Monday, December 28, 2009

Χριστουγενιάτικο ημερολόγιο ενος σχιζοφρενή


28/12/09


Η σιωπή της θύμιζε χαμόγελο απ’τα λίγα. Αυτά που μόλις τα βλέπεις θαρρείς πως σε κάτι φταίς, πως κάτι θα χεις κάνει και δεν σου χαμογελάνε με όλη τους την καρδιά. Δεν πίστεψα ποτέ σε κάτι παραπάνω απο αυτά που πίστεψα πως θα μπορούσα να έχω. Σε όλα αυτά που πίστεψα, πάντα σταματούσα εκεί που έπρεπε. Και ανταμείφθηκα με αυτό ενα ακανόνιστο και κρύο χαμόγελο. Μια σιωπή. Δεν είναι και κάτι τόσο αχάριστο. Θα ήθελα να πω χιλιάδες πράγματα, να την κοιτάξω στα μάτια, να πιστέψω όσα έχει να μου πεί, να της πω χιλιάδες σ’αγαπώ, να το παίξουμε ευτυχισμένο ζευγάρι, να ονειρευτούμε για όλα όσα θα έρθουν, αλλά χωρίς αυτά εγω δεν έχω με κάτι να παίξω. Κι ας είναι κατακριτέο. Προσπάθησα  να βρω χιλιάδες δικαιολογιές για όλα όσα μου έκανε, να βρώ αυτή τη μικρή λεπτομέρεια για τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, να πω στον εαυτό μου, όχι λάθος, να τον πείσω οτι δεν φταίει αυτός για ό,τι εγινε. Δεν μπορούσα να μην την βλέπω νεκρή στο πάτωμα όμως. Αυτό δεν άλλαζε με τίποτα. Όσες συγνώμες και αν ξεστόμιζα, το άψυχο της κορμί θα συνέχιζε να παγώνει στα χέρια μου. Ψυχρό και ανέκφραστο. Πως κατάφερα να μεταφράσω την ψυχρότητα της σε χαμόγελο ενας θεός ξέρει. Ίσως γιατι όταν πραγματικά χαμογελούσε, ήξερα πως βαθιά μέσα της δεν το ήθελε στ’αλήθεια. Ίσως και να ήταν όλα μια ψευδαίσθηση. Τώρα δεν μιλάει. Δεν ξέρω. Δεν θα έπρεπε να κλαίω? Να τραβάω τα μαλλιά μου, να μείνω μόνος, να ψάξω για δικαιολογίες, να πω συγνώμη, να κλάψω, να δακρύσω. Έστω ενα απ’αυτα. Να γίνω πρότυπο μετάνοιας, να σκεφτώ όλα τα χαρούμενα. Κι όμως. Το πως με κοιτάει. Το πως με άγγιζε. Αυτά δεν αλλάζουν.

29/12/09


Και τώρα τι?
Να το παίξω χαρούμενος? Να κλείσω τα μάτια μου και να φανταστώ πως την παίρνω αγκαλιά? Ειλικρινά δεν ξέρω. Τους περασμένους μήνες οι αγκαλιές φάνταζαν με παγοκολώνες. Με αυτές τις κρυόκωλες στιγμές με την γκόμενα σου που πραγματικά δεν ξέρετε γιατι ήσαστε μαζί αλλα απλά το κάνετε απο συνήθεια. Δεν μου χε πει κανένας πως με μια σφαίρα θα την αγαπούσα. Οχι εντάξει. Δεν την αγαπαω.  Την λατρεύω. Οχι, ουτε αυτό. Μάλλον είμαι θολωμένος. Ναι, ναι. Αν το επικαλεστώ στο δικαστήριο θα πιάσει? Αν πω πως, ναι, ήταν απλά μια ατυχέστατη στιγμή. Ναι. Ήταν έγκλημα πάθους.  Οξύμωρο. Ουτε τις τελευταίες στιγμές δεν της έδειξα και λίγο πάθος.  Λιγάκι. Λιγάκι θα ήταν καλό. Να μην πουν οτι ήμουν και ψυχρός. Νομίζω πως θα πρεπε να καταδικαστώ για έλλειψη πάθους και αγαπής. Τι γραφικό. Ρομαντικό δεν είναι? Αρκετα.
30/12/09
Συνήθως μετά απο τέτοιες στιγμές μιλάμε για θλίψη. Τι κρίμα. Δεν έχω συναισθήματα. Με κοιτάει απο την άκρη του δωματίου. Δεν ξέρω. Μαζί στην ζωή και στο θάνατο. Το ξέρω. Το είπα. Κι όμως. Πριν απο λίγη ώρα χαιδευα το δέρμα της. Παγωμένο. Τα χείλη της σφιχτά και ανέκφραστα. Περίεργο. Περίεργο. Περίεργο.  Δεν ήξερα οτι το βλέμα της θα μπορούσε να γίνει πολυ πιο παγωμένο. Συνήθισα να της μιλάω. Ζωγραφίζω σχέδια πάνω στο νεκρό της σώμα με κραγιόν. Όσα δεν μπορούσα να της πω, τα λεω τώρα. Οχι νερόβραστα ‘’σ’αγαπώ’’. Όχι τέτοια. Ουτε ‘’συγνώμη σε λατρεύω’’.  Απλά σπείρες. Δεν γίνεται όμορφη. Όμορφη ποτέ δεν ήταν. Τι όμορφη που είσαι οταν χαμογελάς, λένε. Τι όμορφη που είσαι οταν μου γελάς, λένε. Δεν ξέρω. Λες και μου τα κανε ποτε αυτά.

31/12/09


Συνήθως όταν κλείνει ο μήνας κάνεις εναν απολογισμό των εξόδων.
Ενα αποτυχημένο δείπνο.
Λουλούδια.
Κραγιόν.
Ενα εξάσφαιρο.
Μια σφαίρα.
Το δώρο μου για μας, μια παρτίδα ρώσικης ρουλέτας.

Το αίμα σκορπισμένο στα χαρτιά.

Δίχως



Tα αστέρια θολώνουν τις νύχτες με τα ουράνια τόξα
Μικρά κουτάκια με αλκοολικές φλέβες
Συσπειρώνονται γύρω απο το κορμί σου
Φτύνεις αίμα, η ζωή σου θυμίζει ακανόνιστα χαμόγελα
Ξυράφια τα αισθήματα
Μηδενικά με κύκλους
Και οι ανάσες δημιουργούν περίεργες ομίχλες
Ο ιδρώτας μόνος του κυκλοφορεί
Σπάει το κράσπεδο του σωματός σου
Σταγόνες
Στα γόνατα μονάχος
Εγω.
Το άγχος.

Sunday, December 06, 2009

Μια σκιά που αναπνέει


Αντίκρισα χιλιάδες παγωμένες παιδικές ψυχές σε αυτή την μοναχική γωνία του σύμπαντος.

Μια αναπνοή ερχόταν απο το βάθος του σπιτιού, και γω μαζεμένος απλά αφουγκραζόμουν το μοναχικό μου σύμπαν, τις λεπτομέρειες στα λουλουδιά της αυλής, στο πως καθρεφτίζεται η σελήνη στα μάτια μου, δεν έψαχνα απλά για επιβεβαίωση, την χρειαζόμουν, την χρειαζόμουν γιατι με έγδερνε η αναπνοή μου, τα χέρια μου που έτριβαν το στοιχειωμένο μου κορμί για να ζεσταθώ, ο ξεραμένος μου λαιμός απ’τα πολλα τσιγάρα.

Αντίκρισα χιλιάδες μάτια που σκίζανε το έρεβος, που γινόντουσαν φλέβες ανοιγμένες.

Σηκώθηκα να δω καλύτερα την σκιά που φλεγόταν σε όλο το δωμάτιο, δεν είναι δυνατόν.

Και η αναπνοή, αγέρωχη, δεν έσβηνε, δεν έπαυε ουτε λεπτό να σκίζει τα σωθικά μου, να αγγίζει κάθε σπιθαμή της καρδιάς μου και γω να ίπταμαι μονάχος, να προσπαθώ να καταλάβω πως γίνεται να μένεις μονάχος ανάμεσα σε ανθρώπους, να κλείνεσαι σε μυστικά σεντούκια και να αντικρίζεις ψεύτικες μορφές, μορφές που στριγλίζουν στο μυαλό σου μέσα, που μοιάζουνε με οπτασίες που μόλις τις αγγίξεις μεταμορφώνονται σε κοφτερά μαχαίρια έτοιμα να σε γονατίσουν.

Μιλούσε μέσα μου αυτή η αναπνοή, μου μίλαγε για όλα αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια, μου μίλαγε για όλες τις γυναίκες που περάσαν απ’την ζωή μου και για όλα τους τα χαρακτηριστικά, πίεζε τις μορφές τους πάνω στο στήθος μου μέχρι να μου κοπεί η αναπνοή, μέχρι να προσπαθώ να αναπνεύσω, μέχρι να καταλάβει οτι πνίγομαι και να μ’αφήσει να αναπνεύσω λίγο πριν ξεψυχήσω. Μου έδειχνε αστέρια να φλέγονται, μου έδειχνε τα ίδια μου τα μάτια να μου λένε ψέματα, τα χέρια τους να με αγγίζουν και γω να παρακαλώ για λίγη ησυχία, για λίγη νηνεμία. Ζωγράφιζε στον τοίχο ιστορίες.

Γονάτισα.

Τυλίχτηκε γύρω μου η σκιά και με σκυμένο το κεφάλι ακολουθούσα.
Για λίγο σήκωσα το βλέμα μου, να δω περίεργες μορφές να απελευθερώνονται απο το σώμα μου. Απο το πνεύμα μου. Και είδα νεραίδες, στοιχειά, πνεύματα και δάκρυα να σκίζουν αυτό που μου χε απομείνει, να σκίζουν τις ανάσες περασμένων χρόνων, πνιγμένων στο αλκοόλ, σβησμένα τσιγάρα σε δρόμους και σε τασάκια.

‘’Δεν είναι αστεία αυτά, σε παρακαλώ’’ ψέλισα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.

Μα η αναπνοή συνέχιζε να μου μιλάει...

Συνέχιζε...