Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καθόλου καλά...
Οι δρόμοι μάτωναν απο το επερχόμενο σκοτάδι και η άσφαλτος γινόταν ποτάμι δίχως πλεούμενα. Η όλη όψη της πόλης θύμιζε πόλη φάντασμα, και οι άνθρωποι σαν σκιάχτρα φαινόντουσαν σαν να ατενίζουν το παγωμένο φεγγάρι ή να βλέπουν εφιάλτες ή και όνειρα, ανάλογα με την διάθεση τους. Οτιδήποτε ξένο θέρμαινε σε υπερβολικό βαθμό την αβάσταχτη κρυάδα της νυχτερινής αστικής πεδιάδας, φάνταζε απόμακρο, πρόδιδε εικόνες αιώνων, τα αστέρια κρυφοψιθύριζαν για αυτά τα νυχτοπέρπατηματα, παρακολουθούσαν και εξέθεταν όποιον τολμούσε να κάνει απαγορευμένα βήματα αργά το βράδυ στα κρύα πεζοδρόμια, τις σταχτί αυλές του υποκόσμου. Η βροχή μύριζε έντονα, και τα πεζοδρόμια γλιστρούσαν..
Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καθόλου καλά...
Δεν ξέρω και γω γιατι ξεκίνησα μονάχος αυτό το σεργιάνι στην πόλη αυτή, στην πόλη αυτή που δεν λάμπει τίποτα παρα μονάχα ο ήλιος την ημέρα. Και ο χρυσός, και τα νομίσματα, χαμένα, στα χέρια αυτών που πατάνε πάνω στις πλάτες των φτωχών για να ζήσουν. Δεν ξέρω. Το τσιγάρο μου μίκραινε ολοένα και πιο πολύ, οι μυρωδιές του τσιγαρισμένου καπνού διέφευγαν στην ατμόσφαιρα και η μολυσμένη ατμόσφαιρα της πόλης βρώμαγε ολοένα και πιο πολύ, αλλα συνέχιζα να καπνίζω, συνέχιζα να μολύνω τα πνευμόνια μου με αυτούς τους δαίμονες, να βασανίζω τα στήθια μου με αναπνοές πίσσας, με πνεύματα καπνού. Μάλλον συνήθισα να αναπνέω καταχνιά, να μυρίζει η αναπνοή μου ταμπάκο, να βήχω ανεξέλεγκτα τα βράδια και την μέρα, ακόμα και μέσα στον ύπνο μου. Μάλλον συνήθισα να αναπνέω καπνούς γιατι τα εργοστάσια της πόλης ήταν χειρότερα και απο τους εμπόρους ηρωίνης, σε εθίζαν στην μυρωδιά των λαστίχων, στην μυρωδιά του χάους και της καταστροφής της φύσης για το χρήμα. Αν έκαιγε το χρήμα όλοι θα κλαίγαν, μα θα συνέχιζαν να αναπνέουν, μα τώρα που καίνε τα δέντρα, χαμογελάνε κι ας πεθάνουν.
Περπατάω με αρκετά γρήγορο βήμα, προσέχω να μην γλιστρήσω, και η βροχή πέφτει πάνω μου με ακατανίκητη ορμή, με πάθος που ακόμα και παλαιστής θα ζήλευε, με μουσκεύει και με μεταλάσσει σε ανεξήγητη και δύσμορφη φιγούρα που σαλεύει στο κουκλοθέατρο της πόλης, στα καταγώγια με τις βρώμικες πόρνες και τα ψευδοκαμπαρέ, τα στέκια των ναρκωτικών, τα μπουρδέλα με τις φασιοναμπλ επιγραφές και τα φτωχόσπιτα. Ο ήχος των αδέσποτων σκυλιών κάνει ακόμα πιο τρομακτική την ατμόσφαιρα μα περπατάω, συνεχίζω να περπατάω και δεν φοβάμαι. Η καμπαρντίνα μου έχει μουσκέψει τελείως και τα μαλλιά μου έχουν βραχεί παρα πολυ. Ο οποιοσδήποτε θα φοβόταν να μην κρυώσει, αλλά όχι εγώ. Εγώ υποδέχομαι τις αρρώστιες σαν αγγέλους, σαν κάτι που θα έσπαγε την ρουτίνα. Και τι δεν θα έδινα για να ψηθώ στον πυρετό, να σπάσει λίγο η καθημερινότητα. Κι ας πρέπει να καταπιώ αυτά τα φάρμακα τα πικρά, τα έτοιμα, τα βιομηχανοποιημένα. Αλλα δυστυχώς, το έλεγε και η μάνα μου, έχω γερή κράση, το σκάρι μου δεν θα τα παρατήσει έτσι εύκολα.
Δεν πειράζει. Συμβιβαζόμουν με τους φριχτούς πονοκεφάλους που σούβλίζαν το κρανίο μου σαν τρυπάνι μηχανικού, σαν λεπίδα βρεγμένη με οινόπνευμα σε ανοιχτή πληγή, που κρυβόταν πίσω απο τα μάτια μου και τα κοκκίνιζε λες και βουτούσανε στο αίμα με τις λεωφόρους που τα τροφοδοτούν με ζωή να γέρνουν αιμοστάλαχτες ανάμεσα στον άσπρο ωκεανό τους. Έτσι ξεκίνησε και η μέρα, δεν ξεκίνησε καθόλου καλά. Χιλιάδες χιλιοπαιγμένες εικόνες με εμένα να κατεβάζω χάπια αναλγητικά για να συμβιβαστώ, να κάνω λιγάκι ειρήνη με τον πόνο, την ναυτία και τα ουρλιαχτά κάθε φορά που έτρεμα απο τους πονοκεφάλους τα βράδια και που για μένα ο αη βασίλης έφερνε μονάχα ενα δώρο για να μάθω να είμαι καλό παιδί, για να μην αυτοκτονήσω απο τους φριχτούς πόνους, την αυπνία. Την αυπνία που μου έμαθε να γυρνάω τα βράδια και να μιλάω με αστέγους και ηρωινομανείς, στα στέκια αυτά που οι άνθρωποι της μέρας αποφεύγουν να πατήσουν και που χωρίς πολλά πολλά τρέχουν να μείνουν μακριά τους.
Η μέρα δεν ξεκίνησε καθόλου καλά λοιπόν.
Και να που βρίσκομαι εδώ, να παίζω σκάκι με τους ανθρώπους του υποκόσμου και ειρωνικώς να περιμένω για μια κίνηση ρουα μάτ του αντιπάλου, για να με ξεπαστρέψει μια και καλή απ'την ζωή. Δεν είμαι καλός παίχτης στην τελική. Μάλλον αυτοθυσιάζομαι, απλά για να μπορέσω να πεθάνω χωρίς να έχω το στίγμα του αδύναμου πάνω μου, χωρίς να σκίσει την σάρκα μου το νύχι της αυτοκτονίας, το οινόπνευμα που καίει τα σωθικά μου καθώς σκέπτομαι αυτούς π'αφήνω πίσω. Εκεί δεν υπάρχει γυρισμός. Πολλές φορές ανέπνεα μπαρούτι απο το όπλο που χα στο συρτάρι μα δεν με άφηνα, ανέπνεα μπαρούτι, δεν το φαντάζεσαι ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα αν θέλεις να πεθάνεις. Γιατι απλά είσαι δειλός.
Τα νυχτοπερπατήματα μου με είχαν κάνει διάσημο. Με είχαν κάνει παράδειγμα προς αποφυγή, με είχαν κάνει σκιάχτρο για να φοβούνται τα παιδιά να βγαίνουν έξω τέτοιες ώρες. Σκληρές καρδιές δεν θρέψαν οι γονείς μου, μα υπερβολικά μαλακές για να αποδεχτούν την σκληράδα. Μαλακές, μα δεν ταιρίαζει η λέξη, αν ήτανε να γράψουν μια λέξη πάνω στο μνήμα μας για τις καρδιές μας, δεν θα γράφαν μαλακές, θα γράφανε μαλάκες. Μιλώ πολύ για τον θάνατο, τα λόγια μου ακόμα θανατηφόρο επικήδειο θυμίζουν. Δεν το κάνω επίτηδες, δεν είμαι λυπημένος, δεν είμαι στα άκρα της απελπισίας, δεν ψάχνω επιτηδευμένα για το άκρον άωτον της ατυχίας για να το οικειοποιήσω, για να κλαφτώ μονάχος για το πόσο χάλια είμαι, για την ασχήμια μου, για τα σωθικά μου που καίνε, για, για, για. Ο κατάλογος ειναι μεγάλος. Γκρινιάζω για την χαρτούρα που θα χρειαστεί για τον θάνατο μου, όχι για τον θάνατο μου. Τραγικότατο, όπως θα λέγε και κάποιος που θα καλούνταν να χαρακτήρισει το έργο μου στη ζωή.Γιατι για κάτι τέτοιο είμαι γω, για θεατρικά έργα.
Γιατι μονάχα εκεί ο ήρωας δεν σβήνει άδοξα, μένει και ύστερα στα χείλια των θεατών.
Μα δεν πειράζει, τουλάχιστον μπόρεσα να ολοκληρώσω την βόλτα μου. Νύσταξα.
Τουλάχιστον θα κοιμηθώ χωρίς πονοκεφάλους σήμερα.
Η μέρα τελείωσε ευτυχώς καλά.
2 comments:
"Γιατι μονάχα εκεί ο ήρωας δεν σβήνει άδοξα, μένει και ύστερα στα χείλια των θεατών"
τελειο. εξελισσεσαι. συνεχεια:)
♥
Η αρρώστεια σας κερδίζει όλο και πιο πολύ, έφτασε στα μάτια σας, στην φωνή σας...
http://www.greekbooks.gr/BookDetails.aspx?id=92039
γραμμένο για εσας.
Post a Comment