Καθόταν στο περβάζι της πολυκατοικίας και κάπνιζε μανιωδώς το τσιγάρο του που είχε υγρανθεί απο τον άνεμο που
πασπάλιζε πάνω του τα μυριάδες σταγονίδια της βροχής. Δεν φαινόταν να τον νοιάζει. Δεν φαινόταν να τον αγγίζει και πολυ
που ο καπνός είχε μουλιάσει, που κόλλαγε επάνω στα ρυτιδιασμένα του χείλη και με διάφορες κινήσεις της γλώσσας του
τον έπαιρνε απο κει. Το τσιγάρο του συνέχιζε να αχνίζει, να αχνίζει ζωή δίνοντας του θάνατο. Δεν φαινόταν να τον νοιάζει.
Ήταν απλά η συνέπεια της στιγμής. Και τι καλύτερο απο αυτή την στιγμή? Κοιτούσε τους περαστικούς. Τον κοιτούσαν
κι αυτοί. Λύπη, παράνοια, έλεος, συμπόνοια, αηδία, φρίκη. Χιλιάδες πρόσωπα τροχίζαν τους δρόμους. Τον κοιτούσαν
κι αυτοί. Χαρά. Μόνο. Χαρά. Σταμάτησε για μια στιγμή να αναπνέει. Σταμάτησε να κατεβάζει τον καπνό. Ένιωσε γύρω
του το μούλιασμα της βροχής. Κατέβασε βίαια τον καπνό. Τον κατέβασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο εγκέφαλος του
ζορίστηκε, οι νευρώνες του ανατινάχτηκαν, τα πνευμόνια του ταρακουνήθηκαν, σχίστηκαν. Έγειρε στο πλαί. Έγειρε ολοένα
και πιο μέσα στα λιμνάζοντα νερά της φαντασίας του, ξεκίνησαν οι μουσώνες στην καρδιά του. Έγειρε για τα καλά.
Κατέβασε το χέρι του ως το πάτωμα.
Τα χέρια του άσπρισαν, χάσαν όση δύναμη είχαν.
Και το τσιγάρο κύλησε απ'τα σκαλιά...
No comments:
Post a Comment