Η ψευτιά του δρόμου άρμοζε σε έναν ποιητή σαν κι αυτόν.
Ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί.
Μάλλον θα ήταν κάποια οπτασία, ή ένα ηλίθιο παραλήρημα λόγω των χαπιών που έπαιρνε κάθε πρωί. Του τα είχε δώσει ο γιατρός για να μπορέσει να κρατήσει τα λογικά του. Δεν ήταν καλά μάλλον, έτσι λέγανε τουλάχιστον.
Τα μάτια του έτσουζαν….. το αλκοόλ του είχε διαλύσει τον οργανισμό. Και τα τσιγάρα επίσης.. Τα πνευμόνια του θύμιζαν καμινάδες παλιού εργοστασίου που έχει χρόνια να καθαριστεί.
Και γιατί να συνεχίσει?
Γιατί?
Έψαχνε την απάντηση του ερωτήματος αυτού σε χιλιάδες βιβλία, σε χιλιάδες συγγράμματα. Την έψαχνε ακόμα και στους ανθρώπους. Μα τίποτα δεν είχε νόημα. Τίποτα δεν του χάριζε την ικανοποιήση και την ελευθερία της αέναης ύπαρξης που αναζητούσε. Την αέναη ύπαρξη που θα του προσέφερε το δώρο της απόλυτης ευτυχίας.
Να σταματήσει να κλαίει κάθε βράδυ…..
Να μην σφίγγει με το χέρι του το μαξιλάρι και να βαριανασαίνει, θυμίζοντας στον εαυτό του την κατάντια του.
Ήθελε να ηρεμήσει…. Ήθελε να σβήσει.
Τα δυο του μάτια κοίταξαν ελαφρά γύρω του, σαν να έψαχναν ανήσυχα για κάτι. Μια γρια γυναίκα φάνηκε στην γωνία μιας πολυκατοικίας.
Τα διαλυμένα ρούχα της και το κουρασμένο πρόσωπο της, πρόδιδαν τον πόνο και την κατάντια της. Είχε χαραχτεί παντού πάνω της η αηδία του κόσμου. Το αίμα που έσταζε από το κουφάρι της ευτυχίας των ανθρώπων, είχε εισχωρήσει στις φλέβες της.
Πλησίασε αργά προς το μέρος της και την ρώτησε αργά..
‘’Ποια είστε?’’
Η γριά γυναίκα τον κοίταξε με ένα θλιμένο βλέμα που απ’την χρόνια απάθεια είχε σαπίσει. Δεν την συγκινούσε τίποτα αλλά το έντονο παρουσιαστικό του Ονειροναύτη την έκανε να τρέμει από φόβο. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα μάτια του και δεν έλεγαν να φύγουν ποτέ απο κεί.
‘’Στους ήχους της σιωπής, μια μικρή αγάπη θα βρείς.. και αν είναι σαν αστέρι… αν είναι σαν αστέρι’’ ψιθύρισε η γριά…
Ο Ονειροναύτης, όντας περίεργος, προσπάθησε να καταλάβει τι εννοούσε η γριά με τα περίεργα και ακαταλαβίστικα της λόγια. Μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει εστω και μια μικρή σκέψη, η γριά του έκανε ένα νεύμα. Τον προέτρεπε να την ακολουθήσει μέσα στο σπίτι της.
Ο Ονειροναύτης δεν δίστασε καθόλου. Το κάλεσμα της ήταν κάτι μαγευτικό. Σαν την μουσική που εκπέμπει ένας μαγικός αυλός.
Το σπίτι της δεν ήταν πολύ μεγάλο και με το ζόρι το κρατούσε όρθιο. Αλλά αυτό που μετρούσε ήταν το ότι το αγαπούσε πάρα πόλυ. Ποιος ξέρει τι να είχε περάσει εδώ μέσα…. Τι να είχε συμβεί…
Οι πίνακες της ήταν σαπισμένοι, μέσα στην μούχλα………..
Του σέρβιρε λίγο τσαί, για να ζεσταθεί από το κρύο της μοναχικής βραδιάς και κάθισε δίπλα του σαν να τον συμπονούσε.
‘’Δεν είναι ζωή για σένα αυτή ε?’’ του είπε με μια τρεμάμενη φωνή…
‘’Κουράστηκες να ζεις αγόρι μου… κουράστηκες’’ αναφώνησε βαριανασαίνοντας η γριά.
Η ψυχούλα του ονειροναύτη συνθλιβόταν ξαφνικά στην παγίδα των συναισθημάτων της γριούλας.
‘’Ποια είστε?’’ την ρώτησε ο Ονειροναύτης….
‘’Σημασία δεν έχει το ποια είμαι, αλλά το τι κάνω…’’ του απάντησε μελαγχολικά αυτή.
Ο Ονειροναύτης τότε σηκώθηκε από την καρέκλα του και τράβηξε προς την πόρτα..
‘’Μικρέ μου….’’ Ψιθύρισε η γριούλα… ‘’Σε θυμάμαι… πάντα ήσουν χτυπημένος και μονάχος’’ συμπλήρωσε…
Τα μάτια του Ονειροναύτη γούρλωσαν και κοίταξε τον τοίχο σαν υπνωτισμένος…..
‘’Ψυχή μου?’’ ρώτησε διστακτικά ο Ονειροναύτης..
Μια βασανιστική σιωπή πυρπολούσε το δωμάτιο…
Ώσπου άξαφνα η γριά είπε με μονότονη φωνή…
‘’Φύγε’’
Ο ονειροναύτης ένιωσε την καρδιά του να σπάει σε χιλιάδες κομμάτια..
‘’Φύγε…πριν να ναι αργά’’ φώναξε η γρια.
Την άκουσε να σωριάζεται στο πάτωμα και να ξεψυχάει σχεδόν αθόρυβα..
‘’Αντίο…’’ είπε η γριά με όση δύναμη της είχε απομείνει.
Δάκρυα κύλησαν από τα αθώα μάτια του, καθώς προχωρούσε προς την εξώπορτα. Δεν ήθελε να φύγει, μα κάτι μέσα του έλεγε πως αν γυρίσει να κοιτάξει, δεν θα υπήρχε γυρισμός για αυτόν, δεν θα ήταν ποτέ τα πράγματα ξανά ίδια..
Φοβόταν.
Κρυβόταν…
Κατέβηκε αργά… και έφτασε στον δρόμο.
Πριν φύγει, μια ακατανίκητη περιέργεια τον έκανε να κοιτάξει το κουδούνι της εξώπορτας. Το όνομα που είδε, τον έκανε να αρχίσει να κλαίει με λυγμούς…
<<ΖΩΗ>>
Τα δάκρυα μου συντροφιά σε σας αλήτες των αιώνων
και η ζωή μου αναπνοή στις πένες σας αδέρφια
μια σταγόνα αίματος
τα πάντα κρύβει
σε μένα ανήκει..
Σε αγαπώ.