Κι ας πέφτουν οι γκρεμοί
σαν ψίχουλα ζωής
στα χέρια της θαλάσσης
ας σβήνουν τα σημάδια μου
επάνω στην ομορφιά σου
περάσματα βροχής
απο τις πλαγιές των δαχτύλων σου
στα φαράγγια των χειλιών σου
έζησα χρόνια
ψιθύρισα
με χίλιους τρόπους
Μια συζήτηση για μύλους
που τ’αλέθουν όλα
σαν καταιγίδα στα μάτια σου
ο ήλιος στα σκιερά κομμάτια σου
τίποτα δεν ανθίζει σε κάμπους που αντηχείς
γυρίζουνε τ’αρώματα
τα μαύρα χρώματα
τα πλοία που σπείραν πηγαιμό
θερίσαν φλόγες
κι ο θεριστής εγκαύματα
Μικρός δεν έζησα
για κερδισμένος πέρασα
απο ριξιές και σλάλομ ζαριών
δεν βρόντηξα για φλόγες σε σεντούκια
μα την ηχώ τιθάσευσα
πως είναι τα μικρά, μικρά τα λόγια
να χτυπάνε σε τοιχάκια της Πλάκας
να σβήνουν με ενα ‘’γεια’’
Γυρίζουνε τ’αρώματα
αρκεί μια στάλα για να γεμίσουν φιάλες
ρόδες ολάνθιστες με άνθη
ξεφυτρώνουν στον Λυκαβηττό
σπιτώνουν τα μονάκριβα συρτάρια της πέτρας
δεν λιώνουν οι ευχές στα σώματα μας πάνω
αφρίζουν στα κουτούκια του Θεου
Είναι ταινία μικρού μήκους
με ξέχωρες χαρακιές
με αυλακιές στα πτερύγια της αυλής μας
σαν παίζουν τα παιδιά
διακρίνεις μια Αθήνα
σαν έφηβη να τρέχει σε στενά
πετάμε για αγνώστου μήκους
προορισμούς
να παίζουμε και μεις
σαν χαρακιές σε πλάκα μιας χρήσης