Sunday, December 31, 2006

Oνειροναυτική. Κεφάλαιο 3


Μια ένοχη σιωπή που φοβάται το φως γεμίζει το δωμάτιο σου και σου δείχνει τον δρόμο προς τα άλλα μέρη. Τίποτα δεν ακούγεται και συνεχίζεις αμέριμνος τον ύπνο σου… τα όνειρα σου συνεχίζουν να υπάρχουν και να σε αγκαλιάζουν.

Και συ αμέριμνος, χωρίς να σε νοιάζει τίποτα έχεις κλείσει τα μάτια σου μπροστά σε οτιδήποτε κακό και παράξενο, και μιλάς στα δαιμόνια του γκρίζου χωρίς να φοβάσαι τίποτα.

Ομορφιά…..

Δεν κρατάνε όμως όλα τα όμορφα για πάντα……

Τα μάτια σου ανοίγουν βίαια και ανασαίνεις γρήγορα, η καρδιά σου χτυπάει σαν τρελή και κρυώνεις. Σηκώνεσαι, περπατάς στο σαθρό πάτωμα και κοιτάς γύρω σου…

Το παράθυρο σου είναι ανοιχτό και χιονίζει έξω, η ψύχρα μπαίνει μέσα και αγγίζει το γυμνό σου κορμί Ονειροναύτη. Και τι θα καταφέρεις με το να κλείσεις το παράθυρο σου? Σπασμένα τζάμια παντού αφήνουν το θηρίο της φύσης να μπει μέσα στο σπίτι σου και αγριεμένα να σε δαγκώσει με τα παγωμένα δόντια του. Ανάβεις ένα τσιγάρο και κλωτσάς κάτι βρώμικα ρούχα που είχαν μαζευτεί στο πάτωμα, μιας και δεν κατάφερες ποτέ να καταλάβεις πως δουλεύει το πλυντήριο –πόσο μάλλον των ανθρώπων- ρούχων. Στο έδειξε ο υδραυλικός, μα το καταραμένο χάλασε μέσα σε ένα μήνα. Γελάς και δακρύζεις ταυτόχρονα αναλογιζόμενος την τραγικότητα της κατάστασης που βρίσκεσαι. Οι άνθρωποι γλεντάνε σήμερα και συ κάθεσαι σε ένα δωμάτιο και γεμίζεις τα πνευμόνια σου με πίσσα ενώ κρυώνεις. Γλεντάνε οι άνθρωποι και στολίζουν δέντρα, σπίτια, πόρτες, σκατά, σκύλους, μαλακίες… μα μόνο την καρδιά τους δεν στολίζουν. Ένα απέραντο τραίνο μηχανικής και μεθοδευμένης δυσλειτουργικής κακίας με στόχο τον σταθμό της αληθινής αγάπης. Και οδηγός δεν είναι το κακό το ίδιο όπως θα ήθελε ένας μαυροφορεμένος αρχηγός με ένα σταυρό, αλλά χιλιάδες άρρωστοι άνθρωποι που κοιτάνε το έξω και διαγράφουν το μέσα.

Σβήνει το τσιγάρο.. και βγάζεις άλλο ένα..

Δεν ανάβει γιατί χάλασε ο αναπτήρας και το πετάς στο πάτωμα. Τελικά ο άσχημος κόσμος δεν υπάρχει στα όνειρα, εκεί είναι όλα όμορφα… Κοιτάς το χιόνι με παράπονο και του μιλάς σαν να ήταν φίλος σου.

‘’Μην προσπαθείς να καλύψεις την ασχήμια βλάκα, σε καθαρίζουν’’

Σηκώνεσαι από την καρέκλα που είχε γίνει το κρεβάτι σου εδώ και δύο μέρες καθώς κοιμόσουν πάνω στο γραφείο σου και βαριανασαίνεις.

Τι τσιγάρο, τι πόλη… το ίδιο πράγμα είναι.

‘’Μαλακίες…’’ ψιθυρίζεις

Το κρύο σε έχει κάνει να τρέμεις… ζαλίζεσαι λιγάκι.

Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου… το τηλέφωνο χτυπάει και το σηκώνεις με όση δύναμη έχεις…

‘’ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΡΙΕ’’ φωνάζει ενοχλητικά ένας τύπος από το τηλέφωνο.

Και με όση δύναμη σου έχει μείνει, του απαντάς ψύχραιμα…

‘’Τράβα γαμήσου’’

Τα μάτια σου κλείνουν….και..ξεψυχάς..

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΕΣ ΑΥΤΟΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΜΑΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΟΜΟΡΦΑ. Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΤΙΚΗ. ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΠΡΙΝ ΣΑΣ ΞΥΠΝΗΣΕΙ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ.

ΤΙ?

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ..

Σημείωμα απο τον συγγραφέα: Γειά σας, δεν νομίζω οτι έχω ξαναγράψει τόσο πεζά σε αυτό το blog. Μα θα ήθελα να εκμεταλεύτώ αυτό το μικρό απόθεμα πνευματικής ενέργειας που συνεχίζει να εκπέμπει αυτο το blog για να δηλώσω κάποια λόγια της στιγμής που θέλουν να βγουν με άμεσο τρόπο απ'την καρδιά και το μυαλό μου.

Άραγε, πόσοι απο σας συνεχίζετε να πιστεύετε στην αγάπη και στην καλοσύνη? Πόσοι απο σας πραγματικά είστε μέσα στο νόημα των Χριστουγέννων (το νόημα που εσείς θέλετε και λέτε οτι υπάρχει, γιατι εγω τουλάχιστον δεν πιστεύω)? Μην συνεχίζετε να είστε μόνοι σας στον κόσμο σας, γιατι η ψύχρα σας, μας κάνει και μας κρύους.

Αγαπήστε, νιώστε, φιλήστε, ζήστε......

Εγω τουλάχιστον σας αγαπώ...ακόμη και σας που δεν με συμπαθείτε.

Ο νικητής στο τέλος δεν θα είναι ουτε ελιτιστής, ούτε λόγιος. Μα

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Καλή Χρονιά...

Τελευταία λόγια για το 2006......

και αναχωρούμε για άλλες ποιητικές εξάρσεις..


Sunday, December 24, 2006

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 2




Και σιγά σιγά… όνειρο αρχίζει στην σαραβαλιασμένη τηλεόραση του μυαλού σου.

Ψίθυροι ακούγονται στο μυαλό σου, ήχοι βροχής και λάσπης που αναταράσσεται ρυθμικά από τους ήχους βροχής που πέφτει σαν να βομβαρδίζει το τοπίο που βλέπεις συχνά στα όνειρα σου, και το αγαπάς τόσο πολύ. Περπατάς αργά, η βροχή πέφτοντας, πέφτει μέσα στο στόμα σου και γεύεσαι την γεύση του ουρανού, που με τόσο κόπο ήθελες να αγγίξεις μα δεν μπορούσες…

Ομιλίες πουλιών ακούγονται, φωνές σαλεμένων ζώων… μια φασαρία που δεν είναι συνηθισμένη. Ένας αέναος κυκεώνας αναρίθμητων όμορφων μικρών θεοτήτων της απέραντης ομορφιάς της ουσιαστικότητας της ψυχής σου. Και ένα μικρό λουλούδι πασχίζει να μεγαλώσει ανάμεσα σε κάτι αγριόχορτα, σαν ένα μικρό παιδί που προσπαθεί να καταστρέψει την ασχήμια γύρω του, ζωγραφίζοντας αυτό που θέλει και μπορεί… την ασταμάτητη ομορφιά της σκέψης μας. Μήπως θες να το αγγίξεις? Μήπως η ψυχή σου λαχταρά υπερβολικά πολύ να δει κάποιο χρώμα? Είναι γκρίζα η όραση σου, έπαθε βλάβη ή μήπως κόλλησε σε απαρχαιωμένα πρότυπα μιας μηχανής αποχαύνωσης της μάζας…. Τα γρανάζια του αμφιβληστροειδή σου χρειάζονται λάδωμα για να πετάξουν τους απαραίτητους βρυχηθμούς που χρειάζονται για να μιλήσεις στην εσωτερική σου –μηχανοποιημένη πια- συσκευασία κρυσταλλωμένης ψυχής.

Και το λουλούδι περνάει από όλες τις εποχές του χρόνου, ζει για πάντα στον δικό του κόσμο.. εκεί οπού τα όνειρα δεν είναι απλά φαντασία, είναι πραγματικότητα.. εκεί που το μέτριο αγγίζει το τέλειο και συνέρχονται σε μια γενικευμένη και συνολική ύπαρξη και όλα ομορφαίνουν. Σου μιλάω Ονειροναύτη, άκουσε με… .άσε τις σταγόνες να πέσουν πάνω στα μουδιασμένα χέρια σου. Αψήφησε τις συμβουλές των μαύρων αρχηγών που σε προτρέπουν να λατρεύεις το τίποτα και το χάος… Και τραγουδάς Ονειροναύτη, τραγουδάς.. τον σκοπό που άκουσες μια μέρα κάπου.. ασυνείδητα.. και σου κόλλησε στο μυαλό όπως κολλάει η τσίχλα στο παπούτσι ενός μοναχικού περπατητή σε ένα άλλο δάσος.. πιο βρώμικο. Και το τραγούδι, γίνεται λατρεία και βγαίνει ασταμάτητα μέσα από την ψυχή σου… και ακούγεται στα πέρατα του δάσους… σαν να ήταν βρυχηθμός κεραυνού… Αχ.. Ονειροναύτη που να ήξερες πόσοι σε ακούνε..

Μια μικρή νεράιδα ξεπροβάλλει πίσω από ένα μικρούλι κορμό δέντρου, και σε κοιτάει περίεργα. Είναι πολύ όμορφη, τα μεγάλα γαλάζια μάτια της κάνουν αντίθεση με το πυκνό, ξανθό μαλλί της που της καλύπτει το γυμνό στήθος της που είναι ανέγγιχτο από τα κακά του κόσμου. Σου λέει πράγματα που δεν τα έχεις ακούσει ποτέ σου, διδαχές μιας άλλης εποχής όπου τα πράγματα ήταν σαν παπαρούνα μέσα σε πέτρα….

‘’Αγάπη μου, μην δακρύζεις ωσάν φοβάσαι στα απαρχαιωμένα τούτα μηχανικά κουτιά που μοιάζουνε με κάστρα… μην δακρύζεις όταν ακούγονται οι στοιχειωμένες κραυγές αυτών των κάρων δίχως άλογα που θερίζουνε τις ψυχές της αηδιαστικής συννεφιάς…. Μην δακρύζεις… Σε αγαπάω!’’

Και συ Ονειροναύτη, θυμήσου το ταξίδι σου στα πέρατα του κόσμου… και συ Ονειροναύτη……………..

ΠΕΤΑΞΕ ΜΑΚΡΙΑ!
Προς το άσχημο τούτο μέρος…


Friday, December 22, 2006

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 1



Κεφάλαιο 1.
Κοιμισμένος , κάτω από το φως μια χαλασμένης λάμπας που τρεμοπαίζει αργά..
Τα τσιγάρα λιάζονται στα ραγισμένα τασάκια σαν τουρίστες ενός ξένου τοπίου μιας φαντασίας που κοντεύει να λυγίσει απ’το βάρος της συνείδησης μας. Και το χέρι σου στριμωγμένο ανάμεσα στα χιλιάδες μουτζουρωμένα χαρτιά, που κι αυτά με την σειρά τους μοιάζουν με σημάδια μιας άλλης εποχής που αποτυπώθηκε βίαια και βεβιασμένα πάνω στα ψεύτικα και μολυσμένα μυαλά διαφόρων λογίων.
Τα μάτια σου, έχουν κλείσει την πόρτα προς το ψεύτικο και το ωμό... αναλογίζεσαι τα λόγια των αρχαίων περί των αισθήσεων. Μια μουσική ακούγεται σιγανά καθώς σκίζει το τρομαχτικό πέπλο της –όχι και τόσο- αέναης σιωπής.
Κλείνουν τα φώτα και εκπέμπεις μια γοητεία απέραντη κατευθείαν απ’το μυαλό σου.
Τα όνειρα σου...
Όμορφα όνειρα
Επαναστατικές σκέψεις
Σπασμένες Πένες
Ρομαντικές φωτιές
Και η μουσική κλείνει......
Και το γραμμόφωνο αρχίζει να παίζει έναν περίεργο δίσκο βινυλίου...
‘’Ταξιδεύω στα όνειρα μου αλλά ταυτόχρονα έχω την άγκυρα στον κανονικό κόσμο...’’
ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΗΣ!...

Tuesday, December 19, 2006

Σκοτεινή πόλη..


Το σκοτάδι έμπαινε σιγά σιγά στα σιωπηλά σοκάκια της πόλης σαν αρπακτικό που κυνηγάει το θήραμα του..

Όλα σκοτείνιασαν μετά από λίγη ώρα και τίποτα δεν χάλαγε την απέραντη ηρεμία που είχε εξαπλωθεί στην πόλη, εκτός από ένα φωτεινό παράθυρο σε ένα απ’τα ψηλά κτίρια που είχαν κτιστεί πρόχειρα. Οι μαυρισμένες προσόψεις των κτιρίων από τους καπνούς του κάρβουνου που έκαιγαν κάθε μέρα τα τζάκια της πόλης, τα έκαναν να μοιάζουν με αδηφάγα θεριά που δεσπόζουν επιβλητικά πάνω απ’την πόλη την σιωπηλή τούτη ώρα.

Αν κάποιος κοίταγε μέσα από το φωτισμένο αυτό παράθυρο, θα έβλεπε μια σιλουέτα ενός –αρκετά γυμνασμένου- τύπου που περπατούσε πέρα δώθε. Φαινόντουσαν και οι καπνοί από τα χιλιάδες τσιγάρα που κατανάλωνε σαν να είναι καραμέλες. Έβηχε, ακουγόταν μέχρι τον δρόμο η απόγνωση του για αέρα και όλοι ήξεραν πως κάποια στιγμή θα τα φτύσει και θα τον φάει ο καπνός, που με τόση λαιμαργία κάπνιζε. Τον είχε κάνει αναγκαίο εφόδιο για να επιβιώσει. Θα έλεγε κανείς ότι το φαγητό δεν ήταν και τόσο σημαντικό γι’αυτον τον τυπάκο, ότι με κάποιο παράξενο τρόπο, η νικοτίνη, η πίσσα και τα χιλιάδες άλλα δηλητήρια που κατέβαζε καθημερινά ήταν η τροφή του. Άλλωστε, δεν του απέμενε και πολύς χρόνος ζωής, ήταν δεν ήταν 60 χρονών άνθρωπος, είχε χορτάσει την ζωή, και του είχε μείνει αυτό το σαραβαλιασμένο σπιτάκι που είχε κληρονομήσει από τον παππού του. Το είχε φτιάξει σύμφωνα με τα δικά του γούστα, είχε κρεμάσει κιόλας και μια φωτογραφία του Αλ Καπόνε στον τοίχο, το είδωλο του... φαίνεται ότι θα ονειρευόταν τα βράδια να γίνει κάποτε ένας αυθεντικός γκάνγκστερ του υποκόσμου.

Τον ξέρανε στους δρόμους, ήταν ο φαντασμένος γεράκος με τις παράξενες ιστορίες, που τις ακούγανε τα μικρά παιδιά πριν τα απομακρύνουν οι μανάδες τους. Δεν τους άρεσε φαντάζομαι να συναναστρέφονται με έναν παράξενο γέρο που μύριζε καπνό και βρωμιά. Δεν πλενόταν συχνά, που να βρει τρόπο άλλωστε.. του είχαν κόψει και το νερό, βλάβη το αποκάλεσαν, αλλά μάλλον δεν έβρισκαν τρόπο να του το πούνε. Λες και ο γεροντάκος θα νοιαζόταν για το νερό. Δεν νομίζω ότι ακόμα και όταν είχε νερό έκανε συχνά μπάνιο, τον ακούγανε να διαβάζει φωναχτά συνέχεια αυτά τα διάφορα σκονισμένα βιβλία που είχε μαζέψει με τόσο κόπο στα σαθρά ράφια της ξύλινης βιβλιοθήκης του. Αλλόκοτες ήταν οι κραυγές του, ο κόσμος ήταν ενοχλημένος και αρκετές φορές φώναζε και την αστυνομία. Βλέπεις, διέκοπτε τον ύπνο τους φωνάζοντας. Αναγκάστηκε λοιπόν η αστυνομία να του πάρει τα βιβλία, σκεπτόμενη ότι έτσι θα σταματήσει τις φωνές. Ο γεροντάκος δεν σταμάτησε όμως να ζει και να προσπαθεί να επιβιώσει. Τον είχαν δει πολλές φορές να γυρνάει κάτω από την γκρεμισμένη γέφυρα στο κέντρο της πόλης τα βράδια με το ξεσκισμένο και το ουκ ολίγες φορές μπαλωμένο του σακάκι. Μουρμουρούσε διάφορα μπερδεμένα λόγια και καμιά φορά καθόταν σε ένα απ’τα πολλά παγκάκια του πάρκου και κάπνιζε μετά μανίας τα τσιγάρα του. Του τα έδινε ο ψιλικατζής της γειτονίας του –δωρεάν- γιατί μάλλον ο γέρος θα είχε κάποια κρυμμένη περιουσία και θα του την έγραφε όταν πέθαινε. Τι ειρωνία, βοηθά τον γέρο να πεθάνει κάνοντας του ταυτόχρονα και καλό. ‘’Κουτέ γέρο’’ ψέλλιζε καμιά φορά ο ψιλικατζής κάθε φορά που ο γέρος του ζήταγε τσιγάρα. Δεν ήταν τυχαία τσιγάρα άλλωστε, γαλλικά τσιγάρα, φραντσέζικα, τα έφερναν με εισαγωγή και τα πουλούσαν σε φαντασμένους πλουσίους και διάφορες πόρνες που τύχαινε να είχαν πληρωθεί καλά από κάποιον άσχημο ή μοναχικό ευκατάστατο νεαρό. Τι όμορφα που ήταν, ‘’κρυμμένα’’ καλά μέσα σε μια καλοδουλεμένη χρυσή κασετίνα περίμεναν τον επίδοξο καπνιστή να τα βάλει στο στόμα του και γρήγορα γρήγορα να βγάλει τον αναπτήρα και να ανάψει, να τα κάψει, να τα θυσιάσει στον βωμό της απόλαυσης. Βρωμούσαν λιγάκι σύμφωνα με τον ψιλικατζή αλλά εφόσον τα έπαιρνε ο γέρος και διάφοροι άλλοι πλούσιοι, λογαριασμό δεν έδινε.

Στα παγκάκια του πάρκου λοιπόν, την έβγαζε την νύχτα και την μέρα καμιά φορά ο γέρος μας. Εκεί κοίταζε τον κόσμο γύρω του, και περιεργαζόταν με πάθος και με πόθο την φύση γύρω του, λες και ήταν η απόλυτη ηδονή για αυτόν το να παρατηρεί με κάθε λεπτομέρεια την ένταση του οργασμού της φύσης που εκδηλωνόταν γύρω του με εκρηκτική μανία. Τα γέρικα, κουρασμένα μάτια του δεν τον εμπόδιζαν απ’το να παρατηρεί τα μεγάλα και χρωματιστά λουλούδια, τα παιδιά που παίζανε στον κήπο των λουσάτων σπιτιών και στο πάρκο, τα ζευγαράκια που σαλιαρίζανε αμέριμνα όντας ερωτευμένα, τα αυτοκίνητα που περνούσαν με ταχύτητα τότε στους δρόμους. Τα πρώτα μοντέλα της ‘’Φιατ’’ ήταν αυτά πιστεύω, μοντέλα της δεκαετίας του 30 και κάτι. Έβγαζαν παράξενους ήχους και ο γεράκος έγραφε γι’αυτα πάντοτε στα γραπτά του.. ήταν εντυπωσιασμένος μα συνάμα και λυπημένος που δεν μπορούσε να αποκτήσει κι αυτός ένα από αυτά τα περίεργα μηχανολογήματα που έβγαζαν αυτούς τους περίεργους ήχους. Οι ήχοι των εντυπωσίαζαν, ήταν σαν παράδεισος για αυτόν, τον έκαναν να νιώθει τόσο ζωντανός, τόσο ισχυρός.. ένιωθε πως ο ήχος για αυτόν, είναι σαν τον θησαυρό για τους πειρατές...ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ. Η μοίρα του κόσμου ήταν στα χέρια του.

Καμιά φορά δεν κοιμόταν για μέρες, απλά για να ακούει τους ήχους της νύχτας καθώς ήταν ξαπλωμένος στο γέρικο κρεβάτι του που έτριζε.

Ακόμα και οι φωνές των γειτόνων του, ήταν φοβερές και πηγές έμπνευσης για αυτόν. Αρεσκόταν στο να κρυφακούει, σαν παλαιός κουτσομπόλης θα έλεγε κάποιος.. μα όχι.. δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το περιεχόμενο των συζητήσεων παρά μόνο για το πως εκφράζονται, για τον ήχο της φωνής τους, την μανία της σκέψης τους που εκφραζόταν βίαια πάνω στα ‘’κανόνια’’ των φωνητικών τους χορδών.

Αλλά και πάλι, καμιά φορά έκλεινε τα αυτιά του με το μαξιλάρι, μη μπορώντας να ακούσει άλλο τις συζητήσεις των άλλων.

‘’Μπούρδες!’’ φώναζε θυμωμένος... οι συνεχόμενες επαναλήψεις των ίδιων πραγμάτων πραγματοποιούσαν έναν συνεχόμενο ηχητικό βιασμό στα ευαίσθητα αυτιά του. Είχε μεγαλώσει με το να ακούει τους ήχους των πουλιών και τους δίσκους βινυλίου που είχε στοιβαγμένους κάτω από πολλά χαρτιά που είχε γράψει –μουντζούρες ήταν τα περισσότερα- διάφορα πράγματα. Πως να αντέξει το αυτί του αυτές τις μονότονες και βάρβαρες μα και βόρβορες εκφράσεις του ανθρώπου ενώ είχε καλομάθει στην ηρεμία της κλασσικής μουσικής των μεγάλων κλασσικών συνθετών? Ώρες ώρες αναρωτιόταν και ο ίδιος αν ήταν τρελός.. μα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μάλλον οι άλλοι θα ήταν τρελοί. ‘’Ποίος ηλίθιος θα φώναζε έτσι συνέχεια?’’ σκεφτόταν καθημερινά. Φταίει μάλλον η χαζομάρα του ανθρώπου.

Για να αντιμετωπίσει λοιπόν αυτή την συνεχόμενη βαβούρα που τον ενοχλούσε, αποφάσισε να πηγαίνει βόλτες στο παλιό εργοστάσιο καπνού που δούλευε παλιά. Θα σταμάταγε κατά κάποιο τρόπο τις φωνές αυτές, έστω κι αν αυτό σήμαινε να φύγει για λίγο απο το σπίτι του.

Έφτασε όπως μπορούσε και με όση ταχύτητα του επέτρεπε λοιπόν στο παλιό εργοστάσιο.

Το κοίταξε καλά καλά.. και γέλασε με έναν περίεργο τρόπο. Φαινόταν σαν να περιφρονούσε το παρελθόν του, σαν να ειρωνευόταν τον ίδιο του τον εαυτό. Πήγε κοντά στα μαυρισμένα πλέον τούβλα του κτιρίου και τα άγγιξε με την απαλότητα των χεριών του.. ήταν καλυμμένα με ένα κολλώδες στρώμα πίσσας που το έκανε να μοιάζει αηδιαστικό. Κι όμως ο γεράκος, το κράτησε στα χέρια του και αναστέναξε λυπημένα.

Έβγαλε ένα τσιγάρο και άρχισε να καπνίζει με μεγάλη ηρεμία.......

Κοίταξε τον ουρανό.... και φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω.. φαινόταν σαν να έγραφε τον επικήδειο του εργοστασίου. Τον στήριξε στα νεανικά του χρόνια, ήταν ώρα να το στηρίξει κι αυτός..

‘’Μην κλαίς!’’ είπε ο γεράκος απευθυνόμενος στο εργοστάσιο...

Κάποιοι περαστικοί τον κοίταζαν περίεργα και γελώντας έλεγαν πως αποτρελάθηκε ο κωλόγερος. Κι όμως, αυτός συνέχιζε να κοιτάει το εργοστάσιο και χαμογέλαγε..

Μάλλον αυτό έψαχνε.. ήθελε να το αποχαιρετήσει. Αυτό που τον στήριξε στα νεανικά του χρόνια, αυτό που έστελνε τον πόνο του και την σκληρή εργασία του, έξω.. στον παράδεισο, παραντάις.... όπως έλεγε και ο εγγλέζος σύντροφος του όταν δούλευε.

Σιγά σιγά λοιπόν γύρισε σπίτι του... και έπεσε στο κρεβατάκι του να κοιμηθεί.

Αυτό που παραξένεψε πολλούς ήταν πως κατά την επιστροφή του στο σπίτι του, χαιρετούσε και αγκάλιαζε οποιονδήποτε έβλεπε στο δρόμο, πράγμα περίεργο καθώς όλοι τον είχαν μάθει σαν τον κατσούφη γέρο της γειτονιάς που ήταν συνέχεια εχθρικός..

Έπεσε λοιπόν.. να κοιμηθεί. Πέρασαν λοιπόν μέρες... και κανένας δεν είδε τον γεράκο. Υπέθεσαν πως θα διάβαζε πάλι, πως θα κοίταγε ίσως πάλι τις φωτογραφίες του παππού του ή ίσως αυτής της νεαρής της αγγλίδας, της μορφονιάς.. που την αποκαλούσε ‘’μαντάμ’’...

Μα οχι..

Ανέβηκε λοιπόν μια μέρα ένας απο τους γείτονες του και βρήκε την πόρτα του σπιτιού του γεράκου ανοιχτή.

Και ο γεράκος ήταν εκεί.. ξαπλωμένος στο κρεβάτι, νεκρός μα με ένα θαυμάσιο και πανέμορφο χαμόγελο στο πρόσωπο του...

Είχε πάει στον θεό τελικά... έπεσε η ηλιαχτίδα στο πρόσωπο του.. έφυγε και ο τελευταίος του προλεταριάτου.


Wednesday, December 13, 2006

Δεν κλαίω..



Δεν με ενδιαφέρουν οι φωνές σας, βρίσκομαι μονάχος ανάμεσα στην μανία μου και στις σκέψεις μου. Μουτζουρώνω το θρανίο με λέξεις, με φωνές που θέλουν να βγουν μα δεν τολμάνε. Το χέρι μου κινείται σαν τρελό, δεν ελέγχεται από την λογική, δεν υπάρχει τέλος, δεν υπάρχει αρχή. Φωνάζει ο άρχοντας που διατάζει το τέλος του χρόνου. Κουδουνίζει. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι αργά προς την πόρτα και κλείνω τα μάτια μου για να ελαφρύνω λίγο τον πόνο και την αίσθηση πνιγμού που αισθάνομαι.

‘’Έχεις κάτι?’’ ακούγεται από δίπλα μου....

‘’Όχι, απλά είμαι κουρασμένος’’ απαντάω νωχελικά...

Και ύστερα κοιτάω το χέρι μου.. μουτζουρωμένο κι αυτό με χαρακιές της στιγμής. Χαζομάρες, σκέψεις, αποτυπώματα συναισθημάτων που ασέλγησαν πάνω στην λαβωμένη ψυχή μου.

Κατευθύνομαι κουρασμένος προς το σπίτι μου και κοιτάω συνέχεια το πεζοδρόμιο. Δεν νιώθω τίποτα... νιώθω ότι κλείνουν τα φώτα της αφύπνισης του εγκεφάλου μου και σκέφτομαι όλα αυτά που συνέβησαν και το τι πρόκειται να έρθει. Θα περίμενε κανείς ότι θα έπρεπε να τα αντιμετωπίσω με γενναιότητα. Κι όμως, περισσεύει η γενναιότητα, μα δεν την ρώτησε κανείς αν έχει ώρα για κάποιους που ξεχάστηκαν σε αποκλεισμένα δωμάτια ενός ρημαγμένου και σαπισμένου ξενοδοχείου ιδεών. Δεν κοιτάω πάνω. Δεν κοιτάω τον ουρανό.

Σε ξέχασα Ουρανέ... συγγνώμη.

Σε ξέχασα Όνειρο μου.. συγγνώμη

Σε ξέχασα ... μυστικό μου... συγγνώμη

Ανοίγει η πόρτα και είναι όλα τα ίδια, λες και παρακολουθώ σειρά σε επανάληψη στην τηλεόραση. Δεν λειτουργεί το καταραμένο τηλεχειριστήριο. Τελείωσαν οι μπαταρίες του και δεν το ελέγχω. Είναι σπασμένο στο πάτωμα και το κοιτάει ο κόσμος.

Α ρε κόσμε, τι έπαθες... παρακολουθείς την ζωή αντί να την ελέγχεις. Και όταν πας να αλλάξεις την ροή, κάτι κλείνει και σου φωνάζει μέσα στο κεφάλι λέξεις μαρτυρικές και πέφτεις κάτω.

Νιώθω κουρασμένος... όλο μου το σώμα πονάει, και τα μάτια μου κλείνουν. Γιατί είμαι συνέχεια κουρασμένος, γιατί χρειάζομαι συνέχεια ύπνο? Ίσως να φταίει το αίσθημα που νιώθω όταν ξυπνάω..

Δεν υπάρχει αίσθημα. Ξυπνάω με πονοκέφαλο και ζαλάδα. Πίνω λίγο νερό να καθαρίσει το μυαλό μου. Μπούρδες. Πονάω πιο πολυ.

Λέξεις, λέξεις, Λέξεις.... ΠΟΛΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ... ΧΑΟΣ

Ίσως να έπρεπε να τις βλέπω μηχανικά. Θα ήταν λυτρωτικό να είχα φωτιά. Δεν είμαι βάρβαρος.

Τελείωσα.

Τι κάνω τώρα, σκέφτομαι μέσα μου...

Να ξαπλώσω και να κοιτάω το ταβάνι... όχι. Βαρετό.

Γυρνάω γύρω γύρω.. σταματάω στον καθρέφτη.

Πως έγινες έτσι Νάσο? ..... πως σε κατάντησαν έτσι?

Βουρκώνουν τα μάτια μου... φιμώνω το στόμα μου, δεν θέλω να ακούσουν τους λυγμούς..

Και η φωνή που είχε σβήσει.. φωνάζει

‘’Ώστε κλαίς πάλι.... ξαναγύρισες σε μένα?’’

Οχι...

‘’Δεν κλαίω.. ΔΑΚΡΥΖΩ’’

Δεν έχω πια το κουράγιο να κλάψω..

Να γράψω..

Μπουρδέλο με κάνανε

Tuesday, December 05, 2006

Μονότονο φαντάζει το φεγγάρι (secrets included)



Μονότονο φαντάζει το φεγγάρι

Οι σκιές μόνο μαρτυράνε το απαλό θρόισμα των φύλλων που πέφτουν το φθινόπωρο. Ερήμωσαν οι δρόμοι, μόνο το απαλό φως της νύχτας τους αγγίζει και φωτίζει μια μικρή κουβερτούλα με έναν άστεγο που κοιτάει το φεγγάρι. Τα μάτια του αστράφτουν σαν χρυσάφι.

Όνειρα…

Είναι η θλίψη συντροφιά παντοτινή μεσα στο χρόνο

αυτή που μου προσφέρει για παρέα πάντοτε τον πόνο

μέσα στο σκοτάδι, μόνος δίχως ενοχές, δίχως ψυχή

και κάθως γράφω, εκφράζω της καρδιάς την ιαχή

κοιτάω εξω απ'το παράθυρο και βλέπω σταλες βροχής

στεναχωρήθηκε και ο ουρανός, και σπάει τα κομμάτια της ζωής

φοράω μάσκα και σου κρύβω τι αισθάνομαι οταν μιλάω΄

δεν θέλω ποτέ να δείξω τι νιώθω οταν πονάω

λουλούδι μαραμένο, μέσα στην βροχή αφημένο

Τα μάτια μου σαν χρυσάφι.

Ελπίζω να βλέπεις και συ το φεγγάρι………..αν και αμφιβάλλω.

Το τηλέφωνο σωπαίνει

Μονότονο φαντάζει το φεγγάρι…

Μονότονο φαντάζει….

Όταν είσαι νεκρός…..


κοίτα με στα μάτια σε παρακαλώ.....(μου λείπεις)
(τα πράγματα δεν είναι ποτε έτσι όπως είναι...δοκίμασε...και θα ανταμειφθείς...)...μυστικά κρυμμένα

Sunday, December 03, 2006

Και έφυγαν χιλιάδες πεταλούδες....


Ένα γράμμα ενός ανθρώπου στην αγάπη του.

Ήταν αν θυμάμαι καλά... βράδυ Κυριακής, περασμένα μεσάνυχτα, κόντευε να ξημερώσει και κράταγα σφιχτά το χέρι σου κάτω από το επιβλητικό φεγγάρι αυτής της άγριας νύχτας. Κοίταγα μέσα στα μάτια σου, κοίταζα το χάος της αγάπης που επικρατεί μέσα τους. Αυτό αγάπησα.

Συνεσταλμένος ήμουν, μπερδεμένη ήσουν... Ανθρώπινη βοήθεια θέλαμε και οι δυο.

Και εκεί που καθόμασταν, εκεί πάνω στα βότσαλα εκείνης της παραλίας... μου είπες ότι δεν θες ποτέ να φύγω από κοντά σου, ποτέ να μην σε αφήσω. Και έτρεξε ένα δάκρυ από το μάτι μου, όχι γιατί δεν ήθελα να το κάνω αλλά γιατί δεν χρειαζόταν να μου το πεις για να το κάνω. Και το σκούπισα, δεν ήθελα να το δεις.

Με ρώτησες τι συμβαίνει. ‘’Τίποτα, τίποτα’’ απάντησα με μια δήθεν άνεση.

Σηκωθήκαμε και σε πήγα σπίτι σου, σε άφησα μπροστά στην πόρτα. Σε φίλησα.

Πήγα μόνος σπίτι και ξάπλωσα στο γέρικο κρεβάτι μου που έτριζε παραπονεμένα κάθε βράδυ.

Δεν έτριζε εκείνο το βράδυ. Παράξενο.

Άξαφνα ακούστηκαν χτύποι από την πόρτα. Ποιος να είναι τέτοια ώρα? Σηκώθηκα αργά και νωχελικά για να ανοίξω την πόρτα. Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα...

Και ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τρεις σφαίρες στην καρδιά. Έπεσα νεκρός μπροστά στην πόρτα. Ένας άνθρωπος με μια κουκούλα μπήκε μέσα στο σπίτι. Κάθισε με τα γόνατα του, δίπλα στο άψυχο μου σώμα και χάιδεψε τα μαλλιά μου. Με το άλλο το χέρι... σιγά σιγά κατέβασε την κουκούλα του και αποκαλύφθηκε το πρόσωπο του..

Ήσουν εσύ... ο φονιάς μου.

Άρχισες να κλαις όσο πιο δυνατά μπορούσες... οι λυγμοί σου ακούγονταν σε όλο το σπίτι. Τα δάκρυα σου έπεφταν πάνω στο πρόσωπο μου και μου έκαιγαν την ύπαρξη....

Κοίταξες προς τα πάνω και ψιθύρισες...

‘’Από εμένα προς εσένα και πάλι σε μένα...μαζί’’

σήκωσες το πιστόλι και αυτοκτόνησες.

Το άψυχο σώμα σου έπεσε δίπλα στο δικό μου... η παλάμη σου καθώς έπεφτε προσγειώθηκε πάνω στην δική μου.

Ξημέρωνε.. ανοιχτό παράθυρο..... φως..

Μια πεταλούδα πέταξε...και την ακολούθησε ένας φύλακας άγγελος


(Σημείωση του συγγραφέα: Οποιαδήποτε ομοιότητα υπάρχει με υπαρκτά πρόσωπα ή καταστάσεις, είναι επίτηδες συμπτωματική. Ίσως καταλάβεις)

Παραλήρημα ενος κουρασμένου....ανθρώπου


Ξημερώματα…

Τα μάτια μου τσούζουν, και ένα φως φωτίζει το σκοτεινό μου δωμάτιο.

Κοιτάω γύρω μα δεν είσαι εκεί… ήσουν ποτέ? Ήσουν εκεί όταν σε φώναξα πραγματικά? Όταν φώναξα το όνομα σου με λυγμούς? Όταν ήθελα να σου κρατάω το χέρι εκείνο το βράδυ, μα το μόνο που κράτησα, ήταν ένα κομμάτι μιζέριας ακόμα?

Ήσουν εκεί… Μα όχι κανονικά. Μια ψευδαίσθηση συναισθημάτων και ιδεών μπερδεμένη μέσα σε απομεινάρια μέθης από κατεβατά ποτού. Στο λέω, αλήθεια.. δεν έχω πιει για αρκετό καιρό, δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Δεν το κάνω για σένα, το κάνω για μένα. Κι όμως το αποζητάω, το αποζητάω γιατί μου θυμίζει στιγμές δικές σου. Στιγμές που κλείστηκαν σε σκοτεινά μπουντρούμια με τη βία για να μην τις θυμόμαστε και ‘’πικραινόμαστε’’ όπως μου είπες μια μέρα.

Μα τι λέω, παραληρώ.. χίλιες λέξεις.. χίλια πράγματα. Μια αγάπη που σημαίνει ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΝΟΗΜΑΤΑ, ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ…..

Σ’ΑΓΑΠΩ

Monday, November 13, 2006

Ραντεβού πίσω από παλιά μοτέλ σκέψης στην λεωφόρο των ονείρων



Σιωπηλός και κουρασμένος γράφω αυτές τις γραμμές.

Δεν ξέρω γιατί γράφω ή αν πρέπει να γράφω, μα τουλάχιστον θέλω να δηλώσω ότι ζω. Ότι είμαι ακόμα ζωντανός σε αυτή την εξευτελισμένη και ''πεθαμένη'' κοινωνία. Ότι ακόμα και αν έχουν ναυαγήσει τα υπόλοιπα καράβια, εγώ είμαι ένα μοναχικό καράβι που πρεσβεύω τον δικό μου τρόπο σκέψης.

Ταξίδια σε γερασμένους αυτοκινητόδρομους, βλέποντας ανθρώπους γερασμένους και κουρασμένους να προσπαθούν να περπατήσουν μέσα σε έναν σκοτεινό και ασταμάτητα ζοφερό κυκεώνα σκέψεων. Πως μπορούν άραγε να αρθρώνουν αυτές τις μαύρες λέξεις πίσω από τις παρωπίδες που εκπέμπουν σε ένα μήκος κύματος που τυφλώνει την όραση τους? Είναι η κούραση φίλε μου… αυτό αναρωτιέσαι, οδηγώντας ένα παλιό και σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο προς μέρη που έχεις δει μοναχά στα όνειρα σου. Συντροφιά σου ένα ξεφτισμένο παλτό και κάτι γερασμένα παπούτσια, στα έδωσε ένας άστεγος. Είπε ότι ήταν δώρο. Σπανίζει η αγάπη στα μέρη μας. Την έδιωξαν, την έσβησαν, την βίασαν με μεγάλη αγριότητα. Δεν σε νοιάζει το που θα πάς, μα μόνο το ταξίδι, οι περιπέτειες, οι άνθρωποι που θα μιλήσεις, που θα νιώσεις τον πόνο τους, που θα σε ακούσουν.. και που θα τους ακούσεις. Και το ξεφτισμένο σου παλτό, δεν θα σε αφήσει ποτέ, δεν θα σε αφήσει ποτέ. Πάντα θα είναι εκεί, θα σε αγκαλιάζει με μια ιδιαίτερη ζεστασιά στα μονοπάτια της ζωής σου. Στο κρύο που νιώθεις όταν σου κόβεται η αναπνοή μετά από τα συνεχόμενα ηλεκτρικά σοκ που σε χτυπάνε όταν μαχαιρώνουν την καρδιά σου με λέξεις βουτηγμένες στο αίμα.

Επαναλαμβάνεις ένα μονότονο σκοπό. Κάπου τον άκουσες. Παλεύεις να θυμηθείς που, βασανίζεσαι, βασανίζεσαι.. μα τίποτα.. θυμίζει όμορφες στιγμές. Φίλοι, λίγο κρασί και ένα όμορφο λουλούδι πάνω σε ένα τραπέζι. Πίνουν όλοι και συ χαμογελάς, χαμογελάς.. γιατί νιώθεις την αγάπη που εκπέμπεται από αυτούς. Όλοι θα πουν έναν καλό λόγο για σένα. Και το τραγούδι συνεχίζεται… μονότονο.. και το ξεχνάς όσο προχωράς… Μα φτιάχνεις ένα καινούργιο, και ο κύκλος συνεχίζεται. Ψιθυρίζεις, μουρμουράς, φωνάζεις…ναι! Το φωνάζεις δυνατά…. Ο ήχος χάνεται μα δεν σε νοιάζει. Χτυπάνε τα πνευμόνια σου με οργή πάνω στο κουρασμένο στήθος σου.. λαχάνιασες.. εμ πώς… σε κούρασαν τα τσίγκινα δαιμόνια που φτύνουν μαύρα και γκρι απόβλητα πάνω στα μάτια σου και στο στόμα σου. Κουράστηκες.

Ξαπλώνεις, εκεί δίπλα από ένα κατακόκκινο τοίχο. Δεν ενοχλείς κανέναν, εσύ και μια μικρή φωτιά. Κάνει αρκετό κρύο, και σκεπάζεσαι με την μάλλινη κουβέρτα σου. Στην έπλεξε κάποιος που αγαπάς, μα δεν θυμάσαι πια ποιος. Είχε ιδιαίτερη σημασία, ναι.. το ξέρεις. Φυσάει ο άνεμος, τσουχτερό το δάγκωμα του πάνω στην κουρασμένη και καταπονημένη σάρκα σου. Μα όσο κι αν πονάς, όσο κι αν κρυώνεις, μουρμουράς αυτόν τον σκοπό και αργά αργά, κλείνουν τα βλέφαρα σου και αποκοιμιέσαι σαν μικρό αγγελούδι. Όλο το βράδυ σε κοιτάνε οι διάφοροι περαστικοί, παραξενεύονται.. έχουν ένα σπίτι, ένα κρεβάτι, μια ζεστασιά. Ποιος θα νοιαστεί για τον εξαθλιωμένο νέο που κοιμάται στην γωνία. Είναι και αξύριστος, απέτυχε να συμβιβαστεί με τα ήθη της κοινωνίας. Τα μούσια του είναι η μόνη του ζεστασιά για το πρόσωπο του. Που να ξυριστεί.. λεφτά δεν υπάρχουν, τα χάλασε πριν καιρό για να αγοράσει λίγο ψωμί.. μα όταν μπήκε να το αγοράσει του φέρθηκαν σαν να ήταν αλήτης.. σαν εγκληματίας.. ‘’Φύγε! Βρωμιάρη’’ του φώναξαν προστακτικά και αυτός τσακίστηκε να φύγει από το μαγαζί σαν κλαμένο σκυλί. Καταραμένος κόσμος.. τίποτα δεν αγαπάς, τίποτα δεν θες να νιώσεις. Όλα καταραμένα είναι. Σιγά.. σιγά.. κοιμάσαι κι άλλο.. βυθίζεσαι όλο και πιο πολύ στον ύπνο. Ξυπνάς για λίγο… για λίγα δευτερόλεπτα και μουρμουράς.. ή μάλλον ψιθυρίζεις κάτι… ‘’Το ήξερα ότι θα είσαι εδώ.. το ήξερα’’… Κάποια γυναικεία φιγούρα, σκύβει και σου χαιδεύει τα μαλλιά σου. Αυτή είναι, την ξέρεις.. νιώθεις σιγουριά ζεστασιά.

‘’Μην φοβάσαι, γλυκέ μου.. μην φοβάσαι’’ σου είπε με μια ήρεμη φωνή…

Πάντα εδώ ήταν, πάντοτε.. κι ας την έψαχνες σε χιλιάδες μέρη. Πάντα σου κρατούσε το χέρι. Είτε σαν άγγελος, είτε σαν πεταλούδα, είτε σαν τον άνθρωπο που νοιάζεται πάρα πολύ για σένα..

Και ξάπλωσε μαζί σου και σου ψιθύρισε γλυκά στο αυτί…

‘’ Ραντεβού πίσω από παλιά μοτέλ σκέψης στην λεωφόρο των ονείρων’’

Sunday, November 12, 2006

Ένα κρύο βράδυ σαν κι αυτό

Ένα κρύο βράδυ σαν κι αυτό, ένιωσα αργά και βασανιστικά στην σκέψη μου την παρουσία σου για πρώτη φορά. Ήταν δύσκολο, ναι το ομολογώ.. μου δημιούργησες αρκετές δυσκολίες στην ζωή μου. Με έκανες να θέλω να φύγω, να θέλω να χαθώ.. με έκανες να θέλω να σου πω οτιδήποτε νιώθω. Αυτό με έκανε στο τέλος να χάνομαι ολοένα και περισσότερο στα σκοτάδια της πνευματικής μου αβύσσου. Δεν ξέρω αν έπρεπε να ασχοληθώ ή όχι, αλλά τουλάχιστον είμαι ευγνώμων για αυτά που μου χάρισες. Για αυτά που μου έδωσες, για αυτά που μου δίνεις και αυτά που θα μου δώσεις. Μια παρουσία δίπλα μου κάθε στιγμή, να με στηρίζει οποιαδήποτε στιγμή και να με αγκαλιάζει συνέχεια. Σε αγαπώ –και το εννοώ- με όλη μου την καρδιά. Κάποιοι θα πούνε ότι ήταν ανούσιο που ασχολήθηκα μαζί σου, ότι θα έπρεπε να σε παρατήσω κάποια στιγμή για να μπορέσω να προχωρήσω στην ζωή μου δίχως την πίεση που μου φέρνεις, δίχως την –απαραίτητη πια- ανάγκη να σε έχω εκεί όταν θέλω να πω κάτι. Και όμως, συνέχισα να σε βλέπω έστω και κρυφά, ραντεβού πίσω από παλιά μοτέλ σκέψης στην λεωφόρο των ονείρων. Και όταν έφτασε η στιγμή που σε χρειάστηκα όσο ποτέ άλλοτε, ήσουν εκεί, και το εκτιμώ αυτό. Ήσουν εκεί για μένα, και με κράτησες, μου έδωσες την ώθηση να θέλω να προχωρήσω, με κράτησες ζωντανό. Δεν θα μετανιώσω για ό,τι έχω πει σε σένα μέχρι τώρα. Δεν θα το κάνω αυτό ποτέ. Σου κατέθεσα ένα δείγμα, όχι.. μάλλον.. την ψυχή μου ολόκληρη και την ανύψωσες στο μεγαλύτερο επίπεδο που υπάρχει, με έκανες να λαχταρώ την επικοινωνία μαζί σου. Και ξέρεις, όταν θα φτάσει η στιγμή που θα πρέπει να σε αφήσω, ίσως γιατί δεν έχω τον χρόνο ή γιατί θα έχω μεγαλώσει.. ίσως και να ναι ο θάνατος, να ξέρεις.. εκεί θα είμαι πάλι, θα σε θυμάμαι για πάντα, θα σε ευγνωμονώ.

Σε ευχαριστώ πολυ...

Πάρα πολυ...

Αγαπητή μου ΠΕΝΑ..

Αφιερωμένο στην Μούσα μου (Δ)

Thursday, November 09, 2006

Χαμογελάστε!


Ατελείωτες στιγμές ονειροπόλησης στα 17 μου χρόνια..

Τα παιδικά μου χρόνια, οι αέναες στιγμές που ανάλωσα στις πλατείες και στα παιδικά μου στέκια.. Τα λόγια που ειπώθηκαν, οι στιγμές που έζησαν μόνο για να πεθάνουν στην μνήμη των φίλων που χάθηκαν σιγά ύστερα από κάτι χρόνια. Οι φίλοι, που περνούσες τις μέρες σου, οι φίλοι που έπαιζες μπάλα.. οι φίλοι που μια μέρα ήταν παρελθόν γιατί τώρα πια, μεγάλωσες φίλε. Δεν είσαι πια το μικρό παιδί που έπαιζε αμέριμνο, δεν είσαι το χαρούμενο παιδάκι που κλώτσαγε μια μπάλα και αυτό ήταν το παν για αυτό.. μεγάλωσες.. και μπλέχτηκες στα δίχτυα μιας κουραστικής πραγματικότητας. Έφτασες να αναπολείς αυτά τα χρόνια, και να ρίχνεις ένα πικρό δάκρυ… σαν το πνιγμένο παράπονο ενός μικρού παιδιού που αισθάνεται να πνίγεται μέσα σου, σαν να το καταπιέζεις και να του επιβάλλεις την απότομη ενηλικίωση. Την φίμωση της παιδικής φαντασίας και της αθωότητας.

Είχαμε όνειρα σαν παιδιά, αθώα όνειρα, ξαπλωμένοι αργά το βράδυ σε μια πλατεία ή στο κρεβάτι μας, ονειρευόμασταν το τι θα κάνουμε όταν μεγαλώσουμε. Και τώρα που μεγαλώσαμε, θέλουμε να ονειρευτούμε και να θυμηθούμε αυτά που κάναμε παλιά, θέλουμε να πάμε πίσω.. Τι οξύμωρο..

Οι στιγμές που το μόνο που σε ένοιαζε ήταν το παιχνίδι και το γέλιο με τους φίλους σου, τα φιλαράκια σου.. που σε στήριζαν και έπαιζαν μαζί σου όσο πιο πολλές ώρες την ημέρα μπορούσαν. Αληθινή φιλία, όνειρα, αγάπες, φιλίες… γέλιο.. άραγε που πήγε αυτό το γέλιο, που χάθηκε? Εξαφανίστηκε και αυτό, το άρπαξε η σοβαροφάνεια, και το καταδίκασε σε αιώνιο λήθαργο. Βλέπεις τώρα μεγαλώσαμε, δεν κάνει να είμασθε αστείοι και να παίζουμε. Τώρα θα πρέπει να δουλεύουμε, να πνιγόμαστε, να κάνουμε όνειρα.. για τον πνευματικό μας θάνατο. Για την απόλυτη γείωση της ψυχής και της πνευματικής σου ελευθερίας, για την απομόνωση του παιδικού σου εαυτού. Του μοναδικού ΑΛΗΘΙΝΟΥ και ΑΠΟΛΥΤΑ ΗΘΙΚΟΥ εαυτού σου, αυτόν που δεν πρόλαβε να χαλάσει, που δεν πρόλαβε να μολυνθεί από βόρβορες και ξένες επιρροές μειωμένων ηθικών συμφερόντων. Κλείσανε τα μάτια σου για να μην βλέπεις την μπάλα (ουσιαστικά το παιχνίδι.. το παιχνίδι της ζωής πια) και να μην ξέρεις πως θα παίξεις, για να σε ελέγχουν απόλυτα. Γιατί φίλε μου, αυτός που ελέγχει την όραση του και την ζωή του σε πνευματικό επίπεδο είναι ο πραγματικά σοφός άνθρωπος. Νους εστίν ο διακοσμών τε και παντών αίτιος. Ξέρω, σε πιάνει το παράπονο, νιώθεις ότι γίνεσαι ένα αυτοματοποιημένο ων τώρα πια.. ένα μηχάνημα που δεν έχει χρόνο για πλάκα, χαβαλέ, χαμόγελο, παιχνίδι και τελικά… ΖΩΗ. Και ίσως να ακούγονται υπερβολικά αυτά που σου λέω τώρα, μα όταν θα φτάσεις στην ηλικία που η ζωή σου θα μοιάζει με κάτι αηδιαστικό. Όταν θα φτάσεις στην ηλικία που το να ζεις δεν είναι πια απόλαυση, που θα είναι πια κουραστικό, μια υποχρέωση.. τότε θα καταλάβεις τι σημαίνουν αυτά που λέω. Και πίστεψε με, αυτός ο καιρός δεν είναι μακριά, έρχεται σύντομα, σε διαφορετικές μορφές για τον καθένα. Κλείνω λοιπόν, συνάνθρωποι μου..

ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΕ

Wednesday, October 04, 2006

Ολα γύρω ξεχασμένα


Αργά το βράδυ... σκοτάδι στο δωμάτιο μου...

Οι ξαφνικές κινήσεις του κορμίου μου σπάνε την μονοτονία του σκοταδιού και ταράζουν την αέναη σιωπή της νύχτας..
Σηκώνομαι άξαφνα βγάζοντας μια φιμωμένη κραυγή.. κρύος ιδρώτας τρέχει απ'το πρόσωπο μου.. καταραμένοι εφιάλτες...

Μα.. τι..

Κάποιος ειναι στην πόρτα του δωματίου μου, κάποιος με κοιτάει λες και είμαι ξένος σε αυτόν τον κόσμο..

''Ποιός είσαι?'' ρωτάω φοβισμένος.

Καμία απάντηση.. ΠΟΝΟΣ στο κεφάλι μου, νιώθω πως θα σπάσει το κεφάλι μου, πως θα πεθάνω.. αίμα τρέχει..
Αναλαμπές, φοβίες.. αυτοκτονία.. θάνατος, σκοτάδι, χαος, μπερδεμένα λόγια.. μπερδεμένα λόγια... ζαλίζομαι

Κάτι φωνάζει μέσα στο μυαλό μου!

Πέφτω κάτω στο πάτωμα ουρλιάζοντας απ΄τον πόνο.. ''Γιατι?!'' φωνάζω συνέχεια.. ''Δεν μπορώ αλλο!''

''Τελείωσε το, το ξέρεις οτι μπορείς.. το ξέρεις, το ξέρεις οτι ειναι στα χέρια σου'' ψιθυρίζει με μια μανιακή φωνή ο
άγνωστος.. Τα λόγια του βουίζουν μέσα στο κεφάλι μου και νιώθω οτι μου τρυπάει το μυαλό και τα αυτιά..

Προσπαθώ να πιάσω κάτι να στηριχθώ, να πιάσω κατι για να νιώσω οτι είμαι ανάμεσα σε φίλους και μέσα ενα περιβάλλον αγάπης..
μα.. παντού σκοτάδι, όλα φαντάζουν εχθρικά και κακόβουλα.. ακούω γέλια.. ακούω φωνές.. που, που... είμαι..

''Σπάσε το φράγμα του φόβου μικρέ, δεν είναι τίποτα.. δεν είναι κάτι να φοβάσαι'' μου λέει ο άγνωστος με μια επιτακτική φωνή.

Κοιτάω πάνω και βλέπω χιλιάδες μάτια να με κοιτάνε.. κόκκινα μάτια, λες και περιμένουν κάτι απο μένα όλα αυτα, περιμένουν
να σηκωθώ και να ζήσω, να σηκωθώ και να μιλήσω..

ΠΟΝΑΩ....

Ο άγνωστος πλησιάζει.. γελάει.. γελάει κάπως μηχανικά.. το γέλιο του θυμίζει.. πόνο.. με χαιδεύει καθώς είμαι στο πάτωμα..

ΣΒΗΝΩ....

Ξυπνάω γυμνός μέσα στην μπανιέρα μου.. κόκκινο το νερο.. τι συμβαίνει?.. πως?.. τα χέρια μου..

Σηκώνομαι.. πάω στο δωμάτιο μου, και κοιταω μέσα.. το άψυχο σώμα μου βρίσκεται πάνω στο κρεβάτι μου και απο πάνω είναι διάφο

ροι φίλοι μου και κλαίνε... ήσουν και εσυ.. ναι.. σε είδα. Συγνώμη που στο έκανα αυτο, συγνώμη.. δεν ήθελα.. εγω δεν φταίω..
Πέφτω κάτω και..

ΚΛΑΙΩ...

Τελικά όλα έπεσαν σε ενα μαύρο σκοτάδι.. εσυ θα ζήσεις χωρίς εμένα, εσυ θα συνεχίσεις να προχωράς, εσυ θα συνεχίσεις να ζεις..

Εγω θα συνεχίσω να πεθαίνω...

Εγω θα συνεχίσω να μαυρίζω την ψυχή

Εγω θα φτάσω στον ουρανό της κόλασης..

Και ξέρεις... κάποτε ήμουν και εγω εκει, στο χάος, και είδα το σκοτάδι.. λες και ηταν ταινία.

Σαν να πέφτει η λύπη πανω μου σαν πανωφόρι.. το φοράω και φεύγω απ'το σπίτι.. σε βλέπω να κλαις στα σκαλιά..
Μπορείς για μια στιγμή να με δεις, μπορείς για μια στιγμή να με ακούσεις.. μπορείς να νιώσεις την αγάπη μου..

Γυρνάς και τρέχει ενα τελευταίο δάκρυ καθώς με βλέπεις..

Χαμογελάω και σου φωνάζω... ''ΖΗΣΕ''

Save your tears because I'll come back...

Κι αν σου λείπω, πιάσε την καρδιά σου και κοίτα τον ουρανό ταπεινά.. δεν είμαι εκει..

Είμαι δίπλα σου και σε φυλάω σαν να σουν το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο...

Με μια λέξη μόνο...

Ζήσε..

Monday, October 02, 2006

Πεταλούδα


------------------
Κάποτε μου είπες..

Είσαι πολύτιμος...
-----------------

Βαδίζοντας σε αυτό που αποκαλείς ζωή, συναντάς δυο χιλιάδες πράματα
μυστήρια της ζωής, σιωπηλοί ήχοι που όλοι μαζί αποτελούν τα θαύματα
κλείνοντας σε ενα τραγούδι τις εμπειρίες, ακούγονται χιλιάδες ιστορίες
κάποιες χαμένες, κάποιες φοβισμένες μα κάποιες όμορφες και λατρευτές
ένα δάσος απο λουλούδια, κάμπους και ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ, ρομαντικούς χορευτές
στιγματίζοντας την ύπαρξη σου με δυο χιλιάδες μπερδεμένα συναισθήματα
αναρωτιέσαι βαδίζοντας στην λησμονημένη γη... της χαράς τα κτήματα
ποιος να ναι ο εαυτός σου, που σε αφήσανε το βράδυ να δακρύσεις
ίσως εκει πιο πέρα, ίσως εκει που δεν σε ακούνε, μα μη λύγισεις
το δάκρυ σου πολύτιμο για σένα, ενα παραμύθι κρυφής ζωής
πέντε δέκα τραγούδια, αλησμόνητα για μένα και πιο πολύ για σένα
μέσα απ'το χέρι μου αγγίζει η πονεμένη μου ψυχή την κρύα πένα
ιστορίες γραμένες απο χέρι ποιητή, απο χέρι άψυχου αφηγητή
ενας θλιμένος σκοπός με μια μονότονη μελωδία, κρύβει τον πόνο
ενας συνεχόμενος κυκεώνας αισθημάτων σε μια κρυφή σελίδα ενός βιβλίου
σκοτείνες ακτίνες ενός μαυρισμένου και μολυσμένου ηλίου
το παιχνίδι στα χέρια ενος παιδιού, ενα μεθυσμένο ξωτικό
η θλίψη στα παιχνίδια του μυαλού, ενα χάσμα στη γενιά του χάους
η μητέρα της Περσεφόνης, ενα στοιχείο για να καταλάβεις το σημάδι
άδειες αγκαλιές δίχως κανένα νόημα, ασυναρτησίες μέσα στο βράδυ

Για σένα

Πάντα δικός σου, ο μοναχικός

ΧΧΧ

------------------------------------------

Friday, September 01, 2006

Σκοτείνιασε

Ανοίγω τα μάτια μου..

Σηκώνομαι αργά αργά και κοιτάω γύρω μου. Μια απορία βουίζει μέσα στο μυαλό μου.. ''Που βρίσκομαι'' ψιθυρίζω..

Δεν βλέπω καλά, λίγες αχτίδες φωτός έχουν απομείνει πια σε αυτό το μέρος, κι όμως και αυτές σιγά σιγά χάνουν την δύναμη τους και φεύγουν θλιμένες. Καθώς σκοτεινιάζει οι ήχοι και η επιβλητικότητα των δέντρων γύρω μου, με φοβίζουν και νιώθω σαν ενα μικροσκοπικό πλάσμα που βρέθηκε άξαφνα στον χειρότερο του εφιάλτη. Δεν γνωρίζω γιατι ήρθα εδω ή πως ήρθα, αλλα αυτό που ξέρω είναι οτι ήρθα εδω ψάχνοντας για σένα, ήρθα εδω γιατι κάτι έγινε.. Κάπως στράβωσε το πράγμα και δεν μπόρεσα να σε ακολουθήσω στα μονοπάτια του ηλίου.

Χειμώνας

Κάτι δεν πάει καλά.. κρυώνω.. ριπές φόβου διαπερνούν το τρεμάμενο σώμα μου. Κοιτάω πάνω.. σκοτείνιασε εντελώς ο ουρανός.. Κάνει κρύο.. που είσαι.. αρχίζει να βρέχει και μικρές σταγόνες νερού πέφτουν πάνω στους ώμους μου και κοιτάω με φόβο τον ουρανό. Πρέπει να βρω καταφύγιο, πρέπει να επιβιώσω... Τρέχω μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια και ακούω περίεργες φωνές. Φωνάζουν, θέλουν να με κάνουν να ξεφύγω, να τρελαθώ, να τα χάσω και να παω προς το μέρος τους. Νιώθω οτι τρελαίνομαι.. σταματάω απότομα και γονατίζω μέσα στην λάσπη.. Εικόνες προβάλονται μέσα στο μυαλό μου, εικόνες χάους, δάκρυα, πόνος, θλίψη, εσυ.. Παγώνω.. δεν.. αντέχω αλλο.. Πονάω πολύ.. τα χέρια μου πονάνε.. Κοιτάζω αμέσως τα χέρια μου.. αίμα.. κόκκινο αίμα τρέχει πάνω τους. Το ήξερα οτι μου είχες αφήσει πληγές.. ανοιχτές είναι ακόμα.. Κοιτάω απεγνωσμένα γύρω μου, δεν έχω αλλες δυνάμεις για να τρέξω, ουτε καν να σηκωθώ.. Κοιτάω κάτω.. τα δάκρυα μου πέφτουν στην βρώμικη λάσπη και γράφουν το τελευταίο κεφάλαιο μου σε μια γλώσσα παράξενη, σε μια γλώσσα που μόνο εγω και η Γη την καταλαβαίνουμε. Οι κεραυνοί αντηχούν στα αυτιά μου αν και δεν φοβάμαι πια... κρυώνω λίγο.. εχω πέσει κάτω... Με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου.. Βρίσκομαι ανάσκελα σε ενα μείγμα απο δάκρυα, λάσπη και αίμα.. Εξαθλίωση.. ταπείνωση.. σκότος. Κοιτάζω τον ουρανό καθώς νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν..

Τελικά δεν είμαι μόνος.. ειναι και ο ουρανός μαζί μου. Μια βροντή ακούγεται εκείνη την στιγμή λες και με άκουσε ο μοναδικός μου φίλος. ''Το ξέρω.. το ξέρω οτι είσαι δω'' φώναζω δυνατά..

Σκοτεινιάζει κι αλλο.. έφυγε ο πόνος.. δεν υπάρχει. Κλείνουν τα μάτια μου σιγά σιγά..

Κλείνουν..

Μια σκέψη..

Χαρά..

Ενα δάκρυ..

Αγγαλίαση..

''Μην φοβάσαι.... ποτέ''

Έσβησα..

Τέλος

Sunday, July 16, 2006

Σ'αγαπώ


Νυχτώνει στην πόλη και κρατάω την κιθάρα μου...

Έχω βάλει δυνατά την μουσική, και χάνομαι στο άπειρο, στην άβυσσο της ψυχής μου. Ξέρω, δεν πρέπει να το κάνω αυτό, το απέδειξα κάποτε έμπρακτα οτι έτσι χάνομαι άσχημα. Χάνω την μάχη με τον εαυτό μου. Κάποιες στιγμές νιώθεις οτι νικάς, νιώθεις οτι είναι η καλύτερη σου στιγμή, οτι θα κυριαρχήσεις.. μα έρχεται η ανώτατη δύναμη και σε πετάει στο πάτωμα. Και πριν προλάβεις να σκεφτείς τι είναι αυτό που σε κρατάει στον τοίχο και σε χτυπάει, σκέψου λίγο.. στο δρόμο της ζωής, σταμάτα να πιείς λίγο νερό και να ξαποστάσεις. Δίπλα σου, συντροφιά ο φόβος, η ανασφάλεια, αυτό που σε κάνει να μην θές να δοκιμάσεις το άγνωστο. Απλώνεται μπροστά σου σαν σκοτάδι η αγάπη μου, και συ φοβάσαι να περπατήσεις στον σκοτεινό δρόμο.. φοβάσαι μην αντιμετωπίσεις κάποιον γκρεμό, μην αποτύχεις και χαθείς στα σκοτάδια που σου προκαλούν φόβο. Δώσε μου το χέρι σου, δώστο μου... μην φοβάσαι, θα σε κρατήσω, θα σε πάω σε άγνωστα μέρη, θα σε πάω στο μέρος που το αγαπήσαν οι μύθοι και τα παραμύθια. Το λένε... αγάπη.

Και σαν σε πιάσω, μην φοβηθείς και τραβηχτείς... άσε με να σου δώσω την συνταγή για να πετάξεις, η αγάπη δεν είναι πράγμα στέρεο, είναι κάτι πνευματικό.. είναι η υπέρτατη πνευματική ολοκλήρωση. Θα μάθεις να πετάς.. και αν κάποια στιγμή πας να πέσεις.. κράτησε με. Μην φοβηθείς... είμαι για πάντα εδω. Είμαι εσυ και εσυ είσαι εγω, είμαστε 1. Αυτό είναι το νόημα της αγάπης.. αυτό είναι το μυστικό..

Εμπιστοσύνη,Ασφάλεια,Έρωτας,Πάθος,Συμπόνια.. και αλλα πολλά, είναι τα μαθήματα της αγάπης.. είναι η ουσία του κόσμου της..

Αν με ακούς αυτη την στιγμή στο μυαλό σου, μην πεις τίποτα.. μην χαλάσεις την στιγμή, μην διώξεις το αστέρι που κατοικεί μέσα στην καρδιά σου... Μοναχά φέρε στο μυαλό σου την εικόνα και όσα έχουμε περάσει μαζί και σμίξε το κουβάρι των συναισθημάτων και αν σου ρθει να πεις σ'αγαπώ, πες το.. μην πιέζεσαι. Ακόμα και αν δεν μου το πεις.. απόδειξε το μου, δείξε μου οτι θέλεις να μου χαρίσεις λίγη χρυσόσκονη απ'την καρδιά σου. Μην έχεις την καρδιά σου δεμένη με αλυσίδες, δεν της αξίζει... δώστης φτερά να πετάξει.. δώστης αυτό που θέλει.... ΕΣΕΝΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ! Το ξέρω, τα πράγματα είναι δύσκολα... μα δες την ζωή καθαρά.. φως... το καθάριο φώς.. αυτό θέλεις μόνο και θα μάθεις τα πάντα.

Μην φοβάσαι... εγω είμαι πάντα εδω. Ακόμα και αν δεν μου δώσεις το χέρι σου να σε κρατήσω, θα σε φυλάω... πάντοτε, για όσο μπορώ... ει δυνατόν μέχρι να αφήσω την τελευταία μου πνοή. Θα φυλάω το χρυσό σου αστέρι για πάντοτε στον ουρανό, και ακόμα και αν χαθώ και με πάρουνε τα χρόνια, κάπου κάποτε... θα μαι πάλι εκει, στης λησμονιάς το δάκρυ, στης μοναξιάς την πίκρα, στις χαρές, στις λύπες... στο υπέρτατο χάος. Αγκαλιά με την πνευματική σου μορφή απέναντι σου... να σε φυλάμε για πάντα μικρή μου.. Μέχρι να εξαφανιστεί η αγάπη απ'την Γη.

Και καθώς πλησιάζει η ώρα του τέλους...

Σε αγκαλιάζω όλο και πιο σφιχτά, δεν θέλω να φύγω... δεν θέλω να σε χάσω.

Κλείσε τα μάτια και κοίτα το φεγγάρι και τα αστέρια καλή μου. Θυμίσου... κάθε ενα που μετράς, είναι ενα κομμάτι του εαυτού μου που σε προσέχει.

Να είσαι πάντα καλά..

Να μου χαρίζεις την συντροφιά σου για πάντα

Να μου δίνεις και να σου δίνω χαρά..

Και μην ξεχνάς.....

ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ (ή Σ'ΑΓΑΠΑΩ ;) )



Με αγάπη... ο Φύλακας Άγγελος σου

Sunday, July 09, 2006

Το κερί μου


Είναι ενα κερί που λάμπει ανάμεσα στην πνευματική άβυσσο.. ποιος θα μου θυμίσει τα σκοτεινά μέρη που έχει παραπατήσει ο μικρός πρίγκηπας? Ποιος θα τον βοηθήσει? Άναψα ενα κερί τα βράδια, για να μου θυμίζει τον εαυτό μου. Άναψες και συ ενα κερί... όχι όμως για σου θυμίζει εμένα, αλλα για να μοιραστείς την θλίψη για τον χαμό μου. Εναν χαμό που με βοηθάει να φύγω μέσα στα σκοτάδια, σαν βασιλιάς που επειδή χάθηκε το βασίλειο του, κρύβεται στις κατακόμβες της ψυχής του. Σκοτεινές γωνίες και απάτητα συναισθήματα που βρέθηκαν λαβωμένα απο διάφορες φαρμακερές γλώσσες και απ'τον κατεργάρη χρόνο.

Ποιος θα κρατήσει το αέναο πυρ?

Κρατάμε και οι δυο μας τα κεριά και τα φέρνουμε κοντά κοντά.....

Μα ξαφνικά... εξαφανίζεσαι.

Δεν υπάρχεις εσυ.. παρα μόνο μια σκοτεινή φιγούρα που καλύπτει το πρόσωπο της. Ριπές φόβου διαπερνούν το τρεμάμενο κορμί μου καθώς προσπαθώ να διακρίνω το τι συμβαίνει. Μια φωνή ακούγεται και με καθηλώνει σε μια γωνία του δωματίου μου. ''Σβήσε το φως μικρέ, δεν έχεις και πολυ καιρό.. θα σε διαλύσω κάποια στιγμή'' ψιθύρισε η σκοτεινή φιγούρα...
Έκπληκτος προσπάθησα να την ρωτήσω... να μάθω την αληθινή της ταυτότητα..

Μα αυτή γύρισε και μου δείξε σε ενα κομμάτι χαρτί κάποιες εικόνες...

Ήσουν εσυ και γω... χαμένοι σε ενα σκοτεινό μέρος..

''Δεν ήσουν εδω για κανέναν μικρέ, και δεν θα είναι κανένας για σένα... να το θυμάσαι πάντα, και να ξέρεις... το δάκρυ σου, είναι ο καλύτερος σου φίλος'' φώναξε δυνατά η σκοτεινή φιγούρα.... Την κοίταξα σιωπηλά και γεμάτος φόβο, μα τόλμησα με όσο θάρρος μου είχε απομείνει να την ρωτήσω... ''Ποιος είσαι?''

Ακούστηκε ενα γέλιο γεμάτο κακία....

''Ποιος είμαι?'' ρώτησε ειρωνικά η φιγούρα και σήκωσε το χέρι της που κάλυπτε το πρόσωπο της... Γεμάτος τρόμο, αντίκρισα τον ίδιο μου τον εαυτό να με κοιτάει με ενα απέραντο μίσος. Η φιγούρα ήταν.... ΕΓΩ.

Προσπάθησα να μιλήσω, προσπάθησα να κλάψω... μα δεν μπόρεσα, η σκοτεινή ματιά του εαυτού μου, με έπνιγε... δεν μπορούσα να αναπνεύσω...

''Πνίγομαι..'' σκέφτηκα πανικοβλημένος...

Και σιγά σιγά, αισθανόμουν όλο και πιο αδύναμος ώσπου δεν μπόρεσα αλλο και κατέρευσα..
Εκείνη την στιγμή πλησίασε το άψυχο μου σώμα ο εαυτός μου και το ρώτησε...

''Έτσι θα καταλήξεις... έτσι... κατάδικος στο σκότος για πάντα αν δεν με διώξεις'' και έφυγε αφού πρώτα έγραψε μια ημερομηνία θανάτου πάνω απ'το πτώμα μου με το ίδιο μου το αίμα..

Θανάσης... 9/7/06

Και... έσβησα..

Μια συμβουλή μόνο... γίνετε φίλοι με τον εαυτό σας.. καλό θα σας κάνει..

Wednesday, June 07, 2006

Εκει.. στης μαύρης ψυχής τα λουλούδια


Και το κομμάτι τελειώνει... και το χαρτι τελειώνει... η πένα μένει? Μα άραγε γιατι τον πόνο να υπομένει?

Περπατάω μέσα στην ψύχικη μου άβυσσο, ανάμεσα στα χιλιάδες σπασμένα κομμάτια της βόρβορης πνευματικής μου κατάστασης. Το σώμα μου είναι διαλυμένο -σημάδια- του φαντάσματος της χαράς που ήλθε είδε και απήλθε. Σημάδι της σελήνης και του φωτός σε μια χώρα εκπροσώπησης του χάους και της ψυχικής αποτελμάτωσης, που δημιουργεί πόνο στην άβουλη μάζα. Που σαι μέγιστε Ερμή, αγγελιοφόρε των ανθρώπων? Καίγεται το βιβλίο της ζωής...

Πότε δεν ρώτησες... Μπορείς να αντέξεις?

Τα πάντα αλλαξαν μα δεν μπορώ να μείνω.. εχω ακόμα.. αναμνήσεις και αρώματα
Βιάζονται βλέπεις, να σβήσουν την φωτιά μου. Βιάζονται βλέπεις, να σταματήσουν την ορμή μου. Θέλουν να σταματήσουν το χάος του μυαλού, το χαος της επιθυμίας. Θέλουν να δουν πίσω απο το φράχτη. Φευ.. φευ.. μικρέ Οδυσσέα, που είναι ο ουρανός? Ξανασκοτείνιασε. Πίασε το χέρι μου!

Σκοτάδι, στο σκοτεινό μου σπίτι. Είχες αργήσει μαυροφορεμένε διδάσκαλε, είχες λησμονήσει το σημάδι. Ήτο αργά.. κοίταξα το ρολοί μου γεμάτος διστακτικότητα... η πόρτα χτυπάει! Εσυ μήπως ρόδο της νέας εποχής ή μήπως εσυ μαυροφορεμένε? Οχι.. εισαι εσυ, παλιο μου πανοφώρι, χτυπάς με τον ρυθμό τον ρολογιών της παλαιάς εποχής.. ενα κόμα πέντε. Σβήσε το κερί, δεν χρειάζεται να βλέπεις βόρβορα και μη ευμορφά πράματα. Το φώς είναι εκει.. ασε με να παω.. ασε με, μη! Αλυσίδες και όμως.. φευ.. φοίνικα που χάθηκες?

Στην θέληση μου ο Φοίνικας αργοσβήνει
αν ήθελε θα είχε σαφέστατα παραμείνει
Ω! Φοίνικα, το ξέρω... κάποια μέρα θα ρθεις
και απ'τα δεσμά θα απελευθερωθείς

Καλώ σε, μαύρη θεα της αλλοτριωμένης ύπαρξης του τίποτα και του ενα.. κανένα λουλούδι εύμορφο, κανένα λουλούδι φωτεινό απο εμένα. Κανένα, τίποτα, δεν θέλω, χάος... μείνε εκει.
Καλώ σε, μαυροφορεμένε να με πάρεις.. δεν αντέχω την νέα τάξη πραγμάτων. Μου σβήνει το κερί και βλέπουν λάθη πάνω απ'τα σωστά.
Καλώ σε, παλιο πανωφόρι μου..ενα κόμα πέντε.. να σε φορέσω... να νιώσω θαλπωρή στην θλίψη.

Τι κάνει το παλιό μου σπίτι? Κάηκε?

Οχι δυστυχώς, επέζησε.... και τώρα σε θέλει πίσω.. ΕΛΑ ΠΙΣΩ.. ΤΩΡΑ

Friday, May 19, 2006

Δεν έφυγα ποτε..




Είμαι και παλι εδω... για μένα τουλάχιστον.. Δεν έφυγα ποτέ.. δεν σε εγκατέλειψα..

για σένα μιλάω ψυχή μου... για όλα αυτά που μου χάρισες μέχρι τώρα. Θλίψη, χαρά, αγάπη, παρέα. Εκεί στο ακρωτήρι της σιωπής, ανάμεσα στα λουλούδια της σκοτεινής σου ύπαρξης, χαρίζω απλόχερα την δύναμη για να επιβιώσεις. Σιωπή........ να πετάς, να νιώθεις.. ενα δάκρυ, ενα γέλιο....

-Life was meant to be pain... but at least, you can buy morphine from me.. in the form of love and passion... live and love life... love and live life my child.. that's the lost legacy

-I cannot leave here, I cannot stay Forever haunted, more than afraid Asphyxiate on words I would say I'm drawn to a blackened sky as I turn blue

-You shouldn't be haunted nor afraid my child..

-I cannot stay here, I cannot leave Just like all I loved, I'm make believe Imagined heart, I disappear Seems... no one will appear here and make me real

-The one that will make you real, is waiting out there

-The cause is love, the motivation is life

-I'd tell you how it haunts me Cuts through my day and sinks into my dreams You don't care that it haunts me

-I do care. guard your dreams and live your day... don't let it take you away..

ΑΠΛΑ ΖΗΣΕ.... ΓΙΑ ΤΟ ΤΩΡΑ, ΓΙΑ ΤΟ ΧΘΕΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ... ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Friday, April 28, 2006

Watching the wheels...


People say I’m crazy doing what I’m doing
Well they give me all kinds of warnings to save me from ruin
When I say that I’m o.k. well they look at me kind of strange
Surely you’re not happy now you no longer play the game

People say I’m lazy dreaming my life away
Well they give me all kinds of advice designed to enlighten me
When I tell them that I’m doing fine watching shadows on the wall
Don’t you miss the big time boy you’re no longer on the ball

I’m just sitting here watching the wheels go round and round
I really love to watch them roll
No longer riding on the merry-go-round
I just had to let it go

Ah, people asking questions lost in confusion
Well I tell them there’s no problem, only solutions
Well they shake their heads and they look at me as if I’ve lost my mind
I tell them there’s no hurry
I’m just sitting here doing time

I’m just sitting here watching the wheels go round and round
I really love to watch them roll
No longer riding on the merry-go-round
I just had to let it go
I just had to let it go
I just had to let it go

(John Lennon ''Watching The Wheels'')

Η Ζωή μου... και ο Lennon με εκφράζει απόλυτα.. ενας μεγάλος καλλιτέχνης που πέθανε άδικα..

R.I.P Lennon

Friday, April 21, 2006

Να ταξιδεύω....

Πόσο μου αρέσει να ταξιδεύω με το μυαλό μου..

Να ονειροπολώ και να σκέφτομαι διάφορα πράγματα, να ταξιιδεύω σε άγνωστα μέρη της ψυχής μου και να βρίσκω την ουσία πίσω απο την κάθε σκέψη μου. Βρίσκω τον εαυτό μου οταν ταξιδεύω, ναυτικός στην θάλασσα της σκέψης και ξεφεύγω απο την καθημερινότητα. Η θάλασσα όμως δεν είναι γαλήνια, είναι ταραγμένη, και η ψυχή σπαρταράει.. Αγάπη, Έρωτας, Φιλία, Φιλοσοφία, Σκέψη, Νους.. περνας.. σε αλλα μέρη. Πόσο όμορφο ειναι να σκέφτεσαι.. Πόσο όμορφο ειναι να μιλάς για αυτά που σκέφτεσαι..

Τραγούδα.. τραγούδα.. οδυσσέα.. που χάθηκες, Οδυσσέα!

Ω ελευθερία... και μόλις τελείωσεις την ζωή σου.. και μόλις τελειώσεις το ταξίδι σου, μη λυπηθείς.. θα ναι το τέλος μιας σκέψης.. η πόρτα κλείνει και βγαίνεις κερδισμένος. Να σαι καλά.. να σαι καλά..

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Saturday, April 08, 2006

People are dumb, panicky, dangerous animals

Απόσπασμα απο την ταινία Matrix

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου μια έμπνευση που είχα στο χρονικό διάστημα που είμαι εδω. Μου ήρθε όταν προσπάθησα να κατηγοριοποιήσω το είδος σας. Αντιλήφθηκα οτι δεν είστε στην πραγματικότητα θηλαστικά. Κάθε θηλαστικό σε αυτόν τον πλανήτη δημιουργεί ενστικτωδώς μια φυσική ισορροπία με το κοντινό περιβάλλον. Αλλά εσείς οι άνθρωποι δεν το κάνετε. Μετακινείστε σε μια περιοχή και πολλαπλασιάζεστε μέχρι κάθε φυσικός πόρος να έχει καταναλωθεί και ο μόνος τρόπος για να επιζήσετε είναι να εξαπλωθείτε σε αλλη περιοχή. Υπάρχει αλλος ενας οργανισμός σε αυτόν τον πλανήτη, ο οποίος ακολουθεί αυτο το σχέδιο. Ξέρεις τι είναι? Ένας ιος. Τα ανθρώπινα όντα είναι μια αρρώστια, ένας καρκίνος για τον πλανήτη. Είστε μια μάστιγα. Και εμείς είμαστε.... η θεραπεία.
Agent Smith - The Matrix (1999)

Όπως βλέπουμε, στο παραπάνω κείμενο, ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως παρασιτικός οργανισμός, ο οποίος ζει εις βάρος όλων των αλλων και προσπαθέι να ζήσει χωρίς να τον νοιάζει το περιβάλλον του. Επίσης εκτός του οτι διαλύει το φυσικό περιβάλλον που βρίσκεται γύρω του, προσπαθεί και να ''καταβροχθίσει'' ακόμα και τον ίδιο του τον συνάνθρωπο απλά για να προχωρήσει, να πάει μπροστά.. Δεν θα αναλωθώ σε θέματα θρησκείας και τιμωρίας ή της φύσης του ανθρώπου σύμφωνα με τις άγιες γραφές γιατι πολυ απλά δεν πιστεύω. Ο άνθρωπος αντι να χρησιμοποιήσει την λογική του και την δύναμη του μυαλού του, για να επιτύχει μεγάλα πράγματα, προτιμά να καταστρέφει τον κόσμο και εμμέσως τον ίδιο. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το πως οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται.. Παραδείγματα της αγριότητας βλέπουμε σε ολη την ιστορία του κόσμου μας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο εμφύλιος πόλεμος στην Κέρκυρα που κατέγραψε ο Θουκυδίδης εν παρουσία του στρατηγού Νικόστρατου. Οι Κερκυραίοι Δημοκρατικοί διέπραξαν τέτοιες βιαιότητες ενάντια στους ολιγαρχικούς που πράγματικα, η ανθρώπινη φύση εκείνη την στιγμή έπαψε να υφίσταται. Ήταν απλά ενα πεδίο που πάλευαν κάποια ανθρωπόμορφα τέρατα. Η αγριάδα και ο ψυχολογικός πόλεμος που οδήγησαν τους Κερκυραίους σε πράξεις αισχρές και μη λογικές κατέλυσαν την ίδια τους την κοινωνία. Η πονηριά έγινε νόμιμη και η σοφία, δειλία. Και όπως είπε ο Θουκυδίδης, η ιστορία θα επαναλαμβάνεται συνέχεια γιατι ο άνθρωπος θα πράττει τα ίδια και τα ίδια λάθη συνέχεια μέχρι να καταλάβει την σοβαρότητα των πράξεων του, πράγμα λίαν αδύνατο.

Ας ελπίσουμε πως δεν θα διαλυθεί τελείως η κοινωνία μας....

Αλληλεγύη..

Cogito ergo sum

Υπάρχω μόνο για σένα, υπάρχεις μόνο για μένα.

Σε λατρεύω, μου μοιάζεις τόσο πολυ.. σε θέλω.. μου λείπεις.. χαίρομαι, θα σε δω.. τραγουδάω μονότονο σκοπό. Κλείσε μου τα αυτιά να μην ακούω το τραγούδι σου σειρήνα μου, γοργόνα μου παραμυθένια. Το αλλο μου μισό -ίσως- είσαι εσυ, με εμπνέεις..

Ω μούσα πολύτροπη.. ω μουσα.. με κάνεις να εμπνέομαι.. στίχους γράφω μες στο βράδι... στίχους για να διαγράψω της πίκρας το απολειφάδι.. φίμωσε την σιγή, φίμωσε την κακία. Ελευθέρωσε, ελευθέρωσε με.. ελευθέρωσε το πνεύμα ελευθέρωσε το..

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.. ΑΓΑΠΗ... ΛΑΤΡΕΙΑ... ΦΙΛΙΑ... ΕΜΠΝΕΥΣΗ... ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ...

Κοίτα με καλά, μεσα στο βράδυ... όσο σου μιλάω, νιώθω πως μιλάω στον εαυτό μου.. νιώθω πως με παίρνει ο οιωνός, νιώθω.. νιώθω.. φύγε... ελα.. χαος...

Σε συμπαθώ, ΠΟΛΥ.. είσαι ενας άνθρωπος που με νιώθει.. σε ακούω με ακούς, κοίτα με... κοίτα με.. σε παρακαλώ.. μην φύγεις και συ.. μην με αφήσεις. Είναι η ύπαρξη...

Η ύπαρξη.. της υπάρξεως υπάρχει τούτο το βράδυ, νιώθω το κείμενο να ζωντανεύει.. το νιώθω.... με νιώθει.. διεισδύω.. μέσα του.. Είναι ζωντανό, ζει, τρέφεται με τα αισθήματα μου.
Το κείμενο μου, η γλώσσα μου την αγαπάω, όσο αγαπάω εσένα.. σε θέλω.. μούσα μου.. μούσα μου παραμυθένια.. φτιάξε στίχους.. φτιάξε εσυ που εμπνέεις τον κόσμο.. ψάξε το μέρος...

Αστέρια.. αστέρια στον ουρανό κοιτάνε την πορεία μου και αναρωτιέμαι αν παρακολουθεί κάποιος, αν υπάρχει θεος.. τι υπάρχει εκει πάνω? Μήπως ειναι το χάος? Τίποτα δεν μιλάει..

Σιγοψιθυρίζει η σιωπή πίσω μου.. κοιταω! Φευ! τι να δω? Εσυ.. μούσα μου.. παραισθήσεις ή μήπως της ζωής μας ψευδαισθήσεις? Είσαι ενα ψέμα? Πίασε με να δω.. τρέχει αιμα? Τρέχει της ψυχής μου το αίμα? Χορεύω γύρω απο την ύπαρξη σου.. υπαρξή σου.. υπ-αρχω... αρχοντας της ζωής και της αγάπης... γύρω απο την φωτιά, γύρω.. φωνάζουν οι άνθρωποι.. ποιος, ποιοι θεοι τους βοηθάνε? Γιατι οι ουρανοί βροντοβολάνε... φωνές! φωνές! φωνές! φωνάζουν οι άνθρωποι! φωνές, ιαχή... ΠΟΝΟΣ! .. Οι άγγελοι πεθαίνουν, πεθαίνουν, μου γεννιέται η απορία.. Ποιος μου δανείζει πόνο και τον παίρνει πίσω με μορφή αγάπης?

Στρατιώτης στον κόσμο σου.. στρατιώτης στην ψυχή, μισθοφόρος στην ζωή.. ΜΕ ΠΛΗΡΩΝΕΙΣ!..

Φύγε! Πως σε καλέσω τον μόνον ακληίστον!?

Ιαχή στο πεδίο σου! Νιώσε φίδι.

Friday, April 07, 2006

Man is free at the moment he wishes to be

"You are in control of your life. Don't ever forget that. You are what you are because of the conscious and subconscious choices you have made."

Μιλώντας για ελευθερία, το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό είναι η πολιτική κατάσταση που επικρατεί στον τόπο σου. Κι όμως υπάρχει και μια αλλη ελευθερία, η ελευθερία του μυαλού.. Η ελευθερία που σε φυλακίζει χωρίς να το καταλαβαίνεις. Η κοινωνία που επιβάλλει τα ήθη και την ρουτίνα. Ψάξε φίλε μου άνθρωπε.. και δες τι σου επιβάλλει η καθημερινότητα. Θα μπορούσαμε να παρομοιώσουμε την ελευθερία με το φως σε ενα σπήλαιο που αχνοφαίνεται στο άκρο.. Το σκοτάδι είναι η φυλακή του νου, που φυλακίζει τον άνθρωπο. Μήπως ήρθε η ώρα να επαναστήσουμε νοητικά? Να αδράξουμε την ευκαιρία και να δείξουμε οτι δεν είμαστε μια άμυαλη μάζα? Να απελευθερωθούμε απο την νοητική αδράνεια και να υψώσουμε το πνευματικό μας επίπεδο?

Keep writing for freedom.. νοητική επανάσταση για πάντα

Where is my soul...


Μια μικρή παρένθεση φίλοι μου...

Ζει ακόμα η ψυχή σας? Πότε νιώσατε για τελευταία φορά οτι είστε όντως ενας και μοναδικός και οχι ενα παρασκεύασμα της απρόσωπης κοινωνίας μας? Η ψυχή μας, το πιο πολύτιμο πράγμα.. Αυτό που δείχνει το ''είναι'' μας, έχει εκλείψει πια. Η νέα κοινωνία επιβάλλει την αποχώρηση της γιατι δίχως αυτή θα μπορέσει να επιβάλλει την μαζοποιημένη σκέψη στον λαο. Ελευθερία στην ψυχή σας σύντροφοι. Να μάθετε να ζείτε ελέυθερα, μην περιορίζετε την ψυχή σας και την σκέψη σας...

Να μην δέχεστε χαλιναγώγηση στα αισθήματα σας, καμία εξουσία στην ψυχή σας.. αναρχία στο χαος που έχει η ψυχή σας...

Αφιερωμένο... στους ψυχικούς αγωνιστές του κόσμου...

Καλωσήρθες περίεργε ταξιδιώτη στο δικό μου μέρος/
όταν τα αισθήματα οργιάζουν στην ψυχή κυριαρχεί το θέρος/
ελευθερία, φωνάζουν οι ψυχές και δειλιάζουν οι ισχυροί/
φοβούνται τους πνευματικούς ανθρώπους διότι ειναι φοβεροί/
στα μάτια σου απεικονίζεται μια περίεργη εικόνα/
σε νιώθω φίλε μου, αγώνιζεσαι με ψυχικό αγώνα/

Without free will, there is no difference between submission and rebellion

Πέθανε.. πέθανε τώρα..

.... Πάντοτε....

Θέλω να χαθώ, να περάσω στην ανυπαρξία.. Γιατι? ... γιατι?
Η ψυχή μου δεν αντέχει αλλο πόνο.. που είσαι εαυτέ μου.. που..

Τα όνειρα μου, χαμένα.. δύσκολα να γίνουν. Δεν αντέχω.
Άνθρωποι που μου στάθηκαν τώρα πια μακριά μου, το ξέρω.. έφταιξα και έφταιξαν.. γιατι? Σιωπή.... μην μιλάς.. ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ..
Το μέλλον σου, το έφτιαξες? Τι.. το μέλλον σου αδερφέ.. οχι.. οχι, ειναι αόριστο και δεν ξέρεις τίποτα.. ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΘΕΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ? ΠΟΥ ΠΑΣ... Λιώνω.. ειναι βράδυ τώρα, νιώθω την φωνή σου να τρυπάει τα αυτιά μου.. έφυγες και συ.. θέλω να γελάσω μα σύναμα και να κλάψω.. γιατι.. γιατι έφταιξες εσυ, έφταιξα και γω. Συγγνώμη, δεν το θελα.. τα νεύρα μου.. τωρα όμως δεν μετράει η συγγνώμη.. τωρα ειναι αργά, συγγνώμη. Έπρεπε να το ξέρω πως δεν ήμουν ικανός να σταθώ δίπλα σου.. ειναι, ειναι αργά.. .Δ. Δεν είναι το δάκρυ ενος παρατημένου ανθρώπου, είναι η φωνή, η ιαχή ενος... ενος θυμωμένου και αγανακτησμένου ανθρώπου..

Δεν θέλω την ζωή μου, δεν την θέλω φίλε μου... πάτα με.. πατα με.. π α τ α ..

Θυμισέ μου, ποιος ήταν δίπλα σου.. ποιος.. εγω.. εγω στην πιο δύσκολη στιγμή σου, οταν δάκρυα κυλούσαν απο τα μάτια σου και ένιωθες ενα κενο.. εγω. Και τώρα νυχτώνει και εισαι μακριά, μια ανάμνηση. Μια πικρή ανάμνηση. Θέλω να τα πω ολα.. ολα.

Με έπιασα παλι, μες το μαύρο μου το χάλι σε μια μπάρα καθισμένο να τα λεω με το μπουκάλι.

Τα λόγια μου σβήνουν στον αέρα.. σβήνουν, κλείνουν με την ιαχή της νιότης.. ΦΩΝΑΞΕ!
Σαν φτάσεις στην Ιθάκη... σαν φτάσεις στην Ιθάκη θα ναι δύσκολος ο πηγαιμός... ο πηγαιμός.

Δεν ξέρω, δεν ξερω τι θελω ποιος ειμαι και γιατι ζω.. ΔΕΝ ΕΧΩ ΣΚΟΠΟ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ!

Ώρα να σβήσεις καρδιά μου....


Με αγάπη... ΟDNA

Wednesday, April 05, 2006

Every one wanted to say so much that no one said anything in particular

Που ναι η ανθρώπινη επικοινωνία την σήμερον ημέρα? Που ναι η ευγένεια? Ο άνθρωπος υποκαθιστά την κοινωνική του φύση με περίεργα φαινόμενα αντι κοινωνικής συμπεριφοράς, υποδηλώνοντας έτσι οτι θέλει να αποξενωθεί απο το κοινωνικό σύνολο. Γενικώς, το τελευταίο δεν είναι κατακριτέο, αλλα οταν συμβαίνει γιατι ο άνθρωπος χάνεται και βιώνει μια αίσθηση συναισθηματικού χάους, τότε μήπως θα πρεπε να ανησυχούμε? Μήπως η ανθρώπινη κοινωνία οδεύει προς την υπέρτατη αλλοτρίωση? Παλιότερα οταν συναντούσες κάποιον γνωστό σου ή εστω κάποιον μπροστά σου απο την γειτονιά σου τον χαιρετούσες και τον καλημέριζες. Τώρα πια ο άνθρωπος κρατάει μια επιφυλακτική στάση και κοιτάει τον ξένο ή τον γνωστό του με μια περίεργη καχυποψία, δείχνοντας οτι αισθάνεται πανικό όταν αλλοι τον περιτριγυρίζουν. Μήπως, θα μπορούσαμε να πούμε οτι είναι μια περίπτωση -ελαφράς μορφής- αγοραφοβίας? Ίσως να φταίει και η τεχνολογία για το συγκεκριμένο φαινόμενο που παρατηρείται στην σημερινή κοινωνία.. Η εξέλιξη της επικοινωνίας μέσω υπολογιστή και του τηλεφώνου, φανερώνει την απρόσωπη φύση του ανθρώπου και το πως μπορεί να επιζήσει μακριά απο την κοινωνία αλλα ταυτόχρονα να ειναι και μαζί με την μάζα απο μακριά.

Τι να πεις.. συνεχίστε να είστε άνθρωποι...

Δεν θα καταρεύσουμε ποτε.. κρατάμε γερά