Λοιπόν εντάξει, ψιθύρισα καθώς κοιτούσα τα δακρυσμένα της μάτια να ψάχνουν να δικαιολογήσουν την ερατική μου συμπεριφορά, δεν βρίσκεις πως κάπου κάνουμε λάθος;
Και δεν απάντησε, με κοίταξε με το πιο μισητό ύφος και φάνηκε σκεπτική. Εγω, σαν τον ήρωα ενος δράματος, να στέκομαι απέναντι της και να κοιτάω τα χέρια της που ήταν γεμάτα μελανιές. Δεν ήταν δυνατόν να μπορεί να σταθεί στα πόδια της μετά απο όλο αυτό, τα χέρια της να λάμπουν ακόμα πιο πολύ απ'οτι πρίν και να μην είναι ζοφερή ύστερα απο το πέρασμα της απο αυτόν τον λαβύρινθο σκότους που παραμόνευε στα άδυτα της σχέσης μας. Κι όμως, ακόμα και τώρα μπορούσες να της πεις κάποιο κοπλιμέντο, έστω και μακάβριο. Στα μάτια της λοιπόν, μπορούσες να διακρίνεις το πως τα δάκρυα στόλιζαν την κόρη του ματιού σαν κρυσταλένια διαμάντια απο κάποιο διαμαντωρυχείο της ψυχής της. Με κοίταξε και μίλησε.
''Άντεξα ό,τι πιο αισχρό έχεις βγάλει απο μέσα σου Τζακ, ένιωσα στο πετσί μου ολόκληρη και ακομάτιαστη την βδελυρή και θανατηφόρα ματιά σου και δεν αντέδρασα γιατι σε νιώθω μέσα μου σαν μικρό θεό, σαν ύπαρξη που υπάρχει μόνο για μένα και αποδεικνύεσαι εν τέλει πολυ αχάριστος και μικρός, γιατι εγω σε ανέβασα απο την ανυπαρξία, εγω σου έδωσα πνοή για να μπορέσεις να με κοιτάς στα μάτια και εμένα και τους γονείς σου και τους φίλους σου και συ το ανταποδίδεις έτσι;''
Όσο κι αν ήθελα να απαντήσω, όσο κι αν τα δαιμόνια και οι κόρακες μέσα μου έκρωζαν για μια ειρωνική και συνάμα αποτελεσματική απάντηση, δεν τα κατάφερα. Και δυστυχώς όπως ήταν αναμενόμενο το κατάλαβε. Αμέσως μετά μουρμούρισε κάτι ακατανόητο και γύρισε προς την πόρτα με ενα αργό αλλα πονεμένο βηματισμό...
''Να σε βοηθήσω!'' ρώτησα και γω ορμώμενος απο μια ξαφνική έκλαμψη ευγένειας, μα η απάντηση της αποδείχτηκε πιο κοφτερή απο οποιοδήποτε μαχαίρι του κόσμου θα μπορούσε να με μαχαιρώσει.
''Μην με αγγίζεις διάολε, μην με αγγίζεις γιατι ξέρω πως θα ήταν θειο δώρο για σένα να έχεις στα χέρια σου την σκόνη του κορμιού μου για να νιώθεις ήρεμος, γιατι είμαι σίγουρη πως ξέρω τα σκοτάδια που θα αγγίξεις σαν φύγω κι αυτο για σένα είναι η χειρότερη τιμωρία, ο χειρότερος εφιάλτης''
Και με ήξερε δυστυχώς. Πολυ καλά μπορώ να πω. Ήξερε πως μόλις περάσει το κατώφλι, θα σταματήσω τα χιλιάδες φάρμακα που μου χε αγοράσει για να μπορώ να αισθάνομαι καλά γιατι πάνω απ'ολα θα μου έλειπε το κυριότερο φάρμακο, η ουσία της αγάπης της. Τι να μου κάνουν τα χιλιάδες υπνοστεντόν, τα εκατομμύρια λεξοτανίλ και ξάναξ, τα δισεκατομμύρια ντεπόν και παναντόλ και τα υπόλοιπα αμέτρητα φάρμακα όταν αυτή θα λείπει, όταν θα λείπει η μοναδική χημική ουσία που μπορούσα να στηριχτώ πάνω της οτι θα υπάρχει ακόμα και οταν δεν είχα λεφτά, ακόμα κι όταν πεινούσαμε και πρώτο μας μέλημα ήταν να αγοράσουμε φαγητό για να μην πεθάνουμε σαν άστεγοι σε μια γωνία του διαμερίσματος μας. Ήταν κάτι σαν όνειρο θερινής νυχτός για ενα πρεζάκι της πόλης, μια ατελείωτη δόση ουσίας. Για εμένα, για τον Τζακ που ήξερα, νομίζω πως έφτανε ακόμα και για να ζήσω μια ολόκληρη ζωή χωρίς τις υπόλοιπες ουσίες.
Αλλα δυστυχώς έφυγε..
Κοίταξα σιωπηλός το δρόμο που υψωνόταν σιωπηλός κάτω απ'τα τζάμια του διαμερίσματος μας και την είδα να παραπαταει στο πεζοδρόμιο σαν χτυπημένο ζώο, σαν να έφταιγε αυτή για ό,τι είχα κάνει, σαν να κουβαλούσε τις δικές μου αμαρτιές, τα δικά μου ψέμματα, τις δικές μου μαυρισμένες ιστορίες, τα δικά μου δάκρυα και τις επανειλημένες συζητήσεις για την κατεστραμένη μου ζωή. Για μια στιγμή πίστεψα πως θα κοιτούσε πίσω, πως θα γυρνούσε για να αγγίξει για λίγο την πόρτα, να βάλει μια φωνή, να πει πως μ'αγαπάει και πως λάθος έκανα και το ξέρει και πως θα με συγχωρήσει.
Έσφαλα όμως και ήξερα πως θα το πληρώσω όσο πιο ακριβά γινόταν..
Η νύχτα έπεσε σαν μαύρο φόρεμα επάνω στο κορμί της σκέψης μου, και γω βρισκόμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μας, ή τουλάχιστον ελπίζω οτι θα είναι ‘’μας’’. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν αν θα ξαναγυρίσει. Μπα, όχι, απο παραισθήσεις έχω αρκετές, έχω πολλά να εξιστορήσω ή να πω αν είχα τα κότσια να αυτοκτονήσω, να στρέψω την κάνη του όπλου στο στόμα μου και να βυθίσω μια σφαίρα στα βάθη του μυαλού μου... Δεν μπορούσα να το κάνω όμως, γιατι θα ήμουνα πάντοτε ο δειλός της υπόθεσης. Πολλές φορές είχε φύγει, πολλές φορές επίσης γυρνούσε και με έβρισκε να σέρνομαι στα πατώματα και με σήκωνε κλαίγοντας νομίζοντας πως είχα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας γιατι δεν άντεχα αλλο. Η αλήθεια όμως δεν ήταν αυτή. Η αλήθεια ηταν πως αυτά που έβλεπα ηταν χειρότερα απο οποιοδήποτε ενδεχόμενο αυτοκτονίας, χειρότερα και απο τους πόνους που βιώνει ενας ναρκομανής όταν δεν έχει τις δόσεις του, χειρότερα και απο τους τρόμους που περιγράφει δεξιοτεχνώς ο αείμνηστος Λαβκραφτ στα έργα του κι αυτό δεν είναι κάτι που θα πρεπε να συμβαίνει. Δεν ήθελα να μάθει για τις σκιές που έβλεπα τα βράδια, για τους ήχους των ανθρώπων που ήταν πίσω απο κάθε πόρτα του σπιτιού μας, για τα τριξίματα και τις ομιλίες που ακούω απο τα βάθη των διαδρόμων και τις παραισθήσεις που έχω καμιά φορά. Δεν θα ήθελα ποτέ να γίνει κι αυτή μέρος της αρρωστημένης μου φαντασίας. Να κολλήσει κι αυτή σε αυτή ύπουλη παγίδα του να φροντίζει αυτόν που πραγματικά δεν ξέρει τι του γίνεται.
Θα έκανα τα πάντα για να την προστατέχω απο αυτή την κόλαση, να την προστατέχω απ’ολα αυτά τα οποία με καταδιώκουν και με στοιχειώνουν καθημερινώς και μου σκίζουν την σάρκα χωρίς να μπορώ να κάνω το οτιδήποτε για να τα σταματήσω. Και δυστυχώς διερωτούμαι, θα την άφηνα και να φύγει για πάντα απλά για να την προστατέψω απο όλο αυτό το κακό; Να της αρνηθώ την πρόσβαση σε οτιδήποτε καλό που υπάρχει μέσα μου και να την στιγματίσω με μια μελανιά κακό ετσι ώστε να μην γεμίσει η καρδιά της, τα πνευμόνια της, ο εγκέφαλος της με αυτό που με κατατρώει απο μικρό παιδί, τον ιο αυτόν που θερίζει κάθε στάχυ λογικής που ξεφυτρώνει στην πεδιάδα του μυαλού μου; Ακούγεται υπερβολικά οξύμωρο αλλα δυστυχώς έγινε. Δεν μπορώ να υποστηρίξω πως έγινε με την θέληση μου, αλλά ίσως να είναι προς το καλύτερο. Ίσως έτσι να μπορώ να κοιμάμαι πιο ήσυχος τα βράδια, χωρίς να φοβάμαι οτι θα ξυπνήσω ξαφνικά και θα βγάζω άναρθρες κραυγές γιατι βλέπω αισχρούς εφιάλτες για δαίμονες και στοιχειά, για απαίσιες μορφές που μοιάζουνε στον Κθούλου να σκίζουν τα κορμιά των γονιών μου, να θάβουν τους αγαπημένους μου ζωντανούς και αλλα πολλά που δεν θα ήθελα να πω, όχι γιατι φοβάμαι μην κριθώ σχιζοφρενής – που άλλωστε μέχρι τώρα πιστεύω πως σίγουρα είμαι- αλλα γιατι δεν θέλω να αντιμετωπίσετε την φρίκη που υπάρχει στο μυαλό μου, οχι προς το παρόν τουλάχιστον.
Η ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα μας γινόταν ολοένα και πιο αποπνικτική απο τη στιγμή που έφυγε, και οι ώρες φαινόντουσαν σαν να ήταν δευτερόλεπτα. Η χωροχρονική διάσταση είχε θρυμματιστεί εντελώς και άρχισε να με κυριεύει μια αίσθηση πνιγμού, άρχισα να νιώθω οτι κάποιος με πνίγει, ότι κάποιος με πατάει και με χώνει σε μια δίνη ανυπαρξίας. Έπρεπε να το σταματήσω, έπρεπε να βγω απο δω μέσα. Δεν συνήθιζα να βγαίνω απ’το σπιτι συχνά, δεν ένιωθα ήρεμος με το να γυρνάω στους δρόμους ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, με αρρώσταινε η υγιεινή τους, τα όμορφα τους λόγια, τα παραμύθια της καθημερινής ζωής, οι δουλειές, τα χαμόγελα, οι αλλες γυναίκες και οι διαφημίσεις.
Κοίταξα έξω απ’το παράθυρο και σταμάτησε το βλέμμα μου εκεί που δεν έπρεπε να σταματήσει.
Για ώρες προσπαθούσα να μην παραδεχτώ οτι υπάρχει αυτό που καθημερινώς έβλεπα, αυτό που έβλεπα οταν ήμασταν μαζί αγκαλιά και ψευδόμουν οτι βλέπω την ομορφιά της φύσης, την φύση να ανθίζει, την φύση να αρπάζει φλόγες στο λιοπύρι, την φύση να κρυώνει και την φύση να πετάει τα κοσμήματα της. Που ψευδόμουν οτι έβλεπα τις όμορφες εικόνες της ζωής. Δεν κοίταξα ουτε μια στιγμή αυτά που έβλεπε εκείνη. Δεν κοίταξα ποτέ ότι κοίταξαν τα μάτια της. Όπου χόρεψαν οι κόρες των ματιών της εγω δεν ήμουν ζωντανός. Γιατι το βλέμμα μου το χε αρπάξει μια μυστηριώδης φιγούρα που με έκανε να τρέμω κάθε φορά που την άγγιζε ο αμφιβληστροειδής μου, πρωι, μεσημέρι και βράδυ. Τον έβλεπα κάθε μέρα στην άκρη του δικού μας δρόμου, του δρόμου του σπιτιού μας. Δεν ήταν κάποιος περαστικός μα φαινόταν σαν να μένει πάντα εκεί, σαν να μην τον επηρεάζουν τα στοιχεία της φύσης ή η ζωή που σαν φλόγα έκαιγε τα πάντα γύρω της. Το ανέκφραστο και γερασμένο πρόσωπο του φαινόταν σαν να είχε περάσει πολλά. Μπορούσα να πω οτι μου θύμιζε κάτι απροσδιόριστο, οτι μου έφερνε στο μυαλό μνήμες, ότι κάτι ένιωθα όταν τον κοιτούσα στα μάτια, αλλά ποτέ δεν μπορούσα να μάθω τι, ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς με ένωνε με αυτόν τον μυστηριώδη γέρο. Τα ρούχα του πάντοτε παρέμεναν ίδια, με λίγες αλλαγές κάθε φορά και η ώρα που εμφανιζόταν κάθε πρωι μεσημέρι και βράδυ ήταν πάντα η ίδια. Παράξενο. Με κοίταγε συνέχεια και αυτό ήταν που με παραξένευε. Κοίταγε εμένα ή περιεργαζόταν το σπίτι που έμενα; Και ακόμα και αν αυτή ηταν η αλήθεια, γιατι;
Πρέπει να προσπαθήσω να τον αγνοήσω, να προσπαθήσω να μην ακούω τις φωνές στο κεφάλι μου που μου λένε να κοιτάξω προς αυτόν, να μην στρέψω την ματιά μου προς το πρόσωπο του, να μην το μεγενθύνω μέσα στο μυαλό μου κάθε φορά που τον παρατηρώ στην άκρη του δρόμου να έχει στραμένη την περίεργη του ματιά προς εμάς, συγνώμη, εμένα τώρα πια.
Κι αυτό θα κάνω. Άλλωστε της το χρωστάω, πρέπει να προσπαθήσω να γίνω λογικός και να μην παρασύρομαι απο αυτές τις σκέψεις. Είμαι σίγουρος πως οι γνωματεύσεις των καλύτερων ψυχολόγων, των κορυφαίων ψυχιάτρων και των ακριβών ιδρυμάτων ψυχικής υγείας δεν πιάνουν μια μπροστά στην θέληση του ανθρώπου που θέλει να ζήσει, μπροστά στην ψυχή που πασχίζει να επιβιώσει, που με όπλο την αγάπη και την θέληση λυγίζει σίδερα, λυγίζει ατσάλι, λυγίζει ακόμα κι ολόκληρο το σύμπαν για να μπορέσει να πατήσει για ακόμη μια φορά στα πόδια της. Γι’αυτο και γω δεν θέλω να ξαναδώ μπροστά μου αυτά τα κωλόχαρτα, που φοβίζουν ακόμα το μυαλό μου, που έκαναν τους γονείς μου να φοβούνται να μου μιλήσουν, που έδιωξαν τους φίλους μου και τους έκαναν κυνηγημένα σκυλιά απο γιατρούς για να μπορέσουν να καταλάβουν απο αυτους τι κρύβω στο σαπισμένο μου μυαλό. Έφερα ενα απ’τα χαρτιά κοντά στο πρόσωπο μου, ‘’Ο άνωθι εξεταζόμενος Κύριος Τζακ’’.... όχι, δεν αντέχω ούτε να το διαβάσω.. Πρέπει να πιστέψω πως μπορώ να το ξεπεράσω. Είναι αλήθεια ή τουλάχιστον θα ήθελα να ήταν αλήθεια για να μπορέσω να έχω ο δυστυχισμένος μια ακόμη ελπίδα, για να μπορέσω να της αντισταθώ αμα την ξαναδώ, για να μπορέσω να ορθώσω ενα επιχείρημα μπροστά της, να της δείξω οτι έστω και λιγάκι εχω αλλάξει, να δει μια αχτίδα φωτός μέσα σε αυτό το ατέρμονο σκοτάδι που διαχεονταν μέσα στην σπηλιά που φώλιαζε η ψυχή μου.
Πρέπει να την αναζητήσω.
Βγήκα λοιπόν στον δρόμο σαν αλαφιασμένος, και τότε είναι που τα πράγματα άρχισαν πραγματικά να μην πηγαίνουν καλά. Δεν πρόλαβα να πατήσω στον δρόμο και παρατήρησα πως ο γέρος με πλησίαζε με απειλητικές διαθέσεις, ένιωθα πως κάτι ήθελε, πως κάτι τον έτρωγε μέσα του σχετικά με μένα. Αλλά σταμάτησε σε ενα σημείο αρκετά πιο μακριά απο μένα. Σταμάτησε απότομα λες θυμήθηκε ξαφνικά κάτι. Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει σαν τρελή και προσπάθησα να καλμάρω την φαντασία μου. Άρχισα να κοιτάω το σπίτι μας, συγνώμη, μου και να φαντασιώνομαι οτι είμαι αυτή, ότι βλέπω τον εαυτό μου απο το παράθυρο και πως παρατάω τον εαυτό μου, πως τρέχω να γλιτώσω απο το σκοτάδι που γεννάω εγω ο ίδιος. Ένιωθα τον εαυτό μου να ξορκίζει τις αρσενικές ορμόνες και να αγκαλιάζει κάθε θηλυκό στοιχείο που υπάρχει, ένιωθα να γίνομαι ένα με αυτή, ένιωθα το κορμί της να κολλάει πάνω μου, να νιώθω τα στήθη της πάνω μου με εναν τρόπο που δεν τα είχα ξανανιώσει, ένιωθα τα γεννητικά μου όργανα να αλλάζουν, να αλλάζουν σχήμα και απο άντρας να γίνομαι γυναίκα. Όλα έτρεμαν και δεν κατάφερα να κοιτάξω πιο πέρα απ’τον ορίζοντα. Ο δρόμος της γειτονιάς δεν είχε τελειωμό, δεν είχε ενα φυσικό τέλος. Υπήρχε μόνο ο γέρος, εγώ και η φαντασίωση μου οτι γινόμουν η κοπέλα μου, συγνώμη, η πρώην κοπέλα μου.
Μα τι συμβαίνει, τι συμβαίνει;
Γιατι, απάντα μου σε παρακαλώ θεε μου, γιατι;
Ο γέρος άρχισε να πλησιάζει ολοένα και πιο πολυ, ο βηματισμός του γινόταν ολοένα και πιο έντονος, χτυπούσε το πεζοδρόμιο ολοένα και πιο απειλητικά με το βαρύ του βηματισμό και παραμέριζε κάθε κόκκο σκόνης που υπήρχε πάνω σ’αυτο. Προσπάθησα να τρέξω, προσπάθησα να φύγω, τα πόδια μου βαραίναν και άρχισα να ακούω φωνές.
‘’Σταμάτα Τζακ! ’’ μου φωνάξε επιτακτικά ο γέρος.
‘’Ποιος είσαι διάολε, τι θές;’’ Απάντησα σχεδόν κλαίγοντας.
Ο γέρος άρχισε να με κοιτάει με ενα ουδέτερο βλεμα, δεν μπορούσα να καταλαβω γιατι δεν με χτύπαγε, γιατι δεν έκανε κάτι τουλάχιστον που να δικαιολογούσε την επιμονή του, γιατι δεν έκανε κάτι, οτιδήποτε, κάτι που να με έκανε να νιώθω οτι είμαι ζωντανός. Κάτι που να με έκανε να νιώθω οτι συμβαίνουν στ’αλήθεια όλα αυτά που βιώνω, να καταλαβω πως έχω ουσία, υφή, αξία, πως επηρεάζω κατα κάποιο τρόπο το σύμπαν. Δεν μπορεί να μην κάνω τίποτα, δεν μπορεί να έχει περισσότερη αξία απο μένα ενας μαγνήτης που έλκει μέταλλα.
Και τότε είναι που τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν πραγματικά στραβά.
Ένιωθα τα πάντα μέσα μου να διαλύονται, οτιδήποτε ήξερα, οτιδήποτε είχα νιώσει μέχρι τότε διαλυόταν και γινόταν σκόνη. Τα πάντα θόλωναν, τα πάντα έσβηναν. Κοίταξα έντρομος τα άκρα μου να σβήνονται σαν εικόνες απο ενα συμπαντικο ‘’κόμιξ’’. Έσβησε ολόκληρο το είναι μου, έσβησε ολόκληρη η γειτονιά. Η ψυχή μου, τα μάτια μου, η σκέψη μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου, το ‘’ειναι’’ μου.
Και σίγησαν όλα.
Μερικές μέρες μετά βρήκαν τον γεράκο σε μια γωνία νεκρό. Το μόνο που χε πάνω του ήταν μερικά χαρτιά απο ενα ψυχιατρείο.
Τα χαρτιά έγραφαν πάνω: ‘’Ο άνωθι εξεταζόμενος Κύριος Τζακ πάσχει απο σύνδρομο πολλαπλών προσωπικοτήτων’’
Ο γεράκος ήταν πάντα μόνος.