Η βαβούρα.
Γράμμα προς έναν αδελφό ποιητή
Πως θα μπορούσα να σου την περιγράψω?
Ίσως σαν μια παράνοια που σου καίει το μυαλό και τα σωθικά καθώς προσπαθείς να κρυφτείς από το αέναο χάος του κόσμου που σε περιβάλλει. Μα άξαφνα συνειδητοποιείς ότι αυτή η ‘’βαβούρα’’ δεν είναι γνωστή σε πολλούς μα μονάχα σε λίγους. Είναι κάτι σαν προνόμιο αλλά και κατάρα σε λίγους. Αυτοί που την έχουν, ίσως μπορούν να εκφράσουν πράγματα με έναν ίσως καλλιτεχνικό ή εξεζητημένο τρόπο αλλά ταυτόχρονα βιώνουν μια πολύ οδυνηρή κατάσταση. Είναι σαν να έχεις μια βόμβα τρέλας μέσα στο μυαλό σου με έναν χρονοδιακόπτη και να πλησιάζει η ώρα για να εκραγεί μα την τελευταία στιγμή να καταφέρνεις να την σβήσεις, μόνο και μόνο για να αρχίσει ξανά η αντίστροφη μέτρηση.
Είναι η ίδια παράνοια που σε κάνει να θες να σπάσεις τα πάντα πάνω σου, γύρω σου.. είναι η τρέλα που σε περιβάλλει κάθε λεπτό της ζωής σου. Στο μυαλό σου, στο σώμα σου, στον χώρο που βρίσκεσαι και αγκαλιάζεις τους φίλους σου, την κοπέλα σου. ΟΛΑ. Δεν είναι κάτι υπαρκτό μα όχι και κάτι ανύπαρκτο. Είναι κάτι που σε ακολουθεί συνέχεια. Ας το αποκαλέσουμε νοητική σκιά. Δεν σε αφήνει ούτε ένα λεπτό μόνο. Προκαλεί μεταφυσικούς εμπρησμούς στην αύρα σου, στην ψυχή σου και στην λογική σου. Και προσπαθείς να μην πέσεις στον γκρεμό της παλαβομάρας ενώ κρατιέσαι από ξυράφια. Δεν είναι ειρωνικό?
Ίσως ο φυσικός πόνος να μπορέσει να το αντισταθμίσει και να σου προσφέρει έστω και ΛΙΓΑ λεπτά ηρεμίας για να μπορέσεις να βρεις το μονοπάτι της πνευματικής ολοκλήρωσης. Μα όχι, αυτό είναι αδύνατο γιατί ακόμα και αυτό το ελέγχει. Δεν το πιστεύω, με ακολουθεί παντού και ξέρω πως είναι αδύνατον να της ξεφύγω… θέλει να με σκοτώσει μα με κρατάει ζωντανό με έναν υπερβολικά σαδιστικό τρόπο μόνο και μόνο για να μπορέσω να εκφράσω τα στοιχεία που με καίνε. Αυτά που με κάνουν να θέλω να σπάσω τα κεφάλια των ηλιθίων. Να διαλύσω τα νοητικά σκατά που με περιβάλλουν. Και θα με ρωτήσεις… μα γιατι?
Δεν είναι τόσο το γιατί που μετράει αδερφέ μου. Δεν είναι το πώς ούτε το πότε. Τίποτα δεν έχει σημασία, όλα είναι σχετικά. Καθισμένος στο σκοτάδι συνειδητοποιώ πως γράφω χωρίς να ελέγχω τα χέρια μου, όλα τα καθοδηγεί η σκέψη μου λες και είναι ένα καταραμένο τρίτο πρόσωπο. Νιώθω σαν θεατής της ζωής μου αδερφέ, και αυτό με σκοτώνει. Με σκοτώνει το κάθε λεπτό της ζωής μου. Με σκοτώνει η κάθε ώρα που περνάει. Με σκοτώνει όχι γιατί υπάρχουν στεναχώριες, όχι… με σκοτώνει η ίδια η γαμημένη η ελπίδα που με κάνει να ελπίζω. Αυτή τροφοδοτεί την βαβούρα. Η ματαιότητα της ψευτιάς που σε κάνει να ΝΟΜΙΖΕΙΣ πως μπορείς να αντέξεις το κάθε γεγονός σαν να πολεμάς έναν αόρατο εχθρό. Μα το αντέχεις. Λες και μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.. Δεν είναι αστείο? Το ότι σε σκοτώνει η ίδια σου η ζωή? Το ότι η ζωή σε σπρώχνει στην τρέλα? Το ότι η παράνοια παραμονεύει στην γωνία? Το ότι χάνεσαι στο άπειρο?
Το άπειρο…
Αυτό κι αν είναι θέμα.. τι θα ήταν το άπειρο χωρίς την απέραντη νοητική ύπαρξη του τίποτα που περιβάλλεται πνευματικά από το ίδιο το ‘’είναι’’?
Είναι μια ύπαρξη που σε ζαλίζει. Ένα χάος που σε υπνωτίζει. Κακό? Όχι δεν θα το λεγα. Είναι κάτι…ενδιάμεσο. Σε τραβάει στο έρεβος αλλά νιώθει την ανάγκη να σε εμπνεύσει. Είναι σχεδόν υπερφυσικό το πόσο εύκολα πατάω τα πλήκτρα και συνεχίζω να κοιτάω την οθόνη υπνωτισμένος. Το ότι κοιτάω την οθόνη και δεν βλέπω γράμματα, παρά μόνο την εικόνα ενός γέρου να πασχίζει να αγγίξει την αιωνιότητα. Γέρος.. αυτό αισθάνομαι. Κάτι σαν γέρος. Σαν να προσπαθώ να μεγαλώσω και να νιώθω ότι έχω γεράσει. Αυτό μέσα μου με κάνει να γερνάω. Το ξέρω, θα τρελαθώ δεν θα το αντέξω. Θα λεγα να τα παρατήσω, θα λεγα πως ίσως το ίδιο μου το μυαλό παίζει παιχνίδια μα ίσως και να κάνω λάθος. Ίσως όλα αυτά να είναι όντως μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση.. σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού. Και το κεφάλι μου πάει να σπάσει απόψε. Γιατι? Ρωτάω σαν ηλίθιος μια οθόνη. Σε ρωτάω και σένα αδερφέ.. πες μου. Πες μου… γράψε μου γιατί κάθε εκατοστό του μυαλού μου πονάει. Γιατι είναι τόσο δύσκολο να αγγίξω το αληθινό? Γιατι είναι σχεδόν αδύνατο να βγάλω αυτό το κοφτερό μαχαίρι απτό απαλό μυαλό? Γιατι νιώθω σαν να πετάνε πέτρες πάνω σε γυαλιά και να σπάνε όλα?
Παράνοια?
Μπα, όχι δεν θα το λεγα. Ίσως να ναι και παιχνίδι πια. Δεν το γνωρίζω. Η έννοια της αυτοκαταστροφής είναι τόσο όμορφη. Σαν τραγούδι με όμορφη μελωδία. Σαν τραγούδι παρακμής. Σαν τραγούδι μελλοθανάτου. Σαν αυτόν τον άνθρωπο που κάθεται στην παραλία καθώς δύει ο ήλιος και ψάχνει πράγματα μέσα στην άμμο. Μα η παραλία είναι τόσο μεγάλη. Εκεί καταλαβαίνεις την ματαιότητα των πραγμάτων. Εκεί νιώθεις πως το παιχνίδι δεν είναι και τόσο εύκολο. Πως η έννοια των πραγμάτων έχει περάσει από απλή ύπαρξη σε έναν υπερβολικά δύσκολο νοητό στρουκτουραλισμό. Αλήθεια είναι. Τι θα ήταν η αλήθεια αν δεν υπήρχε το ψέμα.
ΤΙΠΟΤΑ!
Αγγίζω τις ψυχικές μου χορδές μα ακούγονται σαν να ήταν σαθρές.
Και να ήταν μόνο αυτό? Να ήταν μόνο αυτό. Πόσο ήρεμο ακούγεται. Τι κρίμα που δεν το βιώνω. ΜΟΝΟ ΑΥΤΌ. Σαν μουσική αντηχεί στα σοκάκια της ουτοπίας μου. Σαν……
Παραμιλώ, το ξέρω… δεν θα μου προκαλούσε έκπληξη. Σαν να χω πάρει ναρκωτικά. Σαν να μιλάω σε κάποιον που δεν ξέρω. Ποιος είσαι? Ρωτώ. Μια γνώριμη απάντηση.
Εγώ?
Εσύ?
Τότε ποιος?
Μιλάει κάποιος μέσα μου μα σίγουρα δεν είμαι γω. Είναι μια ουδέτερη ύπαρξη, δίχως όνομα. Δίχως σκοπό, δίχως ορισμό. Δίχως ολική έννοια. Η τελευταία φορά. Ξυπνάω και σ’ακούω. Κοιμάμαι και σ’ακούω. Σαν να παίζει στο κασετόφωνο η ίδια κασέτα. ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ. Τρέλα. Είναι τρέλα.. νιώθω ότι πεθαίνουν τα αυτιά μου. Και με ζαλίζουν όλοι.. με κάνουν να θέλω να τους πυροβολήσω. ΝΑ ΘΕΛΏ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΏΣΩ. Και πριν το κάνω με σταματάς. ΜΕ ΣΤΑΜΑΤΑΣ. Εισαι ο ποιητής της συντέλειας. Δεν είσαι κάτι υπαρκτό…δεν είσαι εσυ..
Είσαι εγώ.
Καταραμένε.
Σε μισώ.