Αντίκρισα την πιο ψυχρή όψη του Δεκέμβρη σε μια πρώτη χαρακιά μιας μέρας του Απρίλη. Η Αθήνα να στέκει κρυσταλωμένη, παγωμένη, και η ζέστη να μην την αγγίζει καν. Τα χιλιάδες βλέματα των περαστικών εξοστρακιζόντουσαν ανεπαίσθητα επάνω στους υδρατμούς της ψυχής μας. Βρέθηκα, ανοίχτηκα, εαρινός κόραξ να σαλεύω, να σκίζω ασφάλτους κυμάτων, να βουτάω σε ύψη και σε βάθη, να μαζεύω κοχύλια ροπής προς την ανυπαρξία. Συζήτησα με ωρολογοποιούς, συλλέκτες στιγμών, η θάλασσα των δεικτών ροκανίζει τις στιγμές μας, η ανυπαρξία σμιλεύει αυτό που αποκαλείς ζωή. Συνέχισα να κατηφορίζω απρόσεχτα. Χιλιάδες δάκρυα να κοχλάζουν στο αίμα της ψυχικής φλέβας και να διασκορπίζονται ανεξέλεγκτα. Συνέχισα να ανηφορίζω απρόσεχτα. Οι αναπνοές να γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες. Να μπλέκουνε τα μαλλιά στα χείλη, τριχωτοί κυματοθραυστες, πληγές ασθματικές, μιλάνε με στοιχεία απλησίαστα, και συνεχίζω να συζητάω με νεραιδες.
Η υστερία μιας ξύλινης λέξης, χιλιάδες αναμνήσεις χωμένες μέσα σε μηχανισμούς, σε νοητικά γρανάζια αναμοχλεύουν ψεύτικες και αληθινές φλόγες, μικρούς σπινθήρες τυραννίας, αρπάζει μονομιας το καντήλι της άγνοιας. Ψιλοχάνεται στα βάθη του δωματίου η λάμψη. Γεμίζει τοίχους και σφυρίζει αθόρυβα. Μικρές, ανεπαίσθητες κυριαρχίες δαιμόνων. Χάνεται στα βάθη των ματιών σου. Λουλούδι η ψυχή σου, ρουφάει την φωτιά, ρουφάει το φως, καταπίνεται χαοτικά, μοιάζει με χαρακιά στο πρόσωπο.
Μουσικό κουτί, το δωμάτιο στέκει αγέρωχα, απέναντι απο τον Λυκαβηττό. Βρέθηκα να μοιράζω φυλλάδια αναπτέρωσης ηθικού, λικνίσματα απτόητα απο συμβάντα μοιρολατρικά, μεμψιμοιρίες, διμοιρίες θλίψεων, στρατεύματα στρατηγών στρατηγικών δακρύων. Η διερώτηση, του πως γίνεται να πέμπεις άμοιρος, να εκπέμπεις άτυχος σε ραδιοκύματα καρδιάς, σβήνεται δια παντός , χαρακτηρίζεται ‘’πειρατής’’ καρδιοκυμάτων.
‘’ Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου. "Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα. Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε: "Ποτέ από δω και πια!".’’
‘’Edgar Alan Poe – Το κοράκι’’