Sunday, March 21, 2010

Λάσπες


Δεν μου ήρθε ποτε η ανάγκη να σε αγκαλιάσω είναι η αλήθεια, δεν ήθελα ποτε να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω ολόκληρη την αλήθεια για εμας τους δυο. Ακόμα κι όταν ένιωθα οτι με κοιτούσες ύποπτα, γεμάτη ερωτήσεις, γεμάτη λεκτικές μαχαιρίες και υποψίες για την ενοχή μου, για τα λεκιασμένα χέρια μου, σώπαινα. Σώπαινα και κλεινόμουν στο δωμάτιο μου, ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και δεν μιλούσα, έκλεινα τα μάτια μου σχεδόν καλλιτεχνικά, όσο πιο αργά μπορούσα, για να φανταστώ λιγάκι ακόμα αυτόν τον ονειρικό κόσμο. Τον κόσμο που θα μπορούσα να έχω ό,τι αγαπάω και ό,τι ποθώ. Σε αγνοούσα, δεν με ένοιαζε καν που έμπαινες μέσα φωνάζοντας, ουρλιάζοντας, ξετινάζοντας μου τα αυτιά με τα δριμύ κατηγορώ σου, με όλα αυτά που πραγματικά δεν έχουν σημασία. Σηκωνόμουν και έφευγα ανέκφραστος απ’το σπίτι,  κατηφόριζα τον δρόμο της γειτονιάς χωρίς συναίσθημα, και τα χλιαρά ‘’καλημέρα’’ των γειτόνων ίσα που ακουγόντουσαν, ίσα που σφύριζαν και έσβηναν σαν τις ξεχασμένες φωτιές γύρω απ’τα αυτιά μου. Κλείνανε κι αυτοί τα μάτια, δεν ήταν απ’αυτους που έψαχναν να δουν τι κάνεις, να ρωτήσουν, να αναρωτηθούν για την φασαρία στο σπίτι μας, να αναζητήσουν τον υπαίτιο, να κάνουν πηγαδάκια στο καφενείο, στα σπίτια τους για να μάθουν το γιατι φωνάζεις, το ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, το αν σε χτυπάω κι αλλα τέτοια θλιβερά.  Συνέχιζα λοιπόν, και έστριβα πάντοτε στην ίδια γωνία, συνέχιζα πάντα ευθεία,  στην ίδια λεωφόρο, ανατρέχοντας στα ίδια βήματα με άλλες φορές, πατούσα στα ίδια μονοπάτια, στα ίδια βρώμικα πλακάκια με τις αλλες φορές, όπως και να ήταν αυτά, γεμάτα με βρωμιά, με το νέφος που είχε καταλαγιάσει πάνω τους, τα μαύρα στίγματα τους να διακοσμούν τα άλλοτε ωραία αυτά τετράγωνα στηρίγματα ποδιών.  Και περίπου στο τέλος του δρόμου, έφτανα πάντοτε σε εκείνη την ωραία αλάνα. Εκεί που παλιότερα έπαιζα μπάλα με τους φίλους μου, αυτούς που λόγω της δικιάς σου παρουσίας αναγκάστηκα να αφήσω, που δυστυχώς δεν μπόρεσα.. Που δυστυχώς δεν μπόρεσα να σταματήσω την αυτοκαταστροφή μου και είναι κρίμα, είναι πολυ κρίμα. Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει. Καθόμουν λοιπόν εκεί και περιεργαζόμουν τα λουλούδια, το χορτάρι, τις πέτρες. Κανένας δεν τα φρόντιζε πια, ήταν απ’τα μέρη που δεν χρησίμευαν πια σε κανέναν. Που δεν άκουγε κανένας την ηχώ τους που κάποτε αντιλαλούσε σε όλα τα κορμιά τους. Που κάθε φορά που πάταγε πόδι παιδιού εκει μέσα αυτή έτρεχε μέσα στις φλέβες τους και τα έκανε να τρέχουν απο δω και απο κει. Δεν έμενε και πολυς χρόνος, το ήξερα. Άλλωστε η αλάνα ηταν γεμάτη απο σήματα που δείχναν οτι ειναι ‘’ιδιοκτησία’’ κάποιας εταιρείας, κάποιου μεγαλοκτηματία, κάποιου ανώνυμου. Και ενω το ήξερα, ενω το συνειδητοποιούσα οτι σε λίγο καιρό εδω θα έσφυζε ο χώρος απο ατσάλι και τσιμέντο, κυλιόμουν νοητικά, έμπηγα την φαντασία μου σε αμέτρητα νοητικά κουτάκια στο χώμα της αλάνας. Η κάθε πέτρα είχε μια σημασία για μένα, ασχέτως αν αυτή την σπάγαν για να κάνουν υλικά, είτε την πετούσαν, είτε απλά την παραμέριζαν, τα όνειρα θα μέναν ανεξίτηλα γραμμένα πάνω της, ζωγραφισμένα στις φλέβες της, στις χαρακιές της, στο χώμα που την κοσμούσε. Γιατι κι αυτο, όσο κι αν πλυθεί, λάσπη θα γίνει, θα ταξιδέψει. Κι όπου κι αν πάει θα πάνε και τα όνειρα μου, θα βυθιστούν σε αλλη γη, σε αλλα μέρη, ελπίζω κάπου που θα παίζουν κι αλλα παιδιά. Κι αν όχι, και πάνε σε μέρη μίζερα, σε μέρη σκοτεινά, θα τα φωτίσουν, θα γίνουνε φωτιές, να χτίσουν δέντρα. Μα όπου και να πανε, ξέρω, το ξέρω, το νιώθω μέσα μου οτι σε εκατομύρια χρόνια, όταν το όνομα μου, τα κόκκαλα μου θα χουν θρυματιστεί, αυτά θα είναι εδω. Θα είναι δω για πάντα. Δεν αμφιβάλω.
Και την τελευταία εκείνη μέρα που πήγα, πλησιάσαν οι μπουλντόζες. Ένας κύριος μου φώναξε εντόνως με επιθετικό ύφος. Τον κοίταξα και του χαμογέλασα καθώς έφευγα. Μπορώ να πω οτι του φάνηκε περίεργο. Μα δεν πειράζει. Για το λασπώδες χώμα και τα όνειρα μου, οι μπότες του είναι μέλισσες. Και έτσι, γύρισα σπίτι μου. Για εκείνη την φορά. Για αλλη μια φορά. Και φώναζες. Και ούρλιαζες. Με κοιτούσες ύποπτα, γεμάτη ερωτήσεις, γεμάτη λεκτικές μαχαιριές και υποψίες για την ενοχή μου, για τα λεκιασμένα χέρια μου.

Σώπασα.

Κλείστηκα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και δεν μίλησα.

Μπήκες και άρχισες να ουρλιάζεις.

‘’Γέμισες λάσπες το κρεβάτι, ηλίθιε, ανίκανε’’

Αλλα που να καταλάβεις..............

1 comment:

Elen King said...

katagrafes?
polla realistika stoixeia me anisixeis

babel h katastash