Στα χρονικά των νυχτών, στα βινύλια της
παλαιάς εποχής, είχαν χαραχτεί νύχτες και νύχτες, σκοτάδια που θυμίζαν
δηλητηριώδεις κισσούς που ανέμελα, στον υπναγωγικό τους χορό δαγκώναν τις
ματωμένες λεωφόρους στον καρπό σου και βυθίζονταν μια για πάντα σε αυτό που πολλοί αποκαλούσαν θάνατο και
κομμάτιασμα της ψυχής.
Το σώμα του ήταν παγωμένο, αφημένο στα
στοιχεία της φύσης, παρατημένο και κρυσταλωμένο στον χρόνο. Δεν το είχε αγγίξει
κανένας και δεν θέλησε ποτέ κανένας να διαταράξει τον ύπνο του και την στάση του
σώματος του. Τα χέρια του ειχαν αρπάξει το μαξιλάρι και μόνος του πάλευε με
θεούς και δαίμονες, με σκιές που θύμιζαν ερινύες, με νεκροθάφτες που ζυγίζαν
τις πιθανότητες του γύρω απ’τον ποταμό του τελικού πηγαιμού.
Κανένα πια νόμισμα δεν θα ήταν αρκετό για να
τον φτάσει στην άλλη όχθη, ο Αχέροντας ζητούσε την ψυχή του σε χρυσό κι αυτός
ανάμεσα σε χιλιάδες πόνους κι οδυρμούς δεν έφτανε, δεν είχε το κουράγιο πια να
ζητήσει απ’την τράπεζα της ψυχής του χρυσούς και ψήγματα θεών, είχε απομείνει
πια με τσίγκινα κατσαρόλια που μαζεύαν λίμνες δακρύων και χρυσαφιές αποχρώσεις
που τρύγιζαν ανεξέλεγκτα στα ηλιοβασιλέματα του πνιχτού αυτού σκοπού που θύμιζε
μοιρολόι χαροκαμένης μάνας.
Κι όμως, για μια στιγμή μονάχα τα μάτια του
ανοίξαν και γίναν φακοί ελπίδας στον γκρίζο τούτο κόσμο, στην ψευτιά της
μοναξιάς του γκριζωπού υπόνομου της στυγνής πραγματικότητας. Σαν έστρεψε όμως την ματιά του στους
τοίχους και στα χέρια του αντίκρισε κοιλάδες ρυτίδων και σκόνης π’ αρμένιζαν σαν
σκιεροί διάολοι στα πιο κρυφά κιτάπια της απέραντης φύσης του ανθρώπου. Θύμιζαν
τις απαλές και φευγαλέες στιγμές που το παιδί στα νιάτα του αναρωτιέται πως
περνά ο χρόνος και πως φεύγουν τα φιλιά απ’τα χείλη, πως γίνονται τα ‘’γεια
σου’’, ‘’αντίο’’.
Συνήθισε λοιπόν σε αυτήν την θολή
πραγματικότητα και η δύναμη του επανήλθε, συνήθισε να φτιάχνει κατασκευάσματα
νοσηρά στα όνειρα του, να παίζει με τις λέξεις και τα πιο αρρωστημένα και
ερωτευμένα παιχνίδια ζαριών, με πιθανότητες να παίζει στους ανθρώπους πάνω,
στις σκλήθρες που καθ’ ανθρώπος βολεύει και φυτεύει στην ροζέ κοιλάδα της
καρδιάς του. Επάνω στους μυές που ταράζονται σε καθε λυγμό που σκίζει την σιωπή
του δωματίου, στα γεμάτα φανφάρες λόγια που ειπώθηκαν απο τον ήλιο κάθε που
ετρύπωνε στα φύλλα των παντζουριών μέσα.
Σαν ήρωας γεννήθηκε κι έγινε μικρός κι
ανέμελος, μακριά απ’την ψευτιά και τις πικρές γουλιές του ατέρμονου συρμού της
φοβισμένης του ατέλειας. Στα όνειρα του που δεν τελειώναν ποτέ αγκιστρώθηκε και
υπήρξε σαλεμένη γραμμή παραπόνων για πονεμένους ανθρώπους που στα χέρια τους τα
ροδισμένα οι φλύκταινες φαντάζαν σαν πολυκατοικίες στον μεσαίωνα. Ο κάθε ήχος
πια ήταν ηρωικός και τα χείλη του, ξεραμένα σαν απο χρόνια ξεχασμένα φυτά σε άνυδρες
περιοχές, ριγήσαν και το στεγνό πια αίμα τινάξαν απο πάνω τους, σαν άλογα που
μανιασμένα δακρύζουν μόλις τον πόνο απ’τα σπιρούνια νιώσουν στην πονεμένη απ’τους
καλπασμούς σάρκα τους.
‘’Καλημέρα,
είναι κανείς εδω;’’ ψιθύρισε με φοβισμένη σιγουριά..
Και καμιά απάντηση δεν πήρε, δεν άκουγε πια ήχους
της φαντασίας και της τρελής του ψυχής, δεν ήταν ούτε τα όνειρα πια εκεί, αυτά
που κράταγαν τον πιο σκληρό ιστό της ζωής μαλακό στα χνάρια ποιητών και συγγραφέων.
‘’Σας
παρακαλώ, να βγω έξω θέλω...’’ ξαναψιθύρισε...
Μα καμιά απάντηση δεν πήρε πάλι. Ένιωθε σαν να
χανόντουσαν οι λέξεις του στον πιο σκοτεινό βωμό της πόλης, και η πόρτα πια φανόταν
σαν σταθμός σωτηρίας στο χάος της ψευτιάς. Ώσπου..
Η πόρτα
άνοιξε βίαια..
Και μια μορφή, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν
γυναικεία ή αντρική εμφανίστηκε..
‘’Ξύπνησες
ονειροναύτη;’’ ρώτησε η γεμάτη σκοτάδι μορφή..
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..
64466 333666888277772444