Monday, December 28, 2009

Χριστουγενιάτικο ημερολόγιο ενος σχιζοφρενή


28/12/09


Η σιωπή της θύμιζε χαμόγελο απ’τα λίγα. Αυτά που μόλις τα βλέπεις θαρρείς πως σε κάτι φταίς, πως κάτι θα χεις κάνει και δεν σου χαμογελάνε με όλη τους την καρδιά. Δεν πίστεψα ποτέ σε κάτι παραπάνω απο αυτά που πίστεψα πως θα μπορούσα να έχω. Σε όλα αυτά που πίστεψα, πάντα σταματούσα εκεί που έπρεπε. Και ανταμείφθηκα με αυτό ενα ακανόνιστο και κρύο χαμόγελο. Μια σιωπή. Δεν είναι και κάτι τόσο αχάριστο. Θα ήθελα να πω χιλιάδες πράγματα, να την κοιτάξω στα μάτια, να πιστέψω όσα έχει να μου πεί, να της πω χιλιάδες σ’αγαπώ, να το παίξουμε ευτυχισμένο ζευγάρι, να ονειρευτούμε για όλα όσα θα έρθουν, αλλά χωρίς αυτά εγω δεν έχω με κάτι να παίξω. Κι ας είναι κατακριτέο. Προσπάθησα  να βρω χιλιάδες δικαιολογιές για όλα όσα μου έκανε, να βρώ αυτή τη μικρή λεπτομέρεια για τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, να πω στον εαυτό μου, όχι λάθος, να τον πείσω οτι δεν φταίει αυτός για ό,τι εγινε. Δεν μπορούσα να μην την βλέπω νεκρή στο πάτωμα όμως. Αυτό δεν άλλαζε με τίποτα. Όσες συγνώμες και αν ξεστόμιζα, το άψυχο της κορμί θα συνέχιζε να παγώνει στα χέρια μου. Ψυχρό και ανέκφραστο. Πως κατάφερα να μεταφράσω την ψυχρότητα της σε χαμόγελο ενας θεός ξέρει. Ίσως γιατι όταν πραγματικά χαμογελούσε, ήξερα πως βαθιά μέσα της δεν το ήθελε στ’αλήθεια. Ίσως και να ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Τώρα δεν μιλάει. Δεν ξέρω. Δεν θα έπρεπε να κλαίω? Να τραβάω τα μαλλιά μου, να μείνω μόνος, να ψάξω για δικαιολογίες, να πω συγνώμη, να κλάψω, να δακρύσω. Έστω ενα απ’αυτα. Να γίνω πρότυπο μετάνοιας, να σκεφτώ όλα τα χαρούμενα. Κι όμως. Το πως με κοιτάει. Το πως με άγγιζε. Αυτά δεν αλλάζουν.

29/12/09


Και τώρα τι?
Να το παίξω χαρούμενος? Να κλείσω τα μάτια μου και να φανταστώ πως την παίρνω αγκαλιά? Ειλικρινά δεν ξέρω. Τους περασμένους μήνες οι αγκαλιές φάνταζαν με παγοκολώνες. Με αυτές τις κρυόκωλες στιγμές με την γκόμενα σου που πραγματικά δεν ξέρετε γιατι ήσαστε μαζί αλλα απλά το κάνετε απο συνήθεια. Δεν μου χε πει κανένας πως με μια σφαίρα θα την αγαπούσα. Οχι εντάξει. Δεν την αγαπαω.  Την λατρεύω. Οχι, ουτε αυτό. Μάλλον είμαι θολωμένος. Ναι, ναι. Αν το επικαλεστώ στο δικαστήριο θα πιάσει? Αν πω πως, ναι, ήταν απλά μια ατυχέστατη στιγμή. Ναι. Ήταν έγκλημα πάθους.  Οξύμωρο. Ουτε τις τελευταίες στιγμές δεν της έδειξα και λίγο πάθος.  Λιγάκι. Λιγάκι θα ήταν καλό. Να μην πουν οτι ήμουν και ψυχρός. Νομίζω πως θα πρεπε να καταδικαστώ για έλλειψη πάθους και αγαπής. Τι γραφικό. Ρομαντικό δεν είναι? Αρκετα.
30/12/09
Συνήθως μετά απο τέτοιες στιγμές μιλάμε για θλίψη. Τι κρίμα. Δεν έχω συναισθήματα. Με κοιτάει απο την άκρη του δωματίου. Δεν ξέρω. Μαζί στην ζωή και στο θάνατο. Το ξέρω. Το είπα. Κι όμως. Πριν απο λίγη ώρα χαιδευα το δέρμα της. Παγωμένο. Τα χείλη της σφιχτά και ανέκφραστα. Περίεργο. Περίεργο. Περίεργο.  Δεν ήξερα οτι το βλέμα της θα μπορούσε να γίνει πολυ πιο παγωμένο. Συνήθισα να της μιλάω. Ζωγραφίζω σχέδια πάνω στο νεκρό της σώμα με κραγιόν. Όσα δεν μπορούσα να της πω, τα λεω τώρα. Οχι νερόβραστα ‘’σ’αγαπώ’’. Όχι τέτοια. Ουτε ‘’συγνώμη σε λατρεύω’’.  Απλά σπείρες. Δεν γίνεται όμορφη. Όμορφη ποτέ δεν ήταν. Τι όμορφη που είσαι οταν χαμογελάς, λένε. Τι όμορφη που είσαι οταν μου γελάς, λένε. Δεν ξέρω. Λες και μου τα κανε ποτε αυτά.

31/12/09


Συνήθως όταν κλείνει ο μήνας κάνεις εναν απολογισμό των εξόδων.
Ενα αποτυχημένο δείπνο.
Λουλούδια.
Κραγιόν.
Ενα εξάσφαιρο.
Μια σφαίρα.
Το δώρο μου για μας, μια παρτίδα ρώσικης ρουλέτας.

Το αίμα σκορπισμένο στα χαρτιά.

Δίχως



Tα αστέρια θολώνουν τις νύχτες με τα ουράνια τόξα
Μικρά κουτάκια με αλκοολικές φλέβες
Συσπειρώνονται γύρω απο το κορμί σου
Φτύνεις αίμα, η ζωή σου θυμίζει ακανόνιστα χαμόγελα
Ξυράφια τα αισθήματα
Μηδενικά με κύκλους
Και οι ανάσες δημιουργούν περίεργες ομίχλες
Ο ιδρώτας μόνος του κυκλοφορεί
Σπάει το κράσπεδο του σωματός σου
Σταγόνες
Στα γόνατα μονάχος
Εγω.
Το άγχος.

Sunday, December 06, 2009

Μια σκιά που αναπνέει


Αντίκρισα χιλιάδες παγωμένες παιδικές ψυχές σε αυτή την μοναχική γωνία του σύμπαντος.

Μια αναπνοή ερχόταν απο το βάθος του σπιτιού, και γω μαζεμένος απλά αφουγκραζόμουν το μοναχικό μου σύμπαν, τις λεπτομέρειες στα λουλουδιά της αυλής, στο πως καθρεφτίζεται η σελήνη στα μάτια μου, δεν έψαχνα απλά για επιβεβαίωση, την χρειαζόμουν, την χρειαζόμουν γιατι με έγδερνε η αναπνοή μου, τα χέρια μου που έτριβαν το στοιχειωμένο μου κορμί για να ζεσταθώ, ο ξεραμένος μου λαιμός απ’τα πολλα τσιγάρα.

Αντίκρισα χιλιάδες μάτια που σκίζανε το έρεβος, που γινόντουσαν φλέβες ανοιγμένες.

Σηκώθηκα να δω καλύτερα την σκιά που φλεγόταν σε όλο το δωμάτιο, δεν είναι δυνατόν.

Και η αναπνοή, αγέρωχη, δεν έσβηνε, δεν έπαυε ουτε λεπτό να σκίζει τα σωθικά μου, να αγγίζει κάθε σπιθαμή της καρδιάς μου και γω να ίπταμαι μονάχος, να προσπαθώ να καταλάβω πως γίνεται να μένεις μονάχος ανάμεσα σε ανθρώπους, να κλείνεσαι σε μυστικά σεντούκια και να αντικρίζεις ψεύτικες μορφές, μορφές που στριγλίζουν στο μυαλό σου μέσα, που μοιάζουνε με οπτασίες που μόλις τις αγγίξεις μεταμορφώνονται σε κοφτερά μαχαίρια έτοιμα να σε γονατίσουν.

Μιλούσε μέσα μου αυτή η αναπνοή, μου μίλαγε για όλα αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια, μου μίλαγε για όλες τις γυναίκες που περάσαν απ’την ζωή μου και για όλα τους τα χαρακτηριστικά, πίεζε τις μορφές τους πάνω στο στήθος μου μέχρι να μου κοπεί η αναπνοή, μέχρι να προσπαθώ να αναπνεύσω, μέχρι να καταλάβει οτι πνίγομαι και να μ’αφήσει να αναπνεύσω λίγο πριν ξεψυχήσω. Μου έδειχνε αστέρια να φλέγονται, μου έδειχνε τα ίδια μου τα μάτια να μου λένε ψέματα, τα χέρια τους να με αγγίζουν και γω να παρακαλώ για λίγη ησυχία, για λίγη νηνεμία. Ζωγράφιζε στον τοίχο ιστορίες.

Γονάτισα.

Τυλίχτηκε γύρω μου η σκιά και με σκυμένο το κεφάλι ακολουθούσα.
Για λίγο σήκωσα το βλέμα μου, να δω περίεργες μορφές να απελευθερώνονται απο το σώμα μου. Απο το πνεύμα μου. Και είδα νεραίδες, στοιχειά, πνεύματα και δάκρυα να σκίζουν αυτό που μου χε απομείνει, να σκίζουν τις ανάσες περασμένων χρόνων, πνιγμένων στο αλκοόλ, σβησμένα τσιγάρα σε δρόμους και σε τασάκια.

‘’Δεν είναι αστεία αυτά, σε παρακαλώ’’ ψέλισα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.

Μα η αναπνοή συνέχιζε να μου μιλάει...

Συνέχιζε...

Tuesday, November 17, 2009

Ungrateful to be Alive



Είναι τα λόγια μας δυναμίτες
είναι εκρήξεις μαγνητικού πεδίου στα χέρια μας μέσα
είναι το κλάμα μωρού
που ψάχνει την μητέρα του
είναι η αγωνία σου
όταν κλαίς πάνω στο μαξιλάρι
που αγκιστρώνεσαι
βαριανασαίνεις
φωνάζεις
μπήγεις το στόμα σου
ολοένα και πιο βαθιά
μέσα στο ύφασμα
να πνίγεσαι
ταυτόχρονα να ζητάς κι αέρα
να μπαίνουν σκέψεις στο μυαλό
θολώνει η κρίση σου
μπλεβίζει το κορμί σου
αέρας
αναμνήσεις
κατανόηση πως δεν αλλάζουν τα πράγματα
ασφυξία
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
το κλάμα
ξανά και ξανά και ξανά
μαρτυρικά τραβάς το σεντόνι πάνω απ'το κεφάλι σου
χτυπά η πόρτα
χτυπάνε τα τηλέφωνα
δεν θες να βγείς, δεν θες να αγγίξεις
γη
δεν θες να είσαι εδω
τραβάς το σεντόνι
σφίγεις τις γροθιές σου
σκίζεται το σεντόνι
μια ένταση, είναι δυναμίτες
είναι τα λόγια δυναμίτες
ειναι αυτό που αποκαλώ μπαρούτι στα σπλάχνα σου
ανατινάζεσαι ρε
το ξέρεις, οταν τα όνειρα σου ψάχνεις
σε ερημικά τοπία
οταν βυθίζεσαι σε ουτοπίες
και σε πιάνει η παράνοια
μεταλάσεται το κρεβάτι σε κάτι ανώτερο
το μαξιλάρι γίνεται ο θάνατος


Δεν κλαίω, οχι δεν κλαίω
και δεν φωνάζω
φτύνω αίμα απο τα ουρλιαχτά
γιατι εγω
δεν είμαι
δεν είμαι άνθρωπος απλά
είμαι άνθρωπος μεσα σε ενα κουτί.

Thursday, November 05, 2009

Aνώνυμο


Ειναι το σύμπαν, φλέβα στα μάτια μου
και περιστρέφονται
οι πλανήτες και τ'αστέρια
σαν αιμοπετάλια σχιζοφρένειας στις κηλίδες
εκρήγνυνται και γίνονται τρύπες
παράνοιας
μηδενίζονται τα αισθήματα
προσθέτονται τα συναισθήματα
και οι αισθήσεις
δημιουργούνται ψευδαισθήσεις
γυρίζουν τα ρολόγια ανάποδα
και ο ορισμός του χάους
μπαίνει σε κιβώτια τετράγωνα
γίνεται γωνία
εκρήγνυται και σκάει
στα μάτια μέσα
είναι το ίδιο το συνώνυμο του ελέους
ο νεκρός στρατιώτης
που ζοφερά σπαράζει στα χέρια ξένης μάνας


Εκρήξεις, σου λέω εκρήξεις
συνώνυμες με τις ανακατατάξεις στα αισθήματα
κατα την διάρκεια του έρωτα
ακτίνα φωτός
να σφίγγει δυο χιλιάδες λουριά
γύρω απο κορμιά ιδρωμένα
συρματόπλεγμα για κορδόνια
για δυο ζωές
δεν φτάνει, να σε δέσει
και όσο χάνει τον βηματισμό
απο το κάθε σκίσιμο
να ρεει χάος και ουσία
να γίνεται η φλέβα δημιουργία
τα λόγια δυναμίτης
τα δάκρυα νιτρογλυκερίνη
σε κάθε ταρακούνημα να σκίζεται το τύμπανο σου
αχ, πως ορίζεται η νοητή γραμμή
της νιότης


Ειναι καλλιτεχνικές οι μαχαιριές στο μυαλό
με πατέντα βρώμικη
μυρίζει διαφθορά
κοιτάς τις πόλεις, φωτεινές
είναι το Παρίσι απο τα σκοτάδια
η βρωμιά του, η αθέατη πληγή του
ειναι οι χιλιάδες πόλεις
κι οι αναπνοές, ασθματικές
βραχυκυκλώνουν
λεπτομέρειες
λυγίζουνε κορμιά, λυγίζουνε ψυχές
αθέατες εικόνες
σα να καταπίνεις μαύρες τρύπες
να γίνεται υγρό το χάος
να μπαίνεις σε σκοτάδια
η κόρη να συστέλεται, να νιώθεις μαχαιριές
να ρέει το χάος ανεξέλεγκτα


Και οταν εναν άνθρωπο
μπορέσεις να ελέγξεις
συνέχεια πρέζα γίνεται, συνήθεια
είναι αυτό που αποκαλούν, ηλίθια
τρέχει ο ανέμος στα χέρια
στις φλέβες να ξεψαχνίζει για ονόματα
και οι πόνοι στο στήθος
να αποκτούν ονόματα
ο τάδε
ο τάδε
και
ο τάδε
εμφανίζονται συγκεκριμένες ώρες
λειτουργούν μόνο σε περίπτωση θλίψης
γίνονται βαρυτονοι μηχανισμοί μουγκαμάρας


''Όταν για πρώτη φορά, δεν φοβηθείς το τίποτα,
δεν ψάξεις έστω και λίγο το παντοτινό
και δεν αγγίξεις αυτό που αποκαλείς τέλειο
τότε ναι, τολμάς να κάνεις λάθος,
και εγω αυτό το λέω τέχνη''

Monday, October 26, 2009

Κόλαση



Αυτά τα χέρια σου τα μπλαβιασμένα, αγγίζαν κάθε σπιθαμή του σώματος μου και σπάγαν κάθε δισταγμό που ένιωθα σαν σε έβλεπα στην γωνία να στρίβεις, κρατώντας το εργοστασιακό τσιγάρο σου, αυτά τα άσπρα, απ'τα καλά που τα καπνίζαν κι οι παλιοί.

Φοβόμουν την κάθε σου αναπνοή, πριν καν αυτή αρχίσει, φοβόμουν μην και δεν αρχίσει, μην και δεν τελειώσει, μην και την ακούσω, σουβλιά σε κάθε δευτερόλεπτο της, οι αναπνοές γινήκαν σύριγγες και η παράνοια ουσία. Την έπαιρνα κάθε μέρα για 8 ώρες, την είχα κάνει φιλό μου, την είχα σβήσει πάνω στο ταλαιπωρημένο μου κορμί.
Δεν ζήτησα ποτε λογαριασμό για όλα αυτά που μου προσέφερες, δεν ζήτησα να μου τα γράψεις σε τεφτέρι, να χρωστώ κάθε αναφιλητό, κάθε αγκαλιά, κάθε ''ηρέμησε''.
Και ποιος είμαι άλλωστε εγω, δεν κοίταγα στα μάτια κανέναν, δεν έψαξα εγω ποτε να βρώ κανέναν, δεν ήθελα να βρώ κανέναν, μα μοναχά γύρνουσα σε στενά και ζήταγα αλητείες.
Και ζήταγα ουσίες, ουσίες αόρατες, ουσίες ακατανόητες, ασυνάρτητες.

Γεμίζανε τα μάτια μου με δάκρυα κατανόησης για μια ασυναρτησία.

Κι όσο περνούσανε οι μέρες, στην γωνία περίμενα, εγω, και να στρίβεις ξαφνικά, να γίνεσαι σκιά μου, να σβήνεις πάνω μου σαν αποτεφρωμενή ζωή, σαν να αποφάσισε το χάος να γίνει υγρό.
Δεν είχε μια συνέχεια, είχε πολλές, είχε την ιδιοσυγκρασία νεαρού παιδιού που άκουγε φωνές, που έσβηνε μέσα σε λίμνες αλκοολ και νικοτίνης, μέσα σε άσπρους δισταγμούς, σε άσπρα κελιά, σε πεντακόσιους τοίχους, αυτά τα άσπρα τα δωμάτια και τους λαβύρινθους να παραμονεύουν σε κάθε γωνία, μαζί, σαν αστυνόμος, σαν γκρεμός και πίσω ρέμα.

Ενα ημερολόγιο γκραβούρας, ενα ημερολόγιο ουρλιαχτών σε κασέτες, ενα ημερολόγιο υποκαταστατου ζωής, κι οι δρόμοι πολλοι, αυτά τα χέρια σου.

Τα αυτόκινητα θυμίζανε τις φλέβες, να ρέει η ζωή και γω να μένω ακλόνητος...........

Να βλέπω πεντακόσιους τοίχους
να βλέπω τέσσερις τοίχους
να φεύγω, να πετάω
να σβήνω σαν τσιγάρο ενα απογευμα του χειμώνα.....

Αυτή η αναπνοή σου η χαρακωμένη, άγγιζε κάθε σπιθαμή της ψυχής μου και έσπαγε κάθε σφυγμό που ένιωθα σαν σε έβλεπα στη γωνία να εξαφανίζεσαι, δείχνοντας αυτό που πραγματικά είσαι, μια μορφή, αυτή η μαύρη, οι σκιές που λέγαν κι οι παλιοί.

Αυτά δεν τα μαθαίνουν στις ψυχές



Φορτίζεται το κλίμα γύρω μου
κι η άβυσος είναι μυστήρια δίνη συναισθημάτων
πάνω στα χέρια, σαν μελανιές
απο έντονο
μεθύσι
κι αν σκαλίζεις τις κόγχες της ζωής
στα γόνατα πληγές
κι η έλλειψη οξυγόνου
μυστήριο
μια περιπέτεια
να σβήνουν αριστερόστροφα όλα τα δευτερόλεπτα

Ανάποδες κινήσεις
μετανιωμένες συζητήσεις
ανάποδα ''εγώ''
ψυχοτρόπες ουσίες στα μελάνια
αναθυμιάσεις, γιατι δεν σβήνουν τα αίματα
μια ζωή, συνέχεια
αριστερόστροφη είσοδος
σε δεξιόστροφη ζωή
μπουκάλια με χαοτικές παρατηρήσεις
και τα σημειωματάρια
γεμάτα με ζωγραφιές απο τα χιλιογδαρμένα χέρια

Να καταπίνεις αβύσους, να ξέρεις το συναίσθημα
να ραγίζεις τα αστέρια
να κρύβεσαι μ έσα στα ίδια σου τα μάτια
να ψάχνεις για λέξεις κλειδιά
σε συζητήσεις κλειδαριές
μα οι στιγμές, λουκέτο
δεν θέλω πια
δεν έχω πια
δεν ζω πια
εγω πια
να σβήνω αποτσίγαρα σε κορμιά
να βυθίζω δόντια σε κορμιά
εγω πια
δεν ζω πια
δεν εχω πια
δεν θέλω πια
ιλλίγους να μοιράζομαι
να γίνεται ο κόσμος κρύσταλο

''άκουγα τα ουρλιαχτά αθώων παιδιών''
(Νεαρή πληγείσα απ'τον πόλεμο)

Thursday, October 22, 2009

Ντοπαμίνη & Νορεπινεφρίνη







Δεν αμφέβαλα ποτέ για αυτά που ζήτησα
οι ρωγμές στα αστέρια
ολόκληρα σημάδια, και στο κορμί σου να βυθίζομαι
να τρέμει συθέμελα η ύπαρξη μου
να γίνομαι το χάος
μια ύπαρξη στην τρέλα
μια φωτιά στα σπλάχνα της ματιάς
και το σκηνικο να επαναλαμβάνεται
με μένα να ζητώ πολλά και συ τα λίγα να λαμβάνεις




Οι ουσίες να γίνονται μηδενικά
και εγω άσος
την υπολογιστική αυτή προδιάθεση της ζωής
δεν την αντέχω
μια βόμβα ευσπλαχνίας
η σφαίρα σε εγκεφάλους, εξάρτημα τέχνης
γωνίες συζήτησης
απεξάρτηση απο συναισθηματικούς ιδρώτες
και απο καθημερινούς δεσμώτες
με ονόματα απόρρητα
ημίφως και οι σκαλωσιές χρειάζονται για μια ψυχή
η σφαίρα σε εγκεφάλους, για διψασμένα μυαλά
είναι γωνία αντίληψης
είναι το όπλο γωνία λήψης
είναι βελόνα σε αίμα, σε χαοτικές ανακατατάξεις
είναι οξυγόνο σε γροθιά
είναι σπασμένα σαγόνια
είναι η πρέζα
είναι η ποίηση
είναι στους δρόμους η πορνεία
είναι συνώνυμο με σένα
είναι κυρίως ανώνυμο
με αριθμούς, με νούμερα, με το καντράν σπασμένο
δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος
είναι αλφαριθμητικό έλος




Και γω δεν αμφέβαλα ποτε για αυτά που πήρα
τα αστέρια στις ρωγμές
να σημαδεύομαι στο κορμί σου και να βυθίζομαι ολόκληρος
να υπάρχω τελικά
να μην είμαι πια το χάος
να είμαι η τρέλα
και η ματιά να γίνεται φωτιά
να γίνεται ασυνήθιστο το σκηνικό
με μένα να λαμβάνω πολλά και συ να ζητάς λίγα.




σχεδόν χιουμοριστικό.

Thursday, October 08, 2009

Μηδεν-Ενα-Μηδεν


Αναγνωρίζονται σημάδια απο ουσίες
η διάγνωση
παρατεταμένη αγωνία απο υπερβολική δόση χάους
με δάχτυλα βρεγμένα
απο συναισθηματικές μελανιές
τα λόγια αλυσίδες
και ο ήλιος δεμένος στο κορμί μου
να καιει


Να σφίγγεται η ψυχή μου
σε ορίζοντες με αστερίες αντι γι'αστέρια
και η μέρα σαν κύμα στην προβλήτα
παρατεταμένη σιωπή
στην ολοκλήρωση του ''ειναι''
θυμίζει παιχνιδάκια
αναπνοή διακεκομένη
σα να κουράστηκες απο ήχους της ψυχής
σου γνέφει
έτσι δεν είναι, έτσι ειναι
και δεν αντέχω,
να εχω.

Wednesday, September 30, 2009

Tουλάχιστον το κάπνισα...



Η βραχνή της αναπνοή αντηχούσε μέσα στο σπίτι κάθε βράδυ.

Και γω την άκουγα, είτε ήταν αυτή εκεί είτε όχι.

Μα πως να μην την ακούω, τα μάτια μου είχαν κοκκινίσει απο την αυπνία και γω σαν πληγωμενό σκιάχτρο καθόμουν στο κρεβάτι και μαρτυρούσα, τα σκέλια μου φαινόντουσαν, και εγω να τη θυμάμαι, να μου μιλάει με τον πιο γλυκό τρόπο, τα χέρια της, αυτά τα χέρια της, τα κουρασμένα χέρια της, που έσκιζαν το πονεμένο μου κορμί κάθε βράδυ που ψηνόμουν απ'τον πυρετό. Δεν θέλω πια να σε ακούω, δεν το αντέχω, να με πιάνεις και να με πετάς στον τοίχο, να σφίγγεις τα χείλη σου γύρω απ΄το λαιμό μου, να μου ρουφάς κάθε δροσοσταλίδα της ζωής, την κάθε μου αναπνοή, να βραχνιάζει η ψυχή μου απ'τα τσιγάρα σου..

Δεν το θυμάσαι...

Βασικά δεν θα το θυμάσαι ειναι η αλήθεια. Τις νύχτες που το μπουζούκι απ'το μικρό ραδιοφωνάκι σου κάλυπτε τους λυγμούς μου, κι ας έκλαιγα όλο και πιο δυνατά, εσυ με κοιτούσες με αυτό το βλέμμα μικρού παιδιού, ''κοιμήσου, δεν είναι τίποτα'' μου ψέλλιζες και γω να προσπαθώ απεγνωσμένα να σου τραβήξω την προσοχή, να κλαίω να οδύρομαι, να προσπαθώ να σου δείξω τα σημάδια πάνω μου, να φωνάζω, να σε παρακαλώ....μα οχι. Η απάντηση σου, ίδια και μονότονη, κάθε βράδυ και πιο σκληρή. ''κοιμήσου, δεν είναι τίποτα''. ''κοιμήσου, δεν ειναι τίποτα'' μου έλεγες. Μα πως να κοιμηθώ, πες μου τον τρόπο, πες μου τον τρόπο που εσυ κοιμάσαι, πες μου τον τρόπου που δαμάζεις τα όνειρα σου, που εξουσιάζεις το κορμί σου, που δεν τινάζεται όταν βήχεις, μην καπνίζεις σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πως κοιμάσαι, πως βαραίνουν τα βλέφαρα σου όταν η ώρα πάει δυο. Πες μου πως, και τι δεν θα δίνα για λίγο ύπνο. Και μου χες μάθει, να, ένα τοσο δα μικρό κολπάκι. ''Η αναπνοή σου, είν' ρολόι ακριβό, ειναι χρυσάφι, να την ακούς, να κοιμάσαι με αυτήν''. Και δεν μπορώ, ακούω τα τζιτζίκια, ακούω τους γειτόνους, μεθυσμένοι, αυτοί και εγω και εσυ, εσυ να πίνεις και να καπνίζεις, και σε παρακαλώ μην καπνίζεις. Δεν θέλω να στο πω, δεν το παίρνεις και πολυ καλά, απλά σβήνεις το κάθε τσιγάρο κάθε φορά που κλείνει το κάθε μου βλέφαρο και μετά όταν τ'ανοίγω πάλι, να πάλι... δεν με λυπάσαι?

Και τώρα να, να, στο ιδρωμένο μου κρεβάτι, να κάθομαι, να βλέπω φαντάσματα στην καρέκλα που καθόσουν, να σφίγεται η ψυχή μου καθε φορά που θορύβους ακούω απ'το περβάζι, στην πόρτα να τρίζει το σίδερο, να σφίγεται η ψυχή μου, να γουρλώνω τα μάτια μου και να ξυπνάω. Να βλέπω όνειρα με σενα να γυρνάς, να σφίγεται το σώμα μου, να γραπώνω το σεντόνι, να προσπαθώ, να αγωνιώ να σε κοιτάξω για αλλη μια φορά στα βαθιά σου μάτια, το θέλω τόσο όσο ποτέ αλλοτε...

Βρήκα ενα πακέτο τσιγάρα, δικό σου, πεταμένο κάτω απ'την ντουλάπα...ξέρεις, αυτή που έχει μέσα τα ρούχα σου. Τα έβαλα στο στόμα μου, ψευδαισθήσεις ενος μικρού πρίγκιπα, να δοκιμάσω λίγο απ'τα χείλη σου, να θέλω να γευτώ κάτι δικό σου. Δεν άντεξα την κάπνα, σε φαντάστηκα να μου φωνάζεις, να λες πως τα πνευμόνια μου δεν είναι καλά, πως γίνεται να καπνίζεις ενω σε τρώει ο πυρετός, το σαράκι. Και κάνεις λάθος, δεν με τρώει ο πυρετός, ούτε το σαράκι. Μου λείπεις, μου λείπεις απίστευτα, μου λείπουν τα μη σου και τα πρέπει Σέρνομαι στο πάτωμα και κρυώνω κι ειναι Δεκέμβρης. ''Μην σέρνεσαι, μην σέρνεσαι, δεν ντρέπεσαι, να σέρνεσαι, σήκω πάνω''. Μη μου φωνάζεις. Σαν σκιά ρεμβάζεις πάνω απ'το κρεβάτι, μη μου φωνάζεις. Μου λιώνεις την ψυχή.

Δεν αντέχω αλλο να μου φωνάζεις, να κλαίω κάθε φορά που ακούω την ''Αχάριστη'' του Τσιτσάνη, να πέφτω στα γόνατα μου. Να λέω καληνύχτα και να ξυπνάω με αναφιλητά και με τρόμο κάθε φορά που μου έρχεσαι στο μυαλό.

Ημέρα 56η, απο τοτε που έφυγες. Με τρώει ο πυρετός. Συγνώμη. Δεν άντεξα.

Τουλάχιστον όμως, το κάπνισα το τσιγάρο, τα κατάφερα, στην έφερα. Σ'αγαπώ.

Friday, September 11, 2009

Noped

Δεν θέλω να σου δείχνω διεξόδους

για να βρίσκεις αστέρια σε διόδους της ψυχής

δεν το αντέχω σου λεω, δεν μπορώ

να είμαι πάντα το πρόσωπο που κρύβεται στις νύχτες

να μην κοιτάω τους ανθρώπινους καθρέφτες

δεν θέλω να σου δείχνω αδυναμίες

να μου λυγίζεις τα κλαδιά

να σπάνε τα αστέρια

να προσπαθώ να μην ουρλιάξω


Δεν είμαι απ'αυτους που λησμονούν

μα κύκλους δημιουργώ

ονόματα δεν σβήνω

κι ας ειναι πια κακό

ας είναι ενδεικτικό παράνοιας

σε σημειωματάρια

αυτό κι αν ειναι περι αγάπης


Με την παρακεταμόλη συντροφιά

ζαλίζομαι, δεν πέφτουνε σκιες

τα αντικείμενα δημιουργούνται

με μορφές ονειρικές

και προσπαθώ να περιγράψω τον αέρα

''να, κοίτα, ειναι σαν παιδικό παιχνίδι''

μα δεν θυμίζει

μα σπαει

εγω δεν ονειρεύομαι πρόσωπα

ονειρεύομαι κρανία


Friday, September 04, 2009

499553

Και εικόνες που σαλεύουν ανεπαίσθητα

σε πρωινό φθινοπωρινό αγέρι

θυμίζουν τα ονειροπαλέματα

κραυγές αυγουστιάτικες, οι φίλοι, οι στιγμές

δεν ξέρω πως ταξιδεύουν

εγω να γράφω μανιωδώς

πολλες στιγμές, ήχοι και αρώματα

και όταν βρέχει, τα καλοκαίρια χαράζονται

απ'τις σταγόνες

είναι δεν είναι πιθανόν

δημιουργούνται χρώματα

οι πρώτες ζέστες

με τα πρώτα κρύα

μια μίξη με αναφιλητά

και κάθε τέλος

μια νεα αρχή



Monday, August 31, 2009

Χαρτοσακούλα

Δεν είναι η ψυχασθένεια κομμάτι ενος ανθρώπου

ειναι το συμπλήρωμα της ιδιοφυίας

το μόνο που αντέχει σε χρόνους βρώμικους

σ'αυτά που δεν χαρακτηρίζονται

είναι η έκρηξη της μνήμης σε ακαταλληλα σημεία

σε μέρη που δεν είναι πρέπον

δεν κακοχαρακτηρίζω

δεν είμαι ακροβάτης

είναι η μέση και οι άκρες

οι κοφτερές

στα σκοτάδια να ουρλιάζεις

ας πουμε ιστορίες

γιατι δεν πρέπει να ανοίγεις το στόμα σου

τα βράδια

να ξεστομίζεις πια αλήθειες

θα σε πιάσουν

θα σε τυλίξουν με λευκούς μανδύες

θα σε μπουκώσουν με βρώμικα φάρμακα

μπάσταρδοι αλκοολικοί γιατροι

δεν άντεξαν και γίνανε αστείοι


Τα χέρια σου γεμάτα με τρυπήματα

πρησμένα σαν τα μάτια σου

λουλούδια στη γωνία

αυτά σαν την παρηγορία

αυτή η μπάσταρδη παρηγοριά

καθημερινώς την παραγγέλνω

και όταν φτάνει

αρκείται στο φιλί

αρκείται στο να μου πει ''τι κάνεις''

εγω δεν ξέρω που αγγίζω και που βαίνω

εγω ρυθμίζω όνειρα σπασμένα

είμαι αυτο που αποκαλούν φάρμακο με ημερομηνία λήξης

είμαι η πρέζα στον χαλασμένο σου εγκέφαλο

είμαι ραγισμένο γυαλί

για να σου κόβω όλα τα σωθικά

να ψυχραίνομαι στο τέλος και να θολώνω

πανάθεμα σε

γιατι να είναι η ψυχασθένεια μια λέξη

στα όνειρα μου φαντάζει σαν λουλούδι

φαντάζσει σαν γουλιά αλκοολ

σε καίει στην αρχή

σε φωνάζουνε παράξενο
αστείο

είσαι γελωτοποιός

ο τζόκερ

χαίρε, ω χαίρε


Μην με κοιτάς, δεν το αντέχω

είσαι γωνία στο τραπέζι

μεμπτό το να σε ρίξω και να πέσεις

αστείο να γελάω

με φάρμακα και ας κλαίω μέσα μου

η οργή δεν περιγράφεται

ειναι ρυθμισμένη σε ρυθμούς πέρα απ'αυτο που μπορείς να αγγίξεις

δεν μπορώ να το συνδιάσω με τα διάφορα που μου λές

είναι κάτι πέρα απ΄την αντίληψη σου

είναι το σωστό που διαγράφει το λάθος σου

και γω να στέκομαι μονάχος

στ'αλήθεια το απολαμβάνεις?

Στ'αλήθεια με κοιτάς και γνέφεις?

Ω ναι, ω ναι

γελάω

γελάω σαν ηλίθιος

και ειναι συναρπαστικό

ειναι γεμάτο ντροπή

η αναπνοή μου ακούγεται και στο δωμάτιο ηχει

δεν θέλω να με ηχογραφείς

και τις ακούω τις στιγμές

πάρε φάρμακα να τα χεις, να γίνεσαι ουσιώδης

ρύθμιση ενα μηδεν εφτα εξι τρια

η παράνοια και η ανοια

εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω

για πες ενα αλλο εγω ρε σάπιε

ψόφα

Wednesday, July 29, 2009

Δεν παρέχεται προστασία

Δεν παρέχεται προστασία

Σε συναισθηματικά ανάπηρους

Σε φαντασιόπληκτους

Απαγορεύεται αυστηρώς

Το συναίσθημα

Απαγορεύεται η στιγμή

Απαγορεύονται οι αναμνήσεις

Τα γέλια και τα δάκρυα

Οι πόρνες ειναι αυτές

Δεν παρέχεται προστασία

Σε θυρωρούς παλιών συγκινήσεων

Σε αυτούς

Απαγορεύονται τα αποτυπώματα

Επάνω σε κορμιά

Απαγορεύεται ο ιδρώτας

Και δεν παρέχεται συμπάθεια

Μα δεν παρέχεται ουσία

Απαγορεύονται οι μνήμες

Απαγορεύεται να θυμάσαι

Απαγορεύεται να γεύεσαι

Δεν παρέχεται προστασία

Στην παροχή αγάπης

Προστασία στην αγάπη της παροχής

Κι αν εισαι προστατευτικός

Αν εισαι απ’αυτους που αγαπάνε

Λυπάμαι ατύχησες, δεν παρέχεται προστασία

Wednesday, July 01, 2009

Σκιά

Η σκιά μου σέρνεται σε όλες τις ψυχές

στις άρρωστες

στις βρώμικες

στις άθλιες τις αχρείες

θυμίζει στοιχειωμένο κουτάκι μουσικής

τις νύχτες που περνάμε δίχως συντροφιά

μιας καλής γυναίκας

τις κινούμενες σιλουέτες

τα βράδια με πανσέληνο

στην άκρη του σπιτιού

συνοδευόμενες απο το επαναλαμβανόμενο

θροϊσμα των δέντρων

ο επισκέπτης του δωματίου μου

αργά τη νύχτα

με ακτίνες λούζεται και φεύγει


Είναι αυτός ο ψίθυρος που κλαίει πνιχτά

σε όλες τις γωνίες

που κλαίει με λυγμούς κάθε φορά που δεν υπάρχει

ειναι παρόμοιος με εμπειρίες αρχαίες

είναι ο ψίθυρος

που όταν φύγεις

γι'αλλα μέρη, γι'αλλους τόπους

εκεί θα μείνει, στον τάφο σου ο φύλακας

να ψιθυρίζει

λίγο ακόμα

για πάντα όμως

αιώνια τα αστέρια

αιώνιο το εσυ.

Thursday, June 11, 2009

Αν είναι δυνατόν

Στα χνάρια μελωδιών που τινάζονται σαν στάχτες
κοιμάται η ψυχή μου
και τα περάσματα του εκάστοτε σιωπηλού τραίνου
τραντάζουν τα κρεβάτια μας
τραντάζουν το δέρμα μας
και η ζεστή ανάσα μου συνεπαίρνει τις σκέψεις μου
σαν μανία ωρολογοποιού
σαν ήχος ρολογιού
συνεπής σε υποχρεώσεις
πάντα με δόσεις
να που αγγίξανε παράδεισο τα χιόνια
ζεστάνανε τις φλέβες
κι ας ήταν μαύρη στάχτη
ας ήταν δηλητήριο
μιας ψυχής που συμβιβάζεται με το μαρτύριο

Στο τέλος συνηθίζονται όλα
σαν πόνος στα άκρα σου
με τον καιρό ξινίζει το χαμόγελο
και βρίσκεις την ουσία
μια συνουσία
δυο άκρες κλωστής
στο πλεχτό της ζωής
γεμίζουνε οι εραστές την αλήθεια σου ολόκληρη
μα ψάχνοντας το ψέμα
χάνεις την αλήθεια του
ασ'το να παει στο καλό
έτσι σου λέει το φεγγάρι

Μα δεν είναι δυνατόν

Αν είναι δυνατόν
να πάψω να χαμογελώ

Thursday, May 07, 2009

Το χάος

Το χάος μέσα μας δεν είναι λεπτομέρεια

είναι ολόκληρο σύμπαν

συμπυκνωμένο σε δάκρυα

είναι η οργή του χεριού μας που χτυπάει στα σίδερα της ψυχής

είναι το τρέμουλο των αισθήσεων

το χάος μέσα μας δεν είναι αίσθημα

δεν είναι εμπειρία

είναι το πνιγμένο ουρλιαχτό στα μαξιλάρια

ο πόνος που εκρήγνυται σαν υπερκαινοφανής αστέρας

είναι το κλάμα ενός μικρού παιδιού

είναι η ποίηση

είναι το χάος που πετάει πίσω απ'το φεγγάρι

η ρυθμισμένη μουσική

στην οποία χορεύουμε όλοι μας

και οι ποιητές κοιτάνε σιωπηλά


Ο ορισμός του χάους περιγράφεται σε βιβλία

σε ψεγάδια και σε συναισθήματα γραπτών

σε αυτά που δεν προσέχεις κάθε μέρα

σε λέξεις, στο κάθε νι και στο κάθε σίγμα

και στο κάθε χι, στο και στο κάθε άλφα, και στο κάθε όμικρον και στο κάθε σίγμα

είναι αυτό που αποκαλείς ψυχή

αυτό που βολοδέρνει μες στις λάσπες του κορμιού σου

αυτό που κλαίει γοερά τις νύχτες

τι είναι λοιπόν το χάος

δεν είναι ιστορία

δεν είναι παραμύθι

είναι συσκευασμένη μορφίνη

καμουφλαρισμένη

είναι ο δολοφόνος των γραπτών

είναι ο Καρυωτάκης

ειν'ο Νικόλας ο Άσιμος

είναι η Κατερίνα Γώγου

είναι πανάθεμα τα αστέρια που συντρίβονται στις λάσπες

είναι η απαρίθμηση των αμοιβαίων, πόνων, θλίψεων και πληγών

του Μαγιακόβσκι


Σε κάθε γραπτό μας

εμείς είμαστε τα θύματα και σεις οι θύτες

το σύμπαν μέσα μου λοιπόν

δεν είναι δύτης

δεν συμπίπτει με τα λουλούδια στους δικούς τους τάφους

είναι εξακριβωμένα ίδιο

είναι λωποδύτης

είναι αστείο το πως γδέρνεται η ψυχή μου

το πως στριγλίζει σαν κιμωλία σε πίνακα

και τα φαντάσματα να ψάχνουν για ψεγάδια

να ψάχνουν για εμένα

να ψάχνουνε στα ποιήματα ρυθμίσεις

ρυθμισμένη αυτοκαταστροφή

και το χάος

να φλέγεται ολότελα

Sunday, April 26, 2009

Δεν ειναι η έμπνευση μια πόρνη

Το πως αρχίζει μια στιγμή περιγράφεται από στιγμές

και δυο χιλιάδες νήματα στριφογυρίζουν

σε καταστάσεις ηλιθιότητας

σε πλέγματα ευτυχίας

απ'τη στιγμή που νιώθεις την αναπνοή σου να κόβεται

να την αναζητάς σε ζαλάδες

σε πραγματικότητες που δεν υφίστανται

να φτιάχνεις γυάλινους κόσμους

απλα για να υπάρχουν

και όχι για να άρχουν

συνδεδεμένες οι φλέβες σου με τα αστέρια

στο υπερφυσικό

οι μαύρες τρύπες αναζητούν νοήματα

δηλώνουν ψεύτικα σχήματα

και οι γωνίες του προσώπου

δεν είναι εμφανείς

το αίμα ψάχνει ορισμό

μεταφυσικό

είναι ιδέα, είναι σχήμα, είναι αλλόφρων

είναι ο σκληρός απόηχος της λέξης

''φεύγω''

όποιος και να το πει

σε όποια κατεύθυνση κι αν πάει

βαλλιστικές εκπυρσοκροτήσεις

δεν υπάρχουν

εξαναγκασμός

ο ιδρώτας με κατεύθυνση το σώμα μας

και ο έρωτας σημάδι σε σημάδια

μια ζωή, λουλούδι

δεν είμαι ποιητής

δεν ψάχνω ποιητές

δεν ψάχνω ζητιάνους συναισθημάτων

δεν είμαι συναίσθημα

δεν είμαι αυτό που νομίζεις οτι είμαι

στα ίδια μας τα χέρια

θυμίζουνε οι πράξεις μας

γυάλινα μαχαίρια

Monday, April 20, 2009

Μυρωδιές

Τι αντικρίζεις οταν κοιτάς τα μάτια μου

ενδίδεις στην μοναξιά

τα αστέρια που θρηνούν στα θαρραλέα σου χέρια

γλιστράνε θαρρώ τα χείλη σαν γυαλιά

σπάνε σαν λέξεις πορσελάνινες

ο θίασος της τρέλας

με ηχητικό ντοκουμέντο

την κάθε σου θλίψη

οταν εσύ πονούσες, οταν εσύ θρηνούσες

την κάθε σου απώλεια

ένα παλιό πικάπ

με μυρωδιά βελανιδιάς

να μύριζε σαν το σώμα σου

το δέρμα σου, ευχάριστη σαν άνοιξη

γλιστράνε

οι λέξεις

στα βρεγμένα σου τα χείλη

χτυπιούνται, χτυπιούνται

ο ήχος δεν ξεχνιέται

κι στα παραθυρόφυλλα οι σκιές

ραγίζουν τις αχτίδες της σελήνης


Πως να ναι πια η φωνή σου

μάταια σαν ελπίδα

έτοιμος από καιρό

γερασμένη με συγκίνηση

σαν τελευταία απόλαυση

σαν παλιό κρασί

πως να ναι πια το δέρμα σου

να είναι γερασμένο

να είναι σαν τα πέταλα, με συγκίνηση

που χρίζουν τον αέρα με το άρωμα αυτό

με μουσικές εξαίσιες

η κάθε πλάνη στο μυαλό σου

να στάζει

μη γελαστείς και κλάψεις

δεν απατήθηκες ποτέ

πως να ναι πια η ανάσα σου

στυγνή και γοερή

σαν χάος, σαν παρακάλια

κι μην στριγλίζεις, μες στα μεσάνυχτα

μα μην φιμώνεις τα δάκρυα στο σεντόνι

γιατι θαρρώ βρεγμένο μένει



Tuesday, March 31, 2009

Ωραία πινακίδα

Μυρίζει αρώματα το μαξιλάρι

λουλούδια και ουσίες

μαλλιά

και λιγοστεύει ο αέρας

στα δέντρα απαλά γδέρνονται τα γόνατα μας

σαν έρωτας σε εργοστάσιο τριανταφύλλων

φωνάζω

και ο ορίζοντας πλησιάζει

και τα μαλλιά σου, αποθήκες για λουλούδια

χρυσάνθεμα, ηλιαχτίδες

να αγριοκοιτούν το φεγγάρι στα πρώτα του βήματα

στο μυαλό σου, στα εφηβικά του σκιρτήματα

εγώ, και ο κόσμος μου γεμάτος

απο του προσώπου σου τους φεγγίτες

στις πιο γλυκές νότες

οι χορδές του λαιμού σου

πως μου λείπουν οι σονάτες

να φυσάει το αγέρι, να παρακολουθώ με γοητεία το αγόρι

που κοντοστέκεται

στα παραθυρόφυλλα

να γρυλίζει η κάθε σου λέξη

να παίζει με τα δάχτυλα μου

να νιώθω δυναμίτης

κάθε φορά που μεταμορφώνομαι σε φυτίλι

και να πεθαίνω μόνος


Σε δευτερόλεπτα, μετριούνται τα συναισθήματα

χοροπηδούν μέσα σε κασέλες ροδινές

διακοσμημένες με χρυσά αστέρια

σκληρά κλειδώνω τον ιδρώτα μου σε ψεύτικες συνθήκες

ανήκω στον κόσμο, ανήκω στο παράθυρο

να ανοίγω τα φτερά μου, να προσπαθώ

σε κάθε βήμα, να ψιθυρίζω

να ψιθυρίζω ακατανόητες αλληλουχίες αγάπης

να μεταφράζω τον έρωτα σε λογικές συνέπειες της χημείας

να λογικεύομαι, υπο βροχή συμβουλών και αστείων

γιατι δεν πας μπροστά, δεν χάνεσαι στο λυκόφως

απόψε, παραδίνομαι, γίνομαι πεφταστέρι

ως τα γεράματα, ωσπου να κρώξει ο αλέκτωρ

να ξυπνήσω μια μέρα

βρώμικος σαν απο παιδικό παιχνίδι

με λάσπες στα χέρια και στα γόνατα

να γίνω επιτέλους εραστής της μέρας

να ξέρω πως δεν τελειώνει πια η μέρα, μα μόλις αρχίζει

δεν είμαι αστροναύτης, δεν ταξιδεύω στα αστέρια

γεννήθηκα απ'αυτα, πετάω χρυσαλίδες

μέσα στης ψυχής σου τις πυγολαμπίδες

αυτές που απεγνωσμένα, τουρτουρίζουν στις γωνίες του πιο μικρού σου δώρου

στα κεριά, εκεί, που μοιάζουν όμοιες με σένα


Πως μπορέσαμε να αγγίξουμε το χάος, να γίνουμε φαρμακεροί

καλπάζοντας να χάνουμε τα βήματα μας

και το παιχνίδι μου, να αφήνω στο σκοτάδι

να πιτσιλάει την κάθε μου ημέρα, σαν έκρηξη φωτός

να σπάνε οι αχτίνες στα μάτια μου

να γίνεται οργασμός

και το κορμί να τουρτουρίζει

να ψάχνει για ιδέες, για φωνές

να ψάχνω για ιδέες, και ας μη μπορώ να τις αγγίξω

να γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο

και ας είμαι φοβισμένος, οταν ξημερώνει

μα σαν μικρό παιδί, σφίγγω όλο και πιο δυνατά

τα χέρια μου να μελανιάζουν απ'το κρύο

και γω να ουρλιάζω

κατάκοιτος απο τον πόνο, απο την αγωνία

απο τα δευτερόλεπτα που περνάνε και με ξύνουν, που σπάνε πάνω μου γυαλιά

να ουρλιάζω, δεν φοβάμαι, δεν είμαι αίμα για να στάξει

πέτα, στο ορκίζομαι, πέτα

θα αγγίξεις την στιγμή

δεν έδωσα φτερά που να πετάνε, μα μόνο σε λυγίζαν

σε φτάσανε στον ήλιο

ανώριμο κι ηλίθιο

μα δεν ρωτάς, δεν ενδιαφέρεσαι

κι αν μια μέρα

ανοίξεις την πόρτα, θέλοντας να ουρλιάξεις

τα σωθικά σου να αντιλαλήσουν στους διαδρόμους

να ψύξεις τα συναισθήματα σου

και αν μια μέρα, θες να πετάξεις

δεν θα μαι εδω, αστέρι θα χω γίνει, στον ουρανό να το κοιτάς

να περπατάς, μέχρι τα πόδια σου να λυγίσουν, στο χώμα σου να με βρεις, σαν την παλιά

καλή,

Δεξαμενή.


.αφιερωμένο.



Thursday, March 19, 2009

Οργή


Αναταραχές στις φλέβες μου θαρρώ πως νιώθω

τα μάτια μου κοκκινισμένα

σαν σταυρωμένες λεωφόρους με νότες μουσικής

για μια φορά να μάθω ακριβώς τι παριστάνω

τον ιχνηλάτη, τον κυνηγό ή το θήραμα

να μάθω ρε διαολεμένοι

τι μου φυλάτε, πίσω απ'αυτα τα αγριεμένα χέρια

τι κρώζουν οι φωνές

στα ανήλιαγα σοκάκια της Αθήνας

εκεί που σαλεύουν οι σκιές, σαλεύουν τα μάτια σας

και γίνονται τέρατα, ουσίες, μπάζα

που με πλακώνουν, με σκίζουν τα κορμιά σας


Τι είναι αυτό που στροβιλίζεται

σε κάθε μου άκρη

σαν παράνοια

τι είναι αυτό που τα βράδια βράζει

στα σωθικά μου μέσα

μην είναι το μίσος

που τόσο πολύ πρεσβεύω

τα αποχαυνωμένα σας κορμιά

με πάθος παρατηρώ

και η φωτιά που καίει, αυτή που τα σπάργανα θερίζει

μονότονα χωλαίνει μπροστά στην αηδία

στην αηδία που με αγκαλιάζει

όταν σας βλέπω, ρεμβάζοντας, να διεκδικείτε χαλεπούς οιωνούς


Ονόματα, δεν έχουν σημασία

ουσίες και αυτά

σαν ποίημα της Κατερίνας Γώγου

ωμό και αληθινό

Δεν είναι εικόνες της Ομόνοιας, δεν είναι μετανάστες

είναι χειρότερα τα πράγματα

είναι δυναμίτες, είναι τιτάνες

είναι σφυριά που μας βαράνε νυχθημερόν

στα άκρα μας, μας τραβάνε σαν τον Προκρούστη

είναι οι νύχτες

είναι τα ονόματα

που ακούγονται σαν στρόβιλοι

μέσα στις καμάρες

που ταράζεται ο σοβάς, και πέφτει σαν αστέρι

τα δωμάτια, ψυχρά, ατενίζουν τα σκιώδη μνήματα


Τι έχει μείνει βρε διαόλοι

πως μοιάσαμε σ'αυτους τους καημένους

τους μετανάστες, τους ανάπηρους

πως μοιάσαμε, πως γίναμε

σαν ψεύτικοι κυκλώνες

περικυκλώνουμε

το κορμί μας με δήθεν αυταπάτες

με δήθεν έρωτας και αγάπες

η βρώμα μας, η βρώμα σας αιώνια

δεν την αντέχω άλλο πια

και να λεγε κανείς, οτι ειναι για το καλό σας

μια σφαίρα ηλιθιότητας για το εξημερωμένο καύκαλο σας


Κάθε μέρα, κάθε νύχτα

εγω να αναρρωτιέμαι, να γίνομαι κομμάτια

να ψάχνω λόγους και ευθύνες

να εκτοξεύω ύβρεις με τα χέρια μου σφιγμένα

να παλεύω με τα σεντόνια

που πάνε να με πνίξουν

σαν τα χέρια σου

σαν τα χέρια του

του καθενός

και μην ανησυχείς, δεν είσαι μόνο εσύ

είναι χιλιάδες πρόσωπα

αποτυπωμένα στους εφιάλτες μου

μα δεν με ξέρεις ρε, δεν είμαι άγαλμα, δεν είμαι ανάμνηση

δεν είμαι το κορμί σου, να σβήνεις τα τσιγάρα των στιγμών

δεν είμαι απλά ο αέρας να φοράς ζακέτα

δεν είμαι βροχή για να προφυλάσεσαι με την ομπρέλα

είμαι κάτι χειρότερο

είμαι ψυχής δηλητήριο

είμαι ότι δεν γνώρισες ποτέ

το μίσος που σε άγγιξε, στους δρόμους της ζωής σου

οι φλέβες που ανατινάζονται, να τι είμαι.


Γέμισαν οι φλέβες σου με πόνο, δάκρυ, και μετάνοια?

Πες μου πότε, να το νιώσω και εγώ

να νιώσω που γονάτιζες

στο πάτωμα

να νιώσω πως αντίκριζες το χώμα σαν αδερφό σου

που έπεφτε το αίμα με εκδίκηση απ'το κορμί σου

πως θέλεις να ουρλιάξω

έτσι για να μην ακούσεις, να μην αντιληφθείς

γιατί αγχώνεσαι, κρύβεσαι, δειλιάζεις

πίσω από παραπετάσματα, απο τοίχους

απο συνοικίες, απο ονόματα, απο συναισθήματα

κρύβεσαι ρε, και θέλεις να νιώθεις χαρούμενος?


Κάθε μέρα, κάθε που ξυπνώ

στο μυαλό μου είσαι, εσύ, να τα πετάς στην άκρη

ταυτότητες, ουσίες, καταθλίψεις, αντιλήψεις, διαβατήρια, λεφτά, θάρρος και αγάπη

στο μυαλό μου είσαι συ, να τα σκίζεις όλα

να γίνεσαι χίλια κομμάτια

στο μυαλό μου, εσύ είσαι στην άκρη, και κάθε μέρα που ξυπνώ

πιο επικίνδυνος από τη θάλασσα που σου τσούζει τις πληγές

κάθε μέρα που ξυπνώ, στο μυαλό μου είσαι συ, στη θάλασσα να πνίγεσαι

να βλέπεις όλα τα λάθη, τα χίλια σου κομμάτια

να βρίσκεσαι

να νιώθεις τελειωμένος

με μια δόση αλήθειας

σαν πρέζα, σαν κλωτσιά στο σαγόνι.