Καθόταν στο περβάζι της πολυκατοικίας και κάπνιζε μανιωδώς το τσιγάρο του που είχε υγρανθεί απο τον άνεμο που
πασπάλιζε πάνω του τα μυριάδες σταγονίδια της βροχής. Δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Δεν φαινόταν να τον αγγίζει και πολυ
που ο καπνός είχε μουλιάσει, που κόλλαγε επάνω στα ρυτιδιασμένα του χείλη και με διάφορες κινήσεις της γλώσσας του
τον έπαιρνε απο κει. Το τσιγάρο του συνέχιζε να αχνίζει, να αχνίζει ζωή δίνοντας του θάνατο. Δεν φαινόταν να τον νοιάζει.
Ήταν απλά η συνέπεια της στιγμής. Και τι καλύτερο απο αυτή την στιγμή? Κοιτούσε τους περαστικούς. Τον κοιτούσαν
κι αυτοί. Λύπη, παράνοια, έλεος, συμπόνοια, αηδία, φρίκη. Χιλιάδες πρόσωπα τροχίζαν τους δρόμους. Τον κοιτούσαν
κι αυτοί. Χαρά. Μόνο. Χαρά. Σταμάτησε για μια στιγμή να αναπνέει. Σταμάτησε να κατεβάζει τον καπνό. Ένιωσε γύρω
του το μούλιασμα της βροχής. Κατέβασε βίαια τον καπνό. Τον κατέβασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο εγκέφαλος του
ζορίστηκε, οι νευρώνες του ανατινάχτηκαν, τα πνευμόνια του ταρακουνήθηκαν, σχίστηκαν. Έγειρε στο πλαί. Έγειρε ολοένα
και πιο μέσα στα λιμνάζοντα νερά της φαντασίας του, ξεκίνησαν οι μουσώνες στην καρδιά του. Έγειρε για τα καλά.
Κατέβασε το χέρι του ως το πάτωμα.
Τα χέρια του άσπρισαν, χάσαν όση δύναμη είχαν.
Και το τσιγάρο κύλησε απ'τα σκαλιά...
Saturday, February 27, 2010
Monday, February 22, 2010
Μαυρο
Καθόταν μόνος του στο καθιστικό του.
Η σκόνη είχε συνθλίψει κάθε βιβλίο στην μεγάλη βιβλιοθήκη πίσω του. Μα δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Εκεί που άλλοτε συγύριζε τα βιβλία του για να μην τα αγγίξει ούτε λίγο η σκόνη, για να μην τα δει η φθορά των αιώνων και τα αγκαλιάσει προκαλώντας τους ανεπανόρθωτη φθορά, για να μην ξανασκοτώσει τον Μπρέχτ, τον Καρυωτάκη κι αλλους δυο χιλιάδες συγγραφείς και ποιητές. Μια φορά του έφτανε. Του έφτανε να μυρίζει τα χρονισμένα εξώφυλα των βιβλίων του, σκληρά και μη. Η υφή τους του θύμιζε εμπειρίες. Νύχτες, μέρες, χρόνια, λεπτά, δευτερόλεπτα. Ευχόταν να μην ήταν ουδέτερα τα βιβλία. Ευχόταν να μπορούσε να αλλάξει φύλο στα βιβλία. Οι βιβλία. Η βιβλίο. Οι γυναίκες των ζωων των άλλων ήταν για αυτόν τα βιβλία.
Όχι πια.
Τώρα, καθόταν μόνος στο καθιστικό του.
Τα κλειστά του μάτια άνοιξαν και κοίταξαν τριγύρω. Έβηξε. Είχε άσθμα.
Ήταν πραγματικά μόνος. Κοίταξε τριγύρω του. Δεν είχε σημασία. Έβηξε.
Ξανάκλεισε τα μάτια του. Τα σκονισμένα του ρούχα τινάχτηκαν απο την αρπαγή των πνευμονιών του απο τα δαιμόνια του βήχα, ταράχτηκαν, εκτινάχτηκε η ψυχή του, χιλιάδες σταγονίδια ψυχής, αρρώστια με το πνεύμα, σκορπίστηκαν στο δωμάτιο.
Με τα μάτια του κλειστά, κοιτούσε το σκοτάδι. Στην πιο αληθινή μορφή του, εκεί που δεν χωράει να πεις ψέματα. Αν σου ζητούν να περιγράψεις το σκοτάδι, δεν τολμάς να μην πεις την αλήθεια. Δεν τολμάς να πεις ‘’ήταν άσπρο’’. Μονάχα να ξεστομίσεις...’’Ηταν ό,τι πιο μαύρο, πιο εφιαλτικό, πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου’’. Ακόμα και ο πιο πτωχός θα πει, ΄΄Ήταν μαύρο’’.
Τι παει να πει, ‘’μαύρο’’. Πως να περιγράψεις το μαύρο? Κιλίδες? Χαρακιές? Ζεστές? Κρύες? Τίποτα?
Βασανιζόταν. Βασανιζόταν γι’αυτο που οι περισσότεροι θεωρούν αυτονόητο. Βασανιζόταν.
Διαλέξεις επι διαλέξεων. Λέξεις επι λέξεων. Θεωρίες επι θεωριων. Χιλιάδες. Χιλιάδες άτομα. Αμφισβητούσαν πολλά πράγματα. Αμφισβητούσαν θεωρίες, υπάρξεις, τον άνθρωπο, τις σχέσεις, την αγάπη. Μα όχι αυτός, αυτός αμφισβητούσε το μαύρο.
Έβηξε. Έγειρε στο πλαι. Έσβησε η καρδούλα του.
Χαμογέλασε.
Ήταν ευτυχισμένος.
Αμφισβήτησε το αυτονόητο.
Ήταν κατι παραπάνω απο άνθρωπος.
Δεν δεχόταν το αυτονόητο. Το έψαχνε.
Subscribe to:
Posts (Atom)