που λιμνάζει ο ξερακιανός σου ήλιος,
βύθισμα στα γλαφυρά τα λόγια,
καλοκαίρι έγχορδο, ξεραμένα χείλη,
στις πιο άγονες της Ελλάδος ερημιές,
εμείς και εγω, τις αγχόνες σκόνης
που τα πνευμόνια στρίβουν ως τον πόνο
εκει που σταματάει η αλμυρή γραμμή,
το νοητό και το εμφανές, το σχήμα λόγου,
που το καϊκι μου κινείται πια στον χώρο
δεν προσαράζει σε βολικές ακτές και ηλιοστάσια
ξηλώνει μόνο γκρι χορδές απ'τα μπλέ πουλόβερ
της μάνας όλων μας, πικρή.