Τα στόρια μυρίζουν ψυχή και ψιλοβρόχι
στα χέρια υμών
το καφετί τους χρώμα λερώνει
για ομπρέλες ψάχνουν οι ροδαλοί καρποί
της σμυγδαλιάς
ο καρπός, της φθείρας που αλωνίζει
στην κεφαλήν
του θεου
μιας ημέρας κόκκος
συγκίνησε πλήθη
αι μυρωδιαί
πλημύρισαν τον κήπο μιας ψυχής
δια τα στόρια που εφάνησαν
σαχλοψιθύριζαν
νότες μιας βροχής που εγύρναγε μονάχη
στα ζιγκουράτ της πόλεως
πως να μυήσεις
κορασίδες και παλικάρια
σ’αυτό που μπλέκεται στα χέρια της φωνής
οταν αυτή μπλεβίζει
όστις μπορει
‘γω να αγγιξω νεκρους και ζωντανούς
όστις μπορει
φθείρα να εγίνει
ψύλλος εις την χείρα ισχυρών
παις, στον κήπο
φωνασκει
όστις ενόμισεν πως γίγαντες
βυθίσανε ποτάμια και φλοιούς
εις γλυκόν
άρωμα πορτοκαλιού και κανέλας
πως να αποτιμηθούν
για πες μου πως
βοη, να εγίνει, χρώμα, στα σάρκινα σούρουπα
των κήπων
των κήπων, των αθηναίων
μεχρις
να φανεί αθηναίος
οστις να μπορεσει να πάει ως τις μυρωδιές
μεχρις.
το καφετί τους χρώμα λερώνει
για ομπρέλες ψάχνουν οι ροδαλοί καρποί
της σμυγδαλιάς
ο καρπός, της φθείρας που αλωνίζει
στην κεφαλήν
του θεου
μιας ημέρας κόκκος
συγκίνησε πλήθη
αι μυρωδιαί
πλημύρισαν τον κήπο μιας ψυχής
δια τα στόρια που εφάνησαν
σαχλοψιθύριζαν
νότες μιας βροχής που εγύρναγε μονάχη
στα ζιγκουράτ της πόλεως
πως να μυήσεις
κορασίδες και παλικάρια
σ’αυτό που μπλέκεται στα χέρια της φωνής
οταν αυτή μπλεβίζει
όστις μπορει
‘γω να αγγιξω νεκρους και ζωντανούς
όστις μπορει
φθείρα να εγίνει
ψύλλος εις την χείρα ισχυρών
παις, στον κήπο
φωνασκει
όστις ενόμισεν πως γίγαντες
βυθίσανε ποτάμια και φλοιούς
εις γλυκόν
άρωμα πορτοκαλιού και κανέλας
πως να αποτιμηθούν
για πες μου πως
βοη, να εγίνει, χρώμα, στα σάρκινα σούρουπα
των κήπων
των κήπων, των αθηναίων
μεχρις
να φανεί αθηναίος
οστις να μπορεσει να πάει ως τις μυρωδιές
μεχρις.