Αυτά τα χέρια σου τα μπλαβιασμένα, αγγίζαν κάθε σπιθαμή του σώματος μου και σπάγαν κάθε δισταγμό που ένιωθα σαν σε έβλεπα στην γωνία να στρίβεις, κρατώντας το εργοστασιακό τσιγάρο σου, αυτά τα άσπρα, απ'τα καλά που τα καπνίζαν κι οι παλιοί.
Φοβόμουν την κάθε σου αναπνοή, πριν καν αυτή αρχίσει, φοβόμουν μην και δεν αρχίσει, μην και δεν τελειώσει, μην και την ακούσω, σουβλιά σε κάθε δευτερόλεπτο της, οι αναπνοές γινήκαν σύριγγες και η παράνοια ουσία. Την έπαιρνα κάθε μέρα για 8 ώρες, την είχα κάνει φιλό μου, την είχα σβήσει πάνω στο ταλαιπωρημένο μου κορμί.
Δεν ζήτησα ποτε λογαριασμό για όλα αυτά που μου προσέφερες, δεν ζήτησα να μου τα γράψεις σε τεφτέρι, να χρωστώ κάθε αναφιλητό, κάθε αγκαλιά, κάθε ''ηρέμησε''.
Και ποιος είμαι άλλωστε εγω, δεν κοίταγα στα μάτια κανέναν, δεν έψαξα εγω ποτε να βρώ κανέναν, δεν ήθελα να βρώ κανέναν, μα μοναχά γύρνουσα σε στενά και ζήταγα αλητείες.
Και ζήταγα ουσίες, ουσίες αόρατες, ουσίες ακατανόητες, ασυνάρτητες.
Γεμίζανε τα μάτια μου με δάκρυα κατανόησης για μια ασυναρτησία.
Κι όσο περνούσανε οι μέρες, στην γωνία περίμενα, εγω, και να στρίβεις ξαφνικά, να γίνεσαι σκιά μου, να σβήνεις πάνω μου σαν αποτεφρωμενή ζωή, σαν να αποφάσισε το χάος να γίνει υγρό.
Δεν είχε μια συνέχεια, είχε πολλές, είχε την ιδιοσυγκρασία νεαρού παιδιού που άκουγε φωνές, που έσβηνε μέσα σε λίμνες αλκοολ και νικοτίνης, μέσα σε άσπρους δισταγμούς, σε άσπρα κελιά, σε πεντακόσιους τοίχους, αυτά τα άσπρα τα δωμάτια και τους λαβύρινθους να παραμονεύουν σε κάθε γωνία, μαζί, σαν αστυνόμος, σαν γκρεμός και πίσω ρέμα.
Ενα ημερολόγιο γκραβούρας, ενα ημερολόγιο ουρλιαχτών σε κασέτες, ενα ημερολόγιο υποκαταστατου ζωής, κι οι δρόμοι πολλοι, αυτά τα χέρια σου.
Τα αυτόκινητα θυμίζανε τις φλέβες, να ρέει η ζωή και γω να μένω ακλόνητος...........
Να βλέπω πεντακόσιους τοίχους
να βλέπω τέσσερις τοίχους
να φεύγω, να πετάω
να σβήνω σαν τσιγάρο ενα απογευμα του χειμώνα.....
Αυτή η αναπνοή σου η χαρακωμένη, άγγιζε κάθε σπιθαμή της ψυχής μου και έσπαγε κάθε σφυγμό που ένιωθα σαν σε έβλεπα στη γωνία να εξαφανίζεσαι, δείχνοντας αυτό που πραγματικά είσαι, μια μορφή, αυτή η μαύρη, οι σκιές που λέγαν κι οι παλιοί.
Φοβόμουν την κάθε σου αναπνοή, πριν καν αυτή αρχίσει, φοβόμουν μην και δεν αρχίσει, μην και δεν τελειώσει, μην και την ακούσω, σουβλιά σε κάθε δευτερόλεπτο της, οι αναπνοές γινήκαν σύριγγες και η παράνοια ουσία. Την έπαιρνα κάθε μέρα για 8 ώρες, την είχα κάνει φιλό μου, την είχα σβήσει πάνω στο ταλαιπωρημένο μου κορμί.
Δεν ζήτησα ποτε λογαριασμό για όλα αυτά που μου προσέφερες, δεν ζήτησα να μου τα γράψεις σε τεφτέρι, να χρωστώ κάθε αναφιλητό, κάθε αγκαλιά, κάθε ''ηρέμησε''.
Και ποιος είμαι άλλωστε εγω, δεν κοίταγα στα μάτια κανέναν, δεν έψαξα εγω ποτε να βρώ κανέναν, δεν ήθελα να βρώ κανέναν, μα μοναχά γύρνουσα σε στενά και ζήταγα αλητείες.
Και ζήταγα ουσίες, ουσίες αόρατες, ουσίες ακατανόητες, ασυνάρτητες.
Γεμίζανε τα μάτια μου με δάκρυα κατανόησης για μια ασυναρτησία.
Κι όσο περνούσανε οι μέρες, στην γωνία περίμενα, εγω, και να στρίβεις ξαφνικά, να γίνεσαι σκιά μου, να σβήνεις πάνω μου σαν αποτεφρωμενή ζωή, σαν να αποφάσισε το χάος να γίνει υγρό.
Δεν είχε μια συνέχεια, είχε πολλές, είχε την ιδιοσυγκρασία νεαρού παιδιού που άκουγε φωνές, που έσβηνε μέσα σε λίμνες αλκοολ και νικοτίνης, μέσα σε άσπρους δισταγμούς, σε άσπρα κελιά, σε πεντακόσιους τοίχους, αυτά τα άσπρα τα δωμάτια και τους λαβύρινθους να παραμονεύουν σε κάθε γωνία, μαζί, σαν αστυνόμος, σαν γκρεμός και πίσω ρέμα.
Ενα ημερολόγιο γκραβούρας, ενα ημερολόγιο ουρλιαχτών σε κασέτες, ενα ημερολόγιο υποκαταστατου ζωής, κι οι δρόμοι πολλοι, αυτά τα χέρια σου.
Τα αυτόκινητα θυμίζανε τις φλέβες, να ρέει η ζωή και γω να μένω ακλόνητος...........
Να βλέπω πεντακόσιους τοίχους
να βλέπω τέσσερις τοίχους
να φεύγω, να πετάω
να σβήνω σαν τσιγάρο ενα απογευμα του χειμώνα.....
Αυτή η αναπνοή σου η χαρακωμένη, άγγιζε κάθε σπιθαμή της ψυχής μου και έσπαγε κάθε σφυγμό που ένιωθα σαν σε έβλεπα στη γωνία να εξαφανίζεσαι, δείχνοντας αυτό που πραγματικά είσαι, μια μορφή, αυτή η μαύρη, οι σκιές που λέγαν κι οι παλιοί.