Tuesday, March 31, 2009

Ωραία πινακίδα

Μυρίζει αρώματα το μαξιλάρι

λουλούδια και ουσίες

μαλλιά

και λιγοστεύει ο αέρας

στα δέντρα απαλά γδέρνονται τα γόνατα μας

σαν έρωτας σε εργοστάσιο τριανταφύλλων

φωνάζω

και ο ορίζοντας πλησιάζει

και τα μαλλιά σου, αποθήκες για λουλούδια

χρυσάνθεμα, ηλιαχτίδες

να αγριοκοιτούν το φεγγάρι στα πρώτα του βήματα

στο μυαλό σου, στα εφηβικά του σκιρτήματα

εγώ, και ο κόσμος μου γεμάτος

απο του προσώπου σου τους φεγγίτες

στις πιο γλυκές νότες

οι χορδές του λαιμού σου

πως μου λείπουν οι σονάτες

να φυσάει το αγέρι, να παρακολουθώ με γοητεία το αγόρι

που κοντοστέκεται

στα παραθυρόφυλλα

να γρυλίζει η κάθε σου λέξη

να παίζει με τα δάχτυλα μου

να νιώθω δυναμίτης

κάθε φορά που μεταμορφώνομαι σε φυτίλι

και να πεθαίνω μόνος


Σε δευτερόλεπτα, μετριούνται τα συναισθήματα

χοροπηδούν μέσα σε κασέλες ροδινές

διακοσμημένες με χρυσά αστέρια

σκληρά κλειδώνω τον ιδρώτα μου σε ψεύτικες συνθήκες

ανήκω στον κόσμο, ανήκω στο παράθυρο

να ανοίγω τα φτερά μου, να προσπαθώ

σε κάθε βήμα, να ψιθυρίζω

να ψιθυρίζω ακατανόητες αλληλουχίες αγάπης

να μεταφράζω τον έρωτα σε λογικές συνέπειες της χημείας

να λογικεύομαι, υπο βροχή συμβουλών και αστείων

γιατι δεν πας μπροστά, δεν χάνεσαι στο λυκόφως

απόψε, παραδίνομαι, γίνομαι πεφταστέρι

ως τα γεράματα, ωσπου να κρώξει ο αλέκτωρ

να ξυπνήσω μια μέρα

βρώμικος σαν απο παιδικό παιχνίδι

με λάσπες στα χέρια και στα γόνατα

να γίνω επιτέλους εραστής της μέρας

να ξέρω πως δεν τελειώνει πια η μέρα, μα μόλις αρχίζει

δεν είμαι αστροναύτης, δεν ταξιδεύω στα αστέρια

γεννήθηκα απ'αυτα, πετάω χρυσαλίδες

μέσα στης ψυχής σου τις πυγολαμπίδες

αυτές που απεγνωσμένα, τουρτουρίζουν στις γωνίες του πιο μικρού σου δώρου

στα κεριά, εκεί, που μοιάζουν όμοιες με σένα


Πως μπορέσαμε να αγγίξουμε το χάος, να γίνουμε φαρμακεροί

καλπάζοντας να χάνουμε τα βήματα μας

και το παιχνίδι μου, να αφήνω στο σκοτάδι

να πιτσιλάει την κάθε μου ημέρα, σαν έκρηξη φωτός

να σπάνε οι αχτίνες στα μάτια μου

να γίνεται οργασμός

και το κορμί να τουρτουρίζει

να ψάχνει για ιδέες, για φωνές

να ψάχνω για ιδέες, και ας μη μπορώ να τις αγγίξω

να γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο

και ας είμαι φοβισμένος, οταν ξημερώνει

μα σαν μικρό παιδί, σφίγγω όλο και πιο δυνατά

τα χέρια μου να μελανιάζουν απ'το κρύο

και γω να ουρλιάζω

κατάκοιτος απο τον πόνο, απο την αγωνία

απο τα δευτερόλεπτα που περνάνε και με ξύνουν, που σπάνε πάνω μου γυαλιά

να ουρλιάζω, δεν φοβάμαι, δεν είμαι αίμα για να στάξει

πέτα, στο ορκίζομαι, πέτα

θα αγγίξεις την στιγμή

δεν έδωσα φτερά που να πετάνε, μα μόνο σε λυγίζαν

σε φτάσανε στον ήλιο

ανώριμο κι ηλίθιο

μα δεν ρωτάς, δεν ενδιαφέρεσαι

κι αν μια μέρα

ανοίξεις την πόρτα, θέλοντας να ουρλιάξεις

τα σωθικά σου να αντιλαλήσουν στους διαδρόμους

να ψύξεις τα συναισθήματα σου

και αν μια μέρα, θες να πετάξεις

δεν θα μαι εδω, αστέρι θα χω γίνει, στον ουρανό να το κοιτάς

να περπατάς, μέχρι τα πόδια σου να λυγίσουν, στο χώμα σου να με βρεις, σαν την παλιά

καλή,

Δεξαμενή.


.αφιερωμένο.



Thursday, March 19, 2009

Οργή


Αναταραχές στις φλέβες μου θαρρώ πως νιώθω

τα μάτια μου κοκκινισμένα

σαν σταυρωμένες λεωφόρους με νότες μουσικής

για μια φορά να μάθω ακριβώς τι παριστάνω

τον ιχνηλάτη, τον κυνηγό ή το θήραμα

να μάθω ρε διαολεμένοι

τι μου φυλάτε, πίσω απ'αυτα τα αγριεμένα χέρια

τι κρώζουν οι φωνές

στα ανήλιαγα σοκάκια της Αθήνας

εκεί που σαλεύουν οι σκιές, σαλεύουν τα μάτια σας

και γίνονται τέρατα, ουσίες, μπάζα

που με πλακώνουν, με σκίζουν τα κορμιά σας


Τι είναι αυτό που στροβιλίζεται

σε κάθε μου άκρη

σαν παράνοια

τι είναι αυτό που τα βράδια βράζει

στα σωθικά μου μέσα

μην είναι το μίσος

που τόσο πολύ πρεσβεύω

τα αποχαυνωμένα σας κορμιά

με πάθος παρατηρώ

και η φωτιά που καίει, αυτή που τα σπάργανα θερίζει

μονότονα χωλαίνει μπροστά στην αηδία

στην αηδία που με αγκαλιάζει

όταν σας βλέπω, ρεμβάζοντας, να διεκδικείτε χαλεπούς οιωνούς


Ονόματα, δεν έχουν σημασία

ουσίες και αυτά

σαν ποίημα της Κατερίνας Γώγου

ωμό και αληθινό

Δεν είναι εικόνες της Ομόνοιας, δεν είναι μετανάστες

είναι χειρότερα τα πράγματα

είναι δυναμίτες, είναι τιτάνες

είναι σφυριά που μας βαράνε νυχθημερόν

στα άκρα μας, μας τραβάνε σαν τον Προκρούστη

είναι οι νύχτες

είναι τα ονόματα

που ακούγονται σαν στρόβιλοι

μέσα στις καμάρες

που ταράζεται ο σοβάς, και πέφτει σαν αστέρι

τα δωμάτια, ψυχρά, ατενίζουν τα σκιώδη μνήματα


Τι έχει μείνει βρε διαόλοι

πως μοιάσαμε σ'αυτους τους καημένους

τους μετανάστες, τους ανάπηρους

πως μοιάσαμε, πως γίναμε

σαν ψεύτικοι κυκλώνες

περικυκλώνουμε

το κορμί μας με δήθεν αυταπάτες

με δήθεν έρωτας και αγάπες

η βρώμα μας, η βρώμα σας αιώνια

δεν την αντέχω άλλο πια

και να λεγε κανείς, οτι ειναι για το καλό σας

μια σφαίρα ηλιθιότητας για το εξημερωμένο καύκαλο σας


Κάθε μέρα, κάθε νύχτα

εγω να αναρρωτιέμαι, να γίνομαι κομμάτια

να ψάχνω λόγους και ευθύνες

να εκτοξεύω ύβρεις με τα χέρια μου σφιγμένα

να παλεύω με τα σεντόνια

που πάνε να με πνίξουν

σαν τα χέρια σου

σαν τα χέρια του

του καθενός

και μην ανησυχείς, δεν είσαι μόνο εσύ

είναι χιλιάδες πρόσωπα

αποτυπωμένα στους εφιάλτες μου

μα δεν με ξέρεις ρε, δεν είμαι άγαλμα, δεν είμαι ανάμνηση

δεν είμαι το κορμί σου, να σβήνεις τα τσιγάρα των στιγμών

δεν είμαι απλά ο αέρας να φοράς ζακέτα

δεν είμαι βροχή για να προφυλάσεσαι με την ομπρέλα

είμαι κάτι χειρότερο

είμαι ψυχής δηλητήριο

είμαι ότι δεν γνώρισες ποτέ

το μίσος που σε άγγιξε, στους δρόμους της ζωής σου

οι φλέβες που ανατινάζονται, να τι είμαι.


Γέμισαν οι φλέβες σου με πόνο, δάκρυ, και μετάνοια?

Πες μου πότε, να το νιώσω και εγώ

να νιώσω που γονάτιζες

στο πάτωμα

να νιώσω πως αντίκριζες το χώμα σαν αδερφό σου

που έπεφτε το αίμα με εκδίκηση απ'το κορμί σου

πως θέλεις να ουρλιάξω

έτσι για να μην ακούσεις, να μην αντιληφθείς

γιατί αγχώνεσαι, κρύβεσαι, δειλιάζεις

πίσω από παραπετάσματα, απο τοίχους

απο συνοικίες, απο ονόματα, απο συναισθήματα

κρύβεσαι ρε, και θέλεις να νιώθεις χαρούμενος?


Κάθε μέρα, κάθε που ξυπνώ

στο μυαλό μου είσαι, εσύ, να τα πετάς στην άκρη

ταυτότητες, ουσίες, καταθλίψεις, αντιλήψεις, διαβατήρια, λεφτά, θάρρος και αγάπη

στο μυαλό μου είσαι συ, να τα σκίζεις όλα

να γίνεσαι χίλια κομμάτια

στο μυαλό μου, εσύ είσαι στην άκρη, και κάθε μέρα που ξυπνώ

πιο επικίνδυνος από τη θάλασσα που σου τσούζει τις πληγές

κάθε μέρα που ξυπνώ, στο μυαλό μου είσαι συ, στη θάλασσα να πνίγεσαι

να βλέπεις όλα τα λάθη, τα χίλια σου κομμάτια

να βρίσκεσαι

να νιώθεις τελειωμένος

με μια δόση αλήθειας

σαν πρέζα, σαν κλωτσιά στο σαγόνι.

Sunday, March 08, 2009

Ω μα τι θέλετε

Ω μα τι θέλετε

χτυπάει το τηλέφωνο

στα βράδια μέσα

στην νυχτιά

να απαντάω και αναπνοές να ακούγονται

να ψάχνω τις γραμμές

να τις σκαλίζω

να βρω σ'αυτές ένα κουσούρι σου

τον βήχα σου

τον καπνισμένο σου λαιμό


Ω μα τι θέλετε

βουίζει το κινητό

στα βράδια μέσα

στην νυχτιά

να απαντάω και να μην λαμβάνω ποτέ απάντηση

να ψάχνω στις γραμμές

των μηνυμάτων

τις τυφλές

να τις σκαλίζω

να βρω σε αυτές ένα γραμματικό σου λάθος

το περίεργο σου γράμα

το χαρακτηριστικό σου στίγμα


Ω μα τι θέλετε

ακούω φωνές στην πόρτα

στα βράδια μέσα

στην νυχτιά

να ρωτάω διστάκτικα ''ποιος είναι''

και να κοιτάω αποσβολωμένος

να κοιτάω απο τις εσοχές

να τις αγγίζω

να βρω σ'αυτές μια όψη σου

τον κορμό σου

τον κουρασμένο σου παλτό


Ω μα τι θέλετε

να μην μπορώ να κοιμηθώ

στα βράδια μέσα

στην νυχτιά

να μου φωνάζουν τα στοιχειά

και να φωνάζω

ΣΚΑΣΤΕ

να τους παρακαλώ

στα γόνατα μου πέφτω, να

δεν θέλω να γίνω λαθρεπιβάτης

κι αυτά ουρλιάζουν

και γω να προσπαθώ

να βρω σ'αυτά μια γνώριμη σιγή

τον ιδρώτα σου

την αναπνοή σου