρτα προς το ψεύτικο και το ωμό... αναλογίζεσαι τα λόγια των αρχαίων περί των αισθήσεων. Μια μουσική ακούγεται σιγανά καθώς σκίζει το τρομαχτικό πέπλο της –όχι και τόσο- αέναης σιωπής.
Κλείνουν τα φώτα και εκπέμπεις μια γοητεία απέραντη κατευθείαν απ’το μυαλό σου.
Τα όνειρα σου...
Όμορφα όνειρα
Επαναστατικές σκέψεις
Σπασμένες Πένες
Ρομαντικές φωτιές
Και η μουσική κλείνει......
Και το γραμμόφωνο αρχίζει να παίζει έναν περίεργο δίσκο βινυλίου...
‘’Ταξιδεύω στα όνειρα μου αλλά ταυτόχρονα έχω την άγκυρα στον κανονικό κόσμο...’’
ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΗΣ!...

Tuesday, December 19, 2006

Σκοτεινή πόλη..


Το σκοτάδι έμπαινε σιγά σιγά στα σιωπηλά σοκάκια της πόλης σαν αρπακτικό που κυνηγάει το θήραμα του..

Όλα σκοτείνιασαν μετά από λίγη ώρα και τίποτα δεν χάλαγε την απέραντη ηρεμία που είχε εξαπλωθεί στην πόλη, εκτός από ένα φωτεινό παράθυρο σε ένα απ’τα ψηλά κτίρια που είχαν κτιστεί πρόχειρα. Οι μαυρισμένες προσόψεις των κτιρίων από τους καπνούς του κάρβουνου που έκαιγαν κάθε μέρα τα τζάκια της πόλης, τα έκαναν να μοιάζουν με αδηφάγα θεριά που δεσπόζουν επιβλητικά πάνω απ’την πόλη την σιωπηλή τούτη ώρα.

Αν κάποιος κοίταγε μέσα από το φωτισμένο αυτό παράθυρο, θα έβλεπε μια σιλουέτα ενός –αρκετά γυμνασμένου- τύπου που περπατούσε πέρα δώθε. Φαινόντουσαν και οι καπνοί από τα χιλιάδες τσιγάρα που κατανάλωνε σαν να είναι καραμέλες. Έβηχε, ακουγόταν μέχρι τον δρόμο η απόγνωση του για αέρα και όλοι ήξεραν πως κάποια στιγμή θα τα φτύσει και θα τον φάει ο καπνός, που με τόση λαιμαργία κάπνιζε. Τον είχε κάνει αναγκαίο εφόδιο για να επιβιώσει. Θα έλεγε κανείς ότι το φαγητό δεν ήταν και τόσο σημαντικό γι’αυτον τον τυπάκο, ότι με κάποιο παράξενο τρόπο, η νικοτίνη, η πίσσα και τα χιλιάδες άλλα δηλητήρια που κατέβαζε καθημερινά ήταν η τροφή του. Άλλωστε, δεν του απέμενε και πολύς χρόνος ζωής, ήταν δεν ήταν 60 χρονών άνθρωπος, είχε χορτάσει την ζωή, και του είχε μείνει αυτό το σαραβαλιασμένο σπιτάκι που είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Το είχε φτιάξει σύμφωνα με τα δικά του γούστα, είχε κρεμάσει κιόλας και μια φωτογραφία του Αλ Καπόνε στον τοίχο, το είδωλο του... φαίνεται ότι θα ονειρευόταν τα βράδια να γίνει κάποτε ένας αυθεντικός γκάνγκστερ του υποκόσμου.

Τον ξέρανε στους δρόμους, ήταν ο φαντασμένος γεράκος με τις παράξενες ιστορίες, που τις ακούγανε τα μικρά παιδιά πριν τα απομακρύνουν οι μανάδες τους. Δεν τους άρεσε φαντάζομαι να συναναστρέφονται με έναν παράξενο γέρο που μύριζε καπνό και βρωμιά. Δεν πλενόταν συχνά, που να βρει τρόπο άλλωστε.. του είχαν κόψει και το νερό, βλάβη το αποκάλεσαν, αλλά μάλλον δεν έβρισκαν τρόπο να του το πούνε. Λες και ο γεροντάκος θα νοιαζόταν για το νερό. Δεν νομίζω ότι ακόμα και όταν είχε νερό έκανε συχνά μπάνιο, τον ακούγανε να διαβάζει φωναχτά συνέχεια αυτά τα διάφορα σκονισμένα βιβλία που είχε μαζέψει με τόσο κόπο στα σαθρά ράφια της ξύλινης βιβλιοθήκης του. Αλλόκοτες ήταν οι κραυγές του, ο κόσμος ήταν ενοχλημένος και αρκετές φορές φώναζε και την αστυνομία. Βλέπεις, διέκοπτε τον ύπνο τους φωνάζοντας. Αναγκάστηκε λοιπόν η αστυνομία να του πάρει τα βιβλία, σκεπτόμενη ότι έτσι θα σταματήσει τις φωνές. Ο γεροντάκος δεν σταμάτησε όμως να ζει και να προσπαθεί να επιβιώσει. Τον είχαν δει πολλές φορές να γυρνάει κάτω από την γκρεμισμένη γέφυρα στο κέντρο της πόλης τα βράδια με το ξεσκισμένο και το ουκ ολίγες φορές μπαλωμένο του σακάκι. Μουρμουρούσε διάφορα μπερδεμένα λόγια και καμιά φορά καθόταν σε ένα απ’τα πολλά παγκάκια του πάρκου και κάπνιζε μετά μανίας τα τσιγάρα του. Του τα έδινε ο ψιλικατζής της γειτονίας του –δωρεάν- γιατί μάλλον ο γέρος θα είχε κάποια κρυμμένη περιουσία και θα του την έγραφε όταν πέθαινε. Τι ειρωνία, βοηθά τον γέρο να πεθάνει κάνοντας του ταυτόχρονα και καλό. ‘’Κουτέ γέρο’’ ψέλλιζε καμιά φορά ο ψιλικατζής κάθε φορά που ο γέρος του ζήταγε τσιγάρα. Δεν ήταν τυχαία τσιγάρα άλλωστε, γαλλικά τσιγάρα, φραντσέζικα, τα έφερναν με εισαγωγή και τα πουλούσαν σε φαντασμένους πλουσίους και διάφορες πόρνες που τύχαινε να είχαν πληρωθεί καλά από κάποιον άσχημο ή μοναχικό ευκατάστατο νεαρό. Τι όμορφα που ήταν, ‘’κρυμμένα’’ καλά μέσα σε μια καλοδουλεμένη χρυσή κασετίνα περίμεναν τον επίδοξο καπνιστή να τα βάλει στο στόμα του και γρήγορα γρήγορα να βγάλει τον αναπτήρα και να ανάψει, να τα κάψει, να τα θυσιάσει στον βωμό της απόλαυσης. Βρωμούσαν λιγάκι σύμφωνα με τον ψιλικατζή αλλά εφόσον τα έπαιρνε ο γέρος και διάφοροι άλλοι πλούσιοι, λογαριασμό δεν έδινε.

Στα παγκάκια του πάρκου λοιπόν, την έβγαζε την νύχτα και την μέρα καμιά φορά ο γέρος μας. Εκεί κοίταζε τον κόσμο γύρω του, και περιεργαζόταν με πάθος και με πόθο την φύση γύρω του, λες και ήταν η απόλυτη ηδονή για αυτόν το να παρατηρεί με κάθε λεπτομέρεια την ένταση του οργασμού της φύσης που εκδηλωνόταν γύρω του με εκρηκτική μανία. Τα γέρικα, κουρασμένα μάτια του δεν τον εμπόδιζαν απ’το να παρατηρεί τα μεγάλα και χρωματιστά λουλούδια, τα παιδιά που παίζανε στον κήπο των λουσάτων σπιτιών και στο πάρκο, τα ζευγαράκια που σαλιαρίζανε αμέριμνα όντας ερωτευμένα, τα αυτοκίνητα που περνούσαν με ταχύτητα τότε στους δρόμους. Τα πρώτα μοντέλα της ‘’Φιατ’’ ήταν αυτά πιστεύω, μοντέλα της δεκαετίας του 30 και κάτι. Έβγαζαν παράξενους ήχους και ο γεράκος έγραφε γι’αυτα πάντοτε στα γραπτά του.. ήταν εντυπωσιασμένος μα συνάμα και λυπημένος που δεν μπορούσε να αποκτήσει κι αυτός ένα από αυτά τα περίεργα μηχανολογήματα που έβγαζαν αυτούς τους περίεργους ήχους. Οι ήχοι των εντυπωσίαζαν, ήταν σαν παράδεισος για αυτόν, τον έκαναν να νιώθει τόσο ζωντανός, τόσο ισχυρός.. ένιωθε πως ο ήχος για αυτόν, είναι σαν τον θησαυρό για τους πειρατές...ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ. Η μοίρα του κόσμου ήταν στα χέρια του.

Καμιά φορά δεν κοιμόταν για μέρες, απλά για να ακούει τους ήχους της νύχτας καθώς ήταν ξαπλωμένος στο γέρικο κρεβάτι του που έτριζε.

Ακόμα και οι φωνές των γειτόνων του, ήταν φοβερές και πηγές έμπνευσης για αυτόν. Αρεσκόταν στο να κρυφακούει, σαν παλαιός κουτσομπόλης θα έλεγε κάποιος.. μα όχι.. δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το περιεχόμενο των συζητήσεων παρά μόνο για το πως εκφράζονται, για τον ήχο της φωνής τους, την μανία της σκέψης τους που εκφραζόταν βίαια πάνω στα ‘’κανόνια’’ των φωνητικών τους χορδών.

Αλλά και πάλι, καμιά φορά έκλεινε τα αυτιά του με το μαξιλάρι, μη μπορώντας να ακούσει άλλο τις συζητήσεις των άλλων.

‘’Μπούρδες!’’ φώναζε θυμωμένος... οι συνεχόμενες επαναλήψεις των ίδιων πραγμάτων πραγματοποιούσαν έναν συνεχόμενο ηχητικό βιασμό στα ευαίσθητα αυτιά του. Είχε μεγαλώσει με το να ακούει τους ήχους των πουλιών και τους δίσκους βινυλίου που είχε στοιβαγμένους κάτω από πολλά χαρτιά που είχε γράψει –μουντζούρες ήταν τα περισσότερα- διάφορα πράγματα. Πως να αντέξει το αυτί του αυτές τις μονότονες και βάρβαρες μα και βόρβορες εκφράσεις του ανθρώπου ενώ είχε καλομάθει στην ηρεμία της κλασσικής μουσικής των μεγάλων κλασσικών συνθετών? Ώρες ώρες αναρωτιόταν και ο ίδιος αν ήταν τρελός.. μα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μάλλον οι άλλοι θα ήταν τρελοί. ‘’Ποίος ηλίθιος θα φώναζε έτσι συνέχεια?’’ σκεφτόταν καθημερινά. Φταίει μάλλον η χαζομάρα του ανθρώπου.

Για να αντιμετωπίσει λοιπόν αυτή την συνεχόμενη βαβούρα που τον ενοχλούσε, αποφάσισε να πηγαίνει βόλτες στο παλιό εργοστάσιο καπνού που δούλευε παλιά. Θα σταμάταγε κατά κάποιο τρόπο τις φωνές αυτές, έστω κι αν αυτό σήμαινε να φύγει για λίγο απο το σπίτι του.

Έφτασε όπως μπορούσε και με όση ταχύτητα του επέτρεπε λοιπόν στο παλιό εργοστάσιο.

Το κοίταξε καλά καλά.. και γέλασε με έναν περίεργο τρόπο. Φαινόταν σαν να περιφρονούσε το παρελθόν του, σαν να ειρωνευόταν τον ίδιο του τον εαυτό. Πήγε κοντά στα μαυρισμένα πλέον τούβλα του κτιρίου και τα άγγιξε με την απαλότητα των χεριών του.. ήταν καλυμμένα με ένα κολλώδες στρώμα πίσσας που το έκανε να μοιάζει αηδιαστικό. Κι όμως ο γεράκος, το κράτησε στα χέρια του και αναστέναξε λυπημένα.

Έβγαλε ένα τσιγάρο και άρχισε να καπνίζει με μεγάλη ηρεμία.......

Κοίταξε τον ουρανό.... και φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω.. φαινόταν σαν να έγραφε τον επικήδειο του εργοστασίου. Τον στήριξε στα νεανικά του χρόνια, ήταν ώρα να το στηρίξει κι αυτός..

‘’Μην κλαίς!’’ είπε ο γεράκος απευθυνόμενος στο εργοστάσιο...

Κάποιοι περαστικοί τον κοίταζαν περίεργα και γελώντας έλεγαν πως αποτρελάθηκε ο κωλόγερος. Κι όμως, αυτός συνέχιζε να κοιτάει το εργοστάσιο και χαμογέλαγε..

Μάλλον αυτό έψαχνε.. ήθελε να το αποχαιρετήσει. Αυτό που τον στήριξε στα νεανικά του χρόνια, αυτό που έστελνε τον πόνο του και την σκληρή εργασία του, έξω.. στον παράδεισο, παραντάις.... όπως έλεγε και ο εγγλέζος σύντροφος του όταν δούλευε.

Σιγά σιγά λοιπόν γύρισε σπίτι του... και έπεσε στο κρεβατάκι του να κοιμηθεί.

Αυτό που παραξένεψε πολλούς ήταν πως κατά την επιστροφή του στο σπίτι του, χαιρετούσε και αγκάλιαζε οποιονδήποτε έβλεπε στο δρόμο, πράγμα περίεργο καθώς όλοι τον είχαν μάθει σαν τον κατσούφη γέρο της γειτονιάς που ήταν συνέχεια εχθρικός..

Έπεσε λοιπόν.. να κοιμηθεί. Πέρασαν λοιπόν μέρες... και κανένας δεν είδε τον γεράκο. Υπέθεσαν πως θα διάβαζε πάλι, πως θα κοίταγε ίσως πάλι τις φωτογραφίες του παππού του ή ίσως αυτής της νεαρής της αγγλίδας, της μορφονιάς.. που την αποκαλούσε ‘’μαντάμ’’...

Μα οχι..

Ανέβηκε λοιπόν μια μέρα ένας απο τους γείτονες του και βρήκε την πόρτα του σπιτιού του γεράκου ανοιχτή.

Και ο γεράκος ήταν εκεί.. ξαπλωμένος στο κρεβάτι, νεκρός μα με ένα θαυμάσιο και πανέμορφο χαμόγελο στο πρόσωπο του...

Είχε πάει στον θεό τελικά... έπεσε η ηλιαχτίδα στο πρόσωπο του.. έφυγε και ο τελευταίος του προλεταριάτου.


Wednesday, December 13, 2006

Δεν κλαίω..



Δεν με ενδιαφέρουν οι φωνές σας, βρίσκομαι μονάχος ανάμεσα στην μανία μου και στις σκέψεις μου. Μουτζουρώνω το θρανίο με λέξεις, με φωνές που θέλουν να βγουν μα δεν τολμάνε. Το χέρι μου κινείται σαν τρελό, δεν ελέγχεται από την λογική, δεν υπάρχει τέλος, δεν υπάρχει αρχή. Φωνάζει ο άρχοντας που διατάζει το τέλος του χρόνου. Κουδουνίζει. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι αργά προς την πόρτα και κλείνω τα μάτια μου για να ελαφρύνω λίγο τον πόνο και την αίσθηση πνιγμού που αισθάνομαι.

‘’Έχεις κάτι?’’ ακούγεται από δίπλα μου....

‘’Όχι, απλά είμαι κουρασμένος’’ απαντάω νωχελικά...

Και ύστερα κοιτάω το χέρι μου.. μουτζουρωμένο κι αυτό με χαρακιές της στιγμής. Χαζομάρες, σκέψεις, αποτυπώματα συναισθημάτων που ασέλγησαν πάνω στην λαβωμένη ψυχή μου.

Κατευθύνομαι κουρασμένος προς το σπίτι μου και κοιτάω συνέχεια το πεζοδρόμιο. Δεν νιώθω τίποτα... νιώθω ότι κλείνουν τα φώτα της αφύπνισης του εγκεφάλου μου και σκέφτομαι όλα αυτά που συνέβησαν και το τι πρόκειται να έρθει. Θα περίμενε κανείς ότι θα έπρεπε να τα αντιμετωπίσω με γενναιότητα. Κι όμως, περισσεύει η γενναιότητα, μα δεν την ρώτησε κανείς αν έχει ώρα για κάποιους που ξεχάστηκαν σε αποκλεισμένα δωμάτια ενός ρημαγμένου και σαπισμένου ξενοδοχείου ιδεών. Δεν κοιτάω πάνω. Δεν κοιτάω τον ουρανό.

Σε ξέχασα Ουρανέ... συγγνώμη.

Σε ξέχασα Όνειρο μου.. συγγνώμη

Σε ξέχασα ... μυστικό μου... συγγνώμη

Ανοίγει η πόρτα και είναι όλα τα ίδια, λες και παρακολουθώ σειρά σε επανάληψη στην τηλεόραση. Δεν λειτουργεί το καταραμένο τηλεχειριστήριο. Τελείωσαν οι μπαταρίες του και δεν το ελέγχω. Είναι σπασμένο στο πάτωμα και το κοιτάει ο κόσμος.

Α ρε κόσμε, τι έπαθες... παρακολουθείς την ζωή αντί να την ελέγχεις. Και όταν πας να αλλάξεις την ροή, κάτι κλείνει και σου φωνάζει μέσα στο κεφάλι λέξεις μαρτυρικές και πέφτεις κάτω.

Νιώθω κουρασμένος... όλο μου το σώμα πονάει, και τα μάτια μου κλείνουν. Γιατί είμαι συνέχεια κουρασμένος, γιατί χρειάζομαι συνέχεια ύπνο? Ίσως να φταίει το αίσθημα που νιώθω όταν ξυπνάω..

Δεν υπάρχει αίσθημα. Ξυπνάω με πονοκέφαλο και ζαλάδα. Πίνω λίγο νερό να καθαρίσει το μυαλό μου. Μπούρδες. Πονάω πιο πολυ.

Λέξεις, λέξεις, Λέξεις.... ΠΟΛΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ... ΧΑΟΣ

Ίσως να έπρεπε να τις βλέπω μηχανικά. Θα ήταν λυτρωτικό να είχα φωτιά. Δεν είμαι βάρβαρος.

Τελείωσα.

Τι κάνω τώρα, σκέφτομαι μέσα μου...

Να ξαπλώσω και να κοιτάω το ταβάνι... όχι. Βαρετό.

Γυρνάω γύρω γύρω.. σταματάω στον καθρέφτη.

Πως έγινες έτσι Νάσο? ..... πως σε κατάντησαν έτσι?

Βουρκώνουν τα μάτια μου... φιμώνω το στόμα μου, δεν θέλω να ακούσουν τους λυγμούς..

Και η φωνή που είχε σβήσει.. φωνάζει

‘’Ώστε κλαίς πάλι.... ξαναγύρισες σε μένα?’’

Οχι...

‘’Δεν κλαίω.. ΔΑΚΡΥΖΩ’’

Δεν έχω πια το κουράγιο να κλάψω..

Να γράψω..

Μπουρδέλο με κάνανε

Tuesday, December 05, 2006

Μονότονο φαντάζει το φεγγάρι (secrets included)



Μονότονο φαντάζει το φεγγάρι

Οι σκιές μόνο μαρτυράνε το απαλό θρόισμα των φύλλων που πέφτουν το φθινόπωρο. Ερήμωσαν οι δρόμοι, μόνο το απαλό φως της νύχτας τους αγγίζει και φωτίζει μια μικρή κουβερτούλα με έναν άστεγο που κοιτάει το φεγγάρι. Τα μάτια του αστράφτουν σαν χρυσάφι.

Όνειρα…

Είναι η θλίψη συντροφιά παντοτινή μεσα στο χρόνο

αυτή που μου προσφέρει για παρέα πάντοτε τον πόνο

μέσα στο σκοτάδι, μόνος δίχως ενοχές, δίχως ψυχή

και κάθως γράφω, εκφράζω της καρδιάς την ιαχή

κοιτάω εξω απ'το παράθυρο και βλέπω σταλες βροχής

στεναχωρήθηκε και ο ουρανός, και σπάει τα κομμάτια της ζωής

φοράω μάσκα και σου κρύβω τι αισθάνομαι οταν μιλάω΄

δεν θέλω ποτέ να δείξω τι νιώθω οταν πονάω

λουλούδι μαραμένο, μέσα στην βροχή αφημένο

Τα μάτια μου σαν χρυσάφι.

Ελπίζω να βλέπεις και συ το φεγγάρι………..αν και αμφιβάλλω.

Το τηλέφωνο σωπαίνει

Μονότονο φαντάζει το φεγγάρι…

Μονότονο φαντάζει….

Όταν είσαι νεκρός…..


κοίτα με στα μάτια σε παρακαλώ.....(μου λείπεις)
(τα πράγματα δεν είναι ποτε έτσι όπως είναι...δοκίμασε...και θα ανταμειφθείς...)...μυστικά κρυμμένα

Sunday, December 03, 2006

Και έφυγαν χιλιάδες πεταλούδες....


Ένα γράμμα ενός ανθρώπου στην αγάπη του.

Ήταν αν θυμάμαι καλά... βράδυ Κυριακής, περασμένα μεσάνυχτα, κόντευε να ξημερώσει και κράταγα σφιχτά το χέρι σου κάτω από το επιβλητικό φεγγάρι αυτής της άγριας νύχτας. Κοίταγα μέσα στα μάτια σου, κοίταζα το χάος της αγάπης που επικρατεί μέσα τους. Αυτό αγάπησα.

Συνεσταλμένος ήμουν, μπερδεμένη ήσουν... Ανθρώπινη βοήθεια θέλαμε και οι δυο.

Και εκεί που καθόμασταν, εκεί πάνω στα βότσαλα εκείνης της παραλίας... μου είπες ότι δεν θες ποτέ να φύγω από κοντά σου, ποτέ να μην σε αφήσω. Και έτρεξε ένα δάκρυ από το μάτι μου, όχι γιατί δεν ήθελα να το κάνω αλλά γιατί δεν χρειαζόταν να μου το πεις για να το κάνω. Και το σκούπισα, δεν ήθελα να το δεις.

Με ρώτησες τι συμβαίνει. ‘’Τίποτα, τίποτα’’ απάντησα με μια δήθεν άνεση.

Σηκωθήκαμε και σε πήγα σπίτι σου, σε άφησα μπροστά στην πόρτα. Σε φίλησα.

Πήγα μόνος σπίτι και ξάπλωσα στο γέρικο κρεβάτι μου που έτριζε παραπονεμένα κάθε βράδυ.

Δεν έτριζε εκείνο το βράδυ. Παράξενο.

Άξαφνα ακούστηκαν χτύποι από την πόρτα. Ποιος να είναι τέτοια ώρα? Σηκώθηκα αργά και νωχελικά για να ανοίξω την πόρτα. Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα...

Και ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τρεις σφαίρες στην καρδιά. Έπεσα νεκρός μπροστά στην πόρτα. Ένας άνθρωπος με μια κουκούλα μπήκε μέσα στο σπίτι. Κάθισε με τα γόνατα του, δίπλα στο άψυχο μου σώμα και χάιδεψε τα μαλλιά μου. Με το άλλο το χέρι... σιγά σιγά κατέβασε την κουκούλα του και αποκαλύφθηκε το πρόσωπο του..

Ήσουν εσύ... ο φονιάς μου.

Άρχισες να κλαις όσο πιο δυνατά μπορούσες... οι λυγμοί σου ακούγονταν σε όλο το σπίτι. Τα δάκρυα σου έπεφταν πάνω στο πρόσωπο μου και μου έκαιγαν την ύπαρξη....

Κοίταξες προς τα πάνω και ψιθύρισες...

‘’Από εμένα προς εσένα και πάλι σε μένα...μαζί’’

σήκωσες το πιστόλι και αυτοκτόνησες.

Το άψυχο σώμα σου έπεσε δίπλα στο δικό μου... η παλάμη σου καθώς έπεφτε προσγειώθηκε πάνω στην δική μου.

Ξημέρωνε.. ανοιχτό παράθυρο..... φως..

Μια πεταλούδα πέταξε...και την ακολούθησε ένας φύλακας άγγελος


(Σημείωση του συγγραφέα: Οποιαδήποτε ομοιότητα υπάρχει με υπαρκτά πρόσωπα ή καταστάσεις, είναι επίτηδες συμπτωματική. Ίσως καταλάβεις)

Παραλήρημα ενος κουρασμένου....ανθρώπου


Ξημερώματα…

Τα μάτια μου τσούζουν, και ένα φως φωτίζει το σκοτεινό μου δωμάτιο.

Κοιτάω γύρω μα δεν είσαι εκεί… ήσουν ποτέ? Ήσουν εκεί όταν σε φώναξα πραγματικά? Όταν φώναξα το όνομα σου με λυγμούς? Όταν ήθελα να σου κρατάω το χέρι εκείνο το βράδυ, μα το μόνο που κράτησα, ήταν ένα κομμάτι μιζέριας ακόμα?

Ήσουν εκεί… Μα όχι κανονικά. Μια ψευδαίσθηση συναισθημάτων και ιδεών μπερδεμένη μέσα σε απομεινάρια μέθης από κατεβατά ποτού. Στο λέω, αλήθεια.. δεν έχω πιει για αρκετό καιρό, δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Δεν το κάνω για σένα, το κάνω για μένα. Κι όμως το αποζητάω, το αποζητάω γιατί μου θυμίζει στιγμές δικές σου. Στιγμές που κλείστηκαν σε σκοτεινά μπουντρούμια με τη βία για να μην τις θυμόμαστε και ‘’πικραινόμαστε’’ όπως μου είπες μια μέρα.

Μα τι λέω, παραληρώ.. χίλιες λέξεις.. χίλια πράγματα. Μια αγάπη που σημαίνει ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΝΟΗΜΑΤΑ, ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ…..

Σ’ΑΓΑΠΩ