Monday, December 31, 2012

Όραση

Δε βράζουν μέσα σου τα σπλάχνα τ'αηδονιού, σπινθίρισμα με κρώξιμο λυπηρό
κι τα στήθια σου μια αναπνοή, το αγέρι προκαλούν σε σπινθιρομαχία
μια τα λυπηρά μου χέρια βυθίζονται στο οινοπνευμά σου και μεθώ και μια, 
του ξημερώματος τα ταχταρίσματα κάθομαι και στοχοποιώ
μπας κι απαντήσει, το τσίπουρο κι ας βράζει, με γεμίζει μυρωδιές του κάμπου

Ελεύθερος στον οδυρμό, σαν σιδερόβεργα λυγίζει ο αστήρ στα όρια του ματιού
μα πιο πολύ πονεί τούτη απ'την αληθινή, σαν στις τόσες που θα λάβεις
ακούς με πόνο τις απραγματοποίητες σου πια ορμές και βλέπεις την ζωή σου
και σαν νυχτώνει, η μάνα νύχτα στο πέπλο σου σφιχτά πως σε θωρεί
γιατι το ψάθάκι σου ξέρανε ο αστήρ και πως φριχτά κροάζει στην νυχτιά χωρίς χρυσό

Στενάχωρα μου θώπευσες τα ροδαλά της μάτια, τ'αστρός ξημέρωμα τι κι αν!
φοβάσαι τους διάττοντες αστέρες, ο δικός μας χρώμα χρυσαφί σε μπλε μοκέτα
αητό θυμίζει και την μέρα τους άλλους καβαλικεύει, μα νύχτα στεγνώνει
κι μια του καμπού τη σιγή ενθυμούμαι, τη διαμαντένια του ουρανού φωτιά
δεν είναι δαχτυλίδι, μα δέσμιος μαζί του στη λύπη μου κλεφτά θα ζω.

The Symmetry of Dionysus [Episode 2]

-->
I tried getting up but my feet didn’t do much to help, they felt like steel, rusty and hard, they were denying my will to live. After what seemed like hours, I finally found the strength to stand up and move. I had to move, I had to keep on surviving and see the light of day. I had to get out of this hellhole.

My room was a small room with just a bed and an empty table, no chairs and nothing that could be of use for me. I first tried going to the door and listening to what was behind it hoping that I would get an acoustic glimpse of what would surely be my abductors. But there was nothing, the resonance of solitude drowned the place keeping down any noise to a minimum. I turned the handle, slowly moving my body towards the exit, cautiously hovering my hurt limbs over the poorly constructed floor of this god-forsaken place. And it was then that I heard a whisper, tumbling down from the stairs that led to the upper level of this building. It consisted of nothing but static, lip-stutter if I must describe its symmetry.  I looked at my hands and saw cuts, cuts that had been made with something really sharp. I knew of them, my daughter had made such cuts to her own hands when she was a teenager. But she was now dead, the drugs got to her on an icy October day. She was found behind a dumpster, frozen to death with a needle forcefully injected in her neck. The authorities told me that it was a clear-cut case of overdose. But it was then that my daughter’s eyes told me the absolute truth. She looked at me with the only look that could fill a dead person’s eyes, the look of absolute horror. I couldn’t sleep for days; my room felt like I was inside her eyes, demons haunted me and kept me at bay. I lost my job and friends and I looked like a carcass that should have been eaten by predators a long time ago.

To be continued...

Tuesday, December 25, 2012

The Symmetry of Dionysus [Episode 1]


We walked down the road and we were just arriving at the old house near the street when she looked at me eerily. ‘’Things haven’t really going well for my family, you know, the stress, the lack of food-they really have taken a toll on us’’ she said.  I just stood there, looking at her with eyes sore like muscles after a good run, my soul in the gutter just waiting to be picked up by a random driver who’s giving odd souls like me hitchhikes. ‘’What can I do to help?’’ I tried to mutter but couldn’t. She looked at me, disappointed, and lowered her head. She looked as if she was let down, like I had put her head in dirty water and held her there with her hands tied behind her back waiting for her to stop struggling. The feeling of her asphyxiation hit me hard, the sounds of her soul crushing against my icy wall of apathy made sounds that made even the sanest men find madness at their doorstep.

I woke up anxiously; sweat dripping of my forehead, grasping my sheets as I tried to drown my fearful scream down my throat. I didn’t recognize the place I was and disoriented as I was, I tumbled down from my sweaty and messy bed. The heart-ached scene of what appeared to be a dream gave way to a dark and moist room, filled with scents of old times and a soaring, deleterious headache was kicking my head, keeping it down with the force of an army man with boots made out of steel. 

My windpipe felt like it was closed for ages now, filled with the nasty aromas that emanated from this awful place and this made me gag.

To be continued..

Monday, November 19, 2012

Ξηρό αναφιλητό

Φευγαλέα θαρρώ πως είν’ η σκέψη σου για χίλια μύρια,
αυτά τα αναφιλητά και οι σπασμοί στις κουκίδες
στις κερκίδες των αναφιλητών, στα φωνήεντα του σ’αγαπώ
τραχύ το σύρσιμο των λυγμών μου, κλαίνε
για σπιθαμές και φρένα δεν μιλώ πια, με στραβά τα μάτια
γυρνoύν με μουδιασμένες σκέψεις στα σύμφωνα του σε μισώ
σε μισώ σε μισό, μι και σο, μη, του πεντάγραμμου το σύρσιμο
ταξιδεύει το αναφιλητό, στα γράμματα του χαμού που κλαίς, πια τι μένει
να σβήνει η φωνή, να κλαίει γοερά η άρρωστη μου στράτα
στο κορμί σου να μαι ελεγκτής, στα μάτια σου κιγκλίδωμα
γιατί στα φωνήεντα του σε μισώ και στα σύμφωνα του σε αγαπώ
συμφωνα με τη φωνή του σ’αγαπώ, σε μισώ.

και τώρα ξαναδιάβασε μόνο τις κόκκινες λέξεις με τη σειρά.

Monday, October 15, 2012

Σημείο βρασμού δαχτύλων

 ποιες ειν'αυτές οι φωταψίες που φωταγωγούν τις αψίδες των Ρωμαίων στην Πομπηια
στην στάχτη πάνω κι υστερα σέρνονται στα κρουστά τα σώματα που σίγησαν με μιας
φριχτά κι ας τρύγησαν την τελευταία τους αναπνοή στα χλευασμένα αρώματα της αγοράς
μιας παράδοσης, μιας φλογερής στρίγγλας, άνθος ξενιτιάς που σαρκώνεται στα πνευστά του σώματος
αναθάρησα και εγώ και σάλεψα λιγάκι, α να εθάρεψα και τη τροφή μου ζήτησα ερπόμενος
αέρα ζήτησα και χώμα δροσερό και μπλεδίζον μωβ της χαραυγής και επιστράφην βιαίως
στα γκρίζα μέτωπα της μοναξιάς που λάμπει χιλιομετρα μακριά απ'τον Βεζούβιο, σε τούτη δα την Ερειπωμένη
Αθήνα.

Wednesday, August 29, 2012

Δίχως περιστροφή σε αλμυρό νησί

 Για μια σιωπηλή μου στράτα
τα παλεύω μου τρατάρισα κι εσίγησα
για μια πικριά του γλυκού νεράτζι
στραβά και φιλόξενα μου τα ξηγήσανε τα ψήγματα
μου πάνω στις μυρωδιές του καλοκαιριού
τ'αγέρι της ελιάς που τα μύρια μου δάχτυλα αχνοφέγγουν
στης κλαίουσας το δάκρυ στάζει
και φλογίζει αλκόολη,
στα παραπατήματα του χεριού μου, μεθυστική
κρώζει πια μονάχη η τράτα στη θάλασσα ματιών
για καλοκαίρι δεν περνάς, για λυγμός πια ίσως

Monday, July 30, 2012

Άτιτλο


 Για αστροφεγγιά δεν σου ψιθύρισε τον άδικο χαμό
στα κρύα νώτα σου που σβέλτα τρυγίζεις την σιδερένια θλίψη
στην του αίματος μορφή, την νυχιά που με θηλάζει
αυτές οι κρύες, παγωμένες γλυκά σερνόμενες μορφές
που στου σκοταδιού την φλέβα χτυπούν σαν βομβος
την τρύγισαν τα χρόνια και οι καιροί
τ’ερπετά μου, στον κόσμο της Εδέμ, δεσμώτης πια στον βράχο
μια θλίψη τόση δα, μπερδεύεται και σκύβει και η γεύση ειν’
αρμυρή.

Sunday, July 29, 2012

Αφιερωμένο στην.

 Σαν μυρωδιά ομίχλης που φτηνά μου σαλεύει πάνω στ’αμάξι
της ξαστεριάς μου μοναξιά τ’αγέρι ερήμωσε το τρύγισμα της αυγής
που δια βοών ετρύπωσε στην ξενιτιά μου, πόνο και στοργή να δώσει
κι η Αίγυπτος φαντάστηκε να σβήνει στα καντήλια μου δα
με αυτό το μούδιασμα των καραβιών, στις αντηλιές των κυμάτων που οργιάσαντων καραβιών, στις μάνεσςςςυ ξεψeling, the darkness seemed to materialize and the windows that provided an easy way for the moon
τα ξεραμένα τούτα δω βρέγμενα της Αλεξάνδρειας φρούτα
φριχτά μ’ουρλιάζουν επάνω στην δροσιά μου που με καίει, στην φλόγα
που δροσίζει τα χτικιά μου
τα ζαρωμένα μέταλλα πια για μένα κραδαίνουνε τα δάκρυα
για τους ωκεανούς που θαφτήκαν μηδένας λόγος και βοή
που θα ναι μόνοι τους, στην σκιά του Καισαρίωνα μου, φριχτή οπτασία
στην πόρτα δα μικρός ο ήλιος
κι η Κλεοπάτρα μου δεν είναι πια στα αστέρια
Για Φαραώ δεν γίνεται πια, ουτε λόγος.

Monday, July 09, 2012

Siempre Me Quedara

 Τα πάραθυρα στους γαλαξίες χορεύουν
στα σπιράλ, στις φλόγες στα μπαλκόνια, στις οσμές
των ερειπωμένων σπιτικών, στα μπαχαρικά στους τοίχους
στα κιτρινισμένα του τετράδια
στα σπασμένα χέρια και στα δάχτυλα
που μ'ακουμπάνε οι γαλαξίες, που αποκτώ μελανιές
στα κρυμένα προβλήματα κάτω απ'το χαλί
που χει σαλέψει στην φυλακή των σκώρων
για εκεί που παω, στον πηγαιμό δεν ξεβράζουν οι μιλιές
 
Δεν βγάζουν είδωλα οι ρομαντικές ξυλιές
που κάθε σ'αγαπώ δεν σημαίνει μελανιά
στα πλευρά και βρόγχος στο λαιμό
σημαίνει καθημερινότητα και ψύχρα στην φωνή
σημαίνει φόβο στο καντράν 
που κάθε πλήκτρο, σ'αγαπώ αντι για παλμό ψελλίζει
 
 

Thursday, May 17, 2012

Plague

 there lies the beast, the silent rodent
the water drop that drowns the dust in flames
the earth's brown sugar
travels deep down to the core of the blue eyed
structure we call mother
but there she lies, she never fails to stay
sick trees, they turn brown and fade
and brown sugar, you're full of it
and you're never sweeter, you're always bitter
there lies the beast, the silent plague

Monday, April 16, 2012

Absit omen



Someone said that we grow old when we stop partying. But that’s half the truth. The truth is that I grew old when she hit me right here, when she tore my diseased lungs and drunk brain right out of my life. She never was a woman of logic; she didn’t care about social norms or happiness. She was an animal, an animal that roared when feasting upon my sadness.

And that’s when I grew old. When she stopped partying upon my dead body. So the truth is somewhere in between. We grow old when they stop partying with us. And our parties grow darker; they crumble under drugs, under fumes of wet cigars, the kind that makes years-old smokers cough like tuberculosis victims. And how she stood right there, under the house entrance, pretty like a flower, her pearls dangling upon her white flesh, her chest rising hard when breathing and falling down in disappointment when she’d see me.

‘’You ain’t done yet, kid?’’ she whispered.

‘’You haven’t blown your brains out yet, kid?’’ she asked, twisting my soul like a small piece of wet, moldy bread.

I looked into her eyes that day, and what I saw was victims of war, torn children, struggling to keep afloat in a battlefield of tears, a battlefield of whispering. And these children were not children, not in the common developmental sense. They were torn out egos of men, men that couldn’t fight the beast inside her, who couldn’t touch her flesh without crumbling. They then stopped partying.

Someone said that you don’t grow old you mature. But that’s half the truth.

The truth is that once she breaks you in half, you don’t get to mature. You stand there, a child, a broken down animal, crying for hours with a feverish face. Someone, a young soldier boy, compared the agony of a bullet deep down inside your stomach with the feeling of her words, beating my heart until it stopped. They, the victims of war, objected. They threw big words, they ran, they fought, they wanted us to be objective. She was a woman after all, no big deal.

But to satisfy them all, I was ready to prove them wrong.

I fucking blew my brains out, the pain was good, the pain was good.

‘’Good job, kid’’ she whispered over my dead body.

Wednesday, April 04, 2012

дыхание


βρε τι πειράζει, ποια είν'σκληράδα που βγάζει
και που σπατάλησα, που ξελάσπωσα
σταγόνες, ραβδώσεις, ιώσεις
και πως αντίκρυσα τ'όνειρα μου
στραβά ξεκίνησα, ποιος να μύριζε το λασπωμένο χώμα
ποιο πέλμα ασταθές, ποιο σχίσμα στην παλάμη
να μ'αγγίξει, μπας και σχίσει κι αλλο
τίποτα άλλο, μια εσυ κι μια το τζιτζίκι στην αυλή
βζ, βζ και εγω τραντάζω τα παντζούρια

χτυπάν, χτυπάν τα ξύλα κι οι σκλήθρες
γιατι, γιατι γαμώτο
να ξημερώνει εκεί, στα μαξιλάρια στην αυλή
να γέρνει στάχυ ηλίου στο βαμβάκι, πριν να αναπνεύσω
πριν να μου γίνει η υγρασία του ημερώματος
ραγάδα στον πνεύμονα, λεκές με αίμα
κι η μυρωδιά, 
η μυρωδιά των ερυθρών μου σκιερών
ματιών, μα τι ων
προς τι η σταγόνα τ'αγεριού να πλευρίζει τον τοίχο τόσο δα
πλευστό στο γκρι μονότονο
τ'αγκιστριού μου της ψυχής, και της ψυχής μου
το ψιλοβρόχι, το ηλιόλουστο
χτύπημα στο ξύλο κι οι σκλήθρες στο χέρι, τόσο δα.

Thursday, March 15, 2012

ο γιατρός έγραψε συστατική επιστολή

της βασιλικής νηνεμίας
το πιο γλυκό στρατιωτάκι, φαρμάκι γίνηκε
σταχύ το χρώμα γύρισε στα μελαμψά τα εδάφη
και γίνηκε κόρμος να αδράξει το χτίσμα μου το γκρίζο
ραγάδες κρύες, ραγάδες πέτρινες και φύκια αρμυρά
μια πίκρα, δυο δεκάρες στης νηνεμίας θυμίζουνε χτικιά
που σβήνουνε και σβήνουνε
εις εν'ποτήρι ούζο, στης πικρής σταλίδας 
μιας πευκοβελονιάς και τα άγρια μου υγρά μου δάχτυλα
στην υγρασία, γινήκαν σαλέματα, υγροί κιώνες
λαχτάρισα και πόθησα, την ραγάδα της κόρης του ματιού σου
σαν αδυνάτισες, στον άνεμο σαν σκίρτησες
μπροστά μ' αθάνατη για έμεινες,
και φίλοι για φίλους, 
μπαρκάραμε στα πεύκα, με δίχτυα απο βελόνες

Sunday, February 26, 2012

Ονειροναυτική - Κεφάλαιο 9



Στα χρονικά των νυχτών, στα βινύλια της παλαιάς εποχής, είχαν χαραχτεί νύχτες και νύχτες, σκοτάδια που θυμίζαν δηλητηριώδεις κισσούς που ανέμελα, στον υπναγωγικό τους χορό δαγκώναν τις ματωμένες λεωφόρους στον καρπό σου και βυθίζονταν  μια για πάντα σε αυτό που πολλοί αποκαλούσαν θάνατο και κομμάτιασμα της ψυχής.

Το σώμα του ήταν παγωμένο, αφημένο στα στοιχεία της φύσης, παρατημένο και κρυσταλωμένο στον χρόνο. Δεν το είχε αγγίξει κανένας και δεν θέλησε ποτέ κανένας να διαταράξει τον ύπνο του και την στάση του σώματος του. Τα χέρια του ειχαν αρπάξει το μαξιλάρι και μόνος του πάλευε με θεούς και δαίμονες, με σκιές που θύμιζαν ερινύες, με νεκροθάφτες που ζυγίζαν τις πιθανότητες του γύρω απ’τον ποταμό του τελικού πηγαιμού.

Κανένα πια νόμισμα δεν θα ήταν αρκετό για να τον φτάσει στην άλλη όχθη, ο Αχέροντας ζητούσε την ψυχή του σε χρυσό κι αυτός ανάμεσα σε χιλιάδες πόνους κι οδυρμούς δεν έφτανε, δεν είχε το κουράγιο πια να ζητήσει απ’την τράπεζα της ψυχής του χρυσούς και ψήγματα θεών, είχε απομείνει πια με τσίγκινα κατσαρόλια που μαζεύαν λίμνες δακρύων και χρυσαφιές αποχρώσεις που τρύγιζαν ανεξέλεγκτα στα ηλιοβασιλέματα του πνιχτού αυτού σκοπού που θύμιζε μοιρολόι χαροκαμένης μάνας.

Κι όμως, για μια στιγμή μονάχα τα μάτια του ανοίξαν και γίναν φακοί ελπίδας στον γκρίζο τούτο κόσμο, στην ψευτιά της μοναξιάς του γκριζωπού υπόνομου της στυγνής πραγματικότητας.  Σαν έστρεψε όμως την ματιά του στους τοίχους και στα χέρια του αντίκρισε κοιλάδες ρυτίδων και σκόνης π’ αρμένιζαν σαν σκιεροί διάολοι στα πιο κρυφά κιτάπια της απέραντης φύσης του ανθρώπου. Θύμιζαν τις απαλές και φευγαλέες στιγμές που το παιδί στα νιάτα του αναρωτιέται πως περνά ο χρόνος και πως φεύγουν τα φιλιά απ’τα χείλη, πως γίνονται τα ‘’γεια σου’’, ‘’αντίο’’.

Συνήθισε λοιπόν σε αυτήν την θολή πραγματικότητα και η δύναμη του επανήλθε, συνήθισε να φτιάχνει κατασκευάσματα νοσηρά στα όνειρα του, να παίζει με τις λέξεις και τα πιο αρρωστημένα και ερωτευμένα παιχνίδια ζαριών, με πιθανότητες να παίζει στους ανθρώπους πάνω, στις σκλήθρες που καθ’ ανθρώπος βολεύει και φυτεύει στην ροζέ κοιλάδα της καρδιάς του. Επάνω στους μυές που ταράζονται σε καθε λυγμό που σκίζει την σιωπή του δωματίου, στα γεμάτα φανφάρες λόγια που ειπώθηκαν απο τον ήλιο κάθε που ετρύπωνε στα φύλλα των παντζουριών μέσα.

Σαν ήρωας γεννήθηκε κι έγινε μικρός κι ανέμελος, μακριά απ’την ψευτιά και τις πικρές γουλιές του ατέρμονου συρμού της φοβισμένης του ατέλειας. Στα όνειρα του που δεν τελειώναν ποτέ αγκιστρώθηκε και υπήρξε σαλεμένη γραμμή παραπόνων για πονεμένους ανθρώπους που στα χέρια τους τα ροδισμένα οι φλύκταινες φαντάζαν σαν πολυκατοικίες στον μεσαίωνα. Ο κάθε ήχος πια ήταν ηρωικός και τα χείλη του, ξεραμένα σαν απο χρόνια ξεχασμένα φυτά σε άνυδρες περιοχές, ριγήσαν και το στεγνό πια αίμα τινάξαν απο πάνω τους, σαν άλογα που μανιασμένα δακρύζουν μόλις τον πόνο απ’τα σπιρούνια νιώσουν στην πονεμένη απ’τους καλπασμούς σάρκα τους.

‘’Καλημέρα, είναι κανείς εδω;’’ ψιθύρισε με φοβισμένη σιγουριά..

Και καμιά απάντηση δεν πήρε, δεν άκουγε πια ήχους της φαντασίας και της τρελής του ψυχής, δεν ήταν ούτε τα όνειρα πια εκεί, αυτά που κράταγαν τον πιο σκληρό ιστό της ζωής μαλακό στα χνάρια ποιητών και συγγραφέων.

‘’Σας παρακαλώ, να βγω έξω θέλω...’’ ξαναψιθύρισε...

Μα καμιά απάντηση δεν πήρε πάλι. Ένιωθε σαν να χανόντουσαν οι λέξεις του στον πιο σκοτεινό βωμό της πόλης, και η πόρτα πια φανόταν σαν σταθμός σωτηρίας στο χάος της ψευτιάς. Ώσπου..

Η πόρτα άνοιξε βίαια..

Και μια μορφή, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν γυναικεία ή αντρική εμφανίστηκε..

‘’Ξύπνησες ονειροναύτη;’’ ρώτησε η γεμάτη σκοτάδι μορφή..

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..

64466 333666888277772444

Sunday, February 19, 2012

Στη σκιά μιας ελεγχόμενης χρεωκοπίας συναισθημάτων


Γιατι είναι γκρίζο το χτικιό
π' στη σάρκα θεριεύει και τη σκιά τρομάζει
κι οι θηλιές στις δυο δεκαετίες, μπορντώ
σα τ' αίμα, βολεύονται στις κοφτές,
κοφτές αναπνοές,
γιατι σαμπώς εγώ, σαμπώς εγω διεκδίκησα
κινούμενος σε πλέγματα εφιαλτών
διαστρικός γαλαξίας απο τα αρχικά του τέλους
Την τρέλα μόνο αν Ελέγξεις θα Λαβώσεις Όλους τους Σταυρούς
που κουβαλάς, μου το 'παν κι αλλοι, 
μου το παν φίλοι, μου το παν στα δίχτυα που στραγγαλιζαν τα χέρια
μου, και τα δικά σου πρόσωπα, χιλιάδες

μπορώ να ακούω για χιλιάδες ώρες
τη μοναξιά σου, να σουρουπώνει στ' άνοιγμα της πόρτας
για παρέα, στις παρυφές των σκλήθρων στην τελευταία γωνιά
της πόρτας,
στοιχειώνει το πρόσωπο σου τα κρύμμενα ανάπηρα γονατά σου
αντι για φως, βοράς και εσύ,
για ένα μπέρδεμα, για μια ζωή, για μια ανάγκη
για το δικαίωμα να ζω,
για να μπορώ να πω,
πως για λίγο υπήρξα παράσιτο στη σάρκα σου, στην αύρα σου
πως ήμουν μια φλεβοτομος συγκίνηση στην ψύχρα
των αγγείων, που δεν σείονται με τίποτα
πως για μένα δεκάρα δίνεις, και πως για σένα η αφή δεν είναι
μονο νευρουποδοχείς,
σκυφτά κεφάλια, κουράγιο, γιατι ο καημός μετριέται σε κούπες καφεϊνης
στο πως και πόσο πια ξύπνιος είσαι, και στις πρέζες αλκοολ
που σε καταντάν' δυσλεξικό στην ανάγνωση της ζωής

δεν φρόντισες να μείνεις σαν εικόνα 
στις ζάρες τ' εγκεφάλου μου, μια ισχυρή σουβλιά
στο ξινό αποτύπωμα της πιο ομορφής πατημασιάς
μπορεί να μείνει σαν παιδί, 
μπορεί να μετράει τις συλλαβές που μένουν,
στα ξύπνια μου κι έπινα νεκρούς πλανήτες, 
για τους βασιλείς,
δεν γίνονται πια εκπτώσεις
οι θάνατοι είναι ακριβοί και δίδονται σε δόσεις