της βασιλικής νηνεμίας
το πιο γλυκό στρατιωτάκι, φαρμάκι γίνηκε
σταχύ το χρώμα γύρισε στα μελαμψά τα εδάφη
και γίνηκε κόρμος να αδράξει το χτίσμα μου το γκρίζο
ραγάδες κρύες, ραγάδες πέτρινες και φύκια αρμυρά
μια πίκρα, δυο δεκάρες στης νηνεμίας θυμίζουνε χτικιά
που σβήνουνε και σβήνουνε
εις εν'ποτήρι ούζο, στης πικρής σταλίδας
μιας πευκοβελονιάς και τα άγρια μου υγρά μου δάχτυλα
στην υγρασία, γινήκαν σαλέματα, υγροί κιώνες
λαχτάρισα και πόθησα, την ραγάδα της κόρης του ματιού σου
σαν αδυνάτισες, στον άνεμο σαν σκίρτησες
μπροστά μ' αθάνατη για έμεινες,
και φίλοι για φίλους,
μπαρκάραμε στα πεύκα, με δίχτυα απο βελόνες