Monday, March 29, 2010

Apathy in Empathy

It is the shadow veil
that holds my head
in queues of patience
of deep colorful
sorrow
the unbearable lightness
a perception of pace
the deception
it is the distancing, the
mind, it is
the migration
from peace
to chaos that is
arousing

Sunday, March 21, 2010

Λάσπες


Δεν μου ήρθε ποτε η ανάγκη να σε αγκαλιάσω είναι η αλήθεια, δεν ήθελα ποτε να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω ολόκληρη την αλήθεια για εμας τους δυο. Ακόμα κι όταν ένιωθα οτι με κοιτούσες ύποπτα, γεμάτη ερωτήσεις, γεμάτη λεκτικές μαχαιρίες και υποψίες για την ενοχή μου, για τα λεκιασμένα χέρια μου, σώπαινα. Σώπαινα και κλεινόμουν στο δωμάτιο μου, ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και δεν μιλούσα, έκλεινα τα μάτια μου σχεδόν καλλιτεχνικά, όσο πιο αργά μπορούσα, για να φανταστώ λιγάκι ακόμα αυτόν τον ονειρικό κόσμο. Τον κόσμο που θα μπορούσα να έχω ό,τι αγαπάω και ό,τι ποθώ. Σε αγνοούσα, δεν με ένοιαζε καν που έμπαινες μέσα φωνάζοντας, ουρλιάζοντας, ξετινάζοντας μου τα αυτιά με τα δριμύ κατηγορώ σου, με όλα αυτά που πραγματικά δεν έχουν σημασία. Σηκωνόμουν και έφευγα ανέκφραστος απ’το σπίτι,  κατηφόριζα τον δρόμο της γειτονιάς χωρίς συναίσθημα, και τα χλιαρά ‘’καλημέρα’’ των γειτόνων ίσα που ακουγόντουσαν, ίσα που σφύριζαν και έσβηναν σαν τις ξεχασμένες φωτιές γύρω απ’τα αυτιά μου. Κλείνανε κι αυτοί τα μάτια, δεν ήταν απ’αυτους που έψαχναν να δουν τι κάνεις, να ρωτήσουν, να αναρωτηθούν για την φασαρία στο σπίτι μας, να αναζητήσουν τον υπαίτιο, να κάνουν πηγαδάκια στο καφενείο, στα σπίτια τους για να μάθουν το γιατι φωνάζεις, το ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, το αν σε χτυπάω κι αλλα τέτοια θλιβερά.  Συνέχιζα λοιπόν, και έστριβα πάντοτε στην ίδια γωνία, συνέχιζα πάντα ευθεία,  στην ίδια λεωφόρο, ανατρέχοντας στα ίδια βήματα με άλλες φορές, πατούσα στα ίδια μονοπάτια, στα ίδια βρώμικα πλακάκια με τις αλλες φορές, όπως και να ήταν αυτά, γεμάτα με βρωμιά, με το νέφος που είχε καταλαγιάσει πάνω τους, τα μαύρα στίγματα τους να διακοσμούν τα άλλοτε ωραία αυτά τετράγωνα στηρίγματα ποδιών.  Και περίπου στο τέλος του δρόμου, έφτανα πάντοτε σε εκείνη την ωραία αλάνα. Εκεί που παλιότερα έπαιζα μπάλα με τους φίλους μου, αυτούς που λόγω της δικιάς σου παρουσίας αναγκάστηκα να αφήσω, που δυστυχώς δεν μπόρεσα.. Που δυστυχώς δεν μπόρεσα να σταματήσω την αυτοκαταστροφή μου και είναι κρίμα, είναι πολυ κρίμα. Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει. Καθόμουν λοιπόν εκεί και περιεργαζόμουν τα λουλούδια, το χορτάρι, τις πέτρες. Κανένας δεν τα φρόντιζε πια, ήταν απ’τα μέρη που δεν χρησίμευαν πια σε κανέναν. Που δεν άκουγε κανένας την ηχώ τους που κάποτε αντιλαλούσε σε όλα τα κορμιά τους. Που κάθε φορά που πάταγε πόδι παιδιού εκει μέσα αυτή έτρεχε μέσα στις φλέβες τους και τα έκανε να τρέχουν απο δω και απο κει. Δεν έμενε και πολυς χρόνος, το ήξερα. Άλλωστε η αλάνα ηταν γεμάτη απο σήματα που δείχναν οτι ειναι ‘’ιδιοκτησία’’ κάποιας εταιρείας, κάποιου μεγαλοκτηματία, κάποιου ανώνυμου. Και ενω το ήξερα, ενω το συνειδητοποιούσα οτι σε λίγο καιρό εδω θα έσφυζε ο χώρος απο ατσάλι και τσιμέντο, κυλιόμουν νοητικά, έμπηγα την φαντασία μου σε αμέτρητα νοητικά κουτάκια στο χώμα της αλάνας. Η κάθε πέτρα είχε μια σημασία για μένα, ασχέτως αν αυτή την σπάγαν για να κάνουν υλικά, είτε την πετούσαν, είτε απλά την παραμέριζαν, τα όνειρα θα μέναν ανεξίτηλα γραμμένα πάνω της, ζωγραφισμένα στις φλέβες της, στις χαρακιές της, στο χώμα που την κοσμούσε. Γιατι κι αυτο, όσο κι αν πλυθεί, λάσπη θα γίνει, θα ταξιδέψει. Κι όπου κι αν πάει θα πάνε και τα όνειρα μου, θα βυθιστούν σε αλλη γη, σε αλλα μέρη, ελπίζω κάπου που θα παίζουν κι αλλα παιδιά. Κι αν όχι, και πάνε σε μέρη μίζερα, σε μέρη σκοτεινά, θα τα φωτίσουν, θα γίνουνε φωτιές, να χτίσουν δέντρα. Μα όπου και να πανε, ξέρω, το ξέρω, το νιώθω μέσα μου οτι σε εκατομύρια χρόνια, όταν το όνομα μου, τα κόκκαλα μου θα χουν θρυματιστεί, αυτά θα είναι εδω. Θα είναι δω για πάντα. Δεν αμφιβάλω.
Και την τελευταία εκείνη μέρα που πήγα, πλησιάσαν οι μπουλντόζες. Ένας κύριος μου φώναξε εντόνως με επιθετικό ύφος. Τον κοίταξα και του χαμογέλασα καθώς έφευγα. Μπορώ να πω οτι του φάνηκε περίεργο. Μα δεν πειράζει. Για το λασπώδες χώμα και τα όνειρα μου, οι μπότες του είναι μέλισσες. Και έτσι, γύρισα σπίτι μου. Για εκείνη την φορά. Για αλλη μια φορά. Και φώναζες. Και ούρλιαζες. Με κοιτούσες ύποπτα, γεμάτη ερωτήσεις, γεμάτη λεκτικές μαχαιριές και υποψίες για την ενοχή μου, για τα λεκιασμένα χέρια μου.

Σώπασα.

Κλείστηκα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και δεν μίλησα.

Μπήκες και άρχισες να ουρλιάζεις.

‘’Γέμισες λάσπες το κρεβάτι, ηλίθιε, ανίκανε’’

Αλλα που να καταλάβεις..............

Τι μου θυμίζει


Μικρός κάθησα στα αστέρια
σε παραλία, μιας αμμουδιάς η περιουσία
χιλιάδες κόκκοι στο σεντούκι
σεντούκι μου η Γη
κι η θάλασσα, κλέφτης που σαλεύει
μικρός εκάθησα εκεί
μου θυμίζανε οι κινήσεις
της μάνας μου τα σπλάχνα
μου θυμίζαν
μου θυμίζαν
Παιδί κάθησα στα αστέρια
σε σπίτι με παρέα
με φίλους, μια μπάλα
όπως κι αν έχει
μιας στιγμής ο ιδρώτας και το γέλιο
χιλιάδες στάλες και ήχοι στο σεντούκι
σεντούκι μου το Σπίτι
κι η τότε εφευρετικότητα, ιδέα μιας ψυχής
παιδί κάθησα εκεί
μου θυμίζαν οι ιδέες
της μάνας μου τα λόγια
μου θυμίζαν
μου θυμίζαν
Έφηβος κάθησα στα αστέρια
σε μπαρ με γυναίκεια συντροφιά
με μια γυναίκα, μια στάλα γοητείας
χιλιάδες φιλιά στο σεντούκι
σεντούκι μου η ψυχή
κι η αγάπη, η επιπολαιότητα, σημεία των καιρών
έφηβος κάθησα εκει
μου θύμιζε η αγάπη
της μάνας μου την αγκαλιά
μου θύμιζε
μου θύμιζε
Ενήλικος δεν κάθησα στα αστέρια
δεν άναψαν απόψε
για όλους εσας
τα πήρα όλα, τα βαλα στην καρδιά
σεντούκι η καρδιά
να λάμπουν
μου θύμιζει η ζεστασιά
της μάνας μου τα χέρια
μου θυμίζει
μου θυμίζει.
Μεγάλος δεν κάθησα στα αστέρια
Έγινα αστέρι.
Τι μου θυμίζει.

Monday, March 01, 2010

Ρέκβιεμ για εναν ποιητή

Το τρίξιμο της γραφομηχανής γινόταν ολοένα και πιο αραχνιασμένο όσο περνούσε η νύχτα. Η ήσυχη επιφάνεια του υγρού ουισκι τρεμόπαιζε κάθε φορά που πατούσα κάποιο πλήκτρο. Και κάθε φορά που κατάπινα μια γουλιά απ'αυτό το πικρό σκωτσέζικο δημιούργημα, ένιωθα λες και κάθε συναίσθημα μου είχε αποτυπωθεί επάνω στο μεθυσμένο απο αλκοόλ νερό. Μου έκαιγε τα πνευμόνια, μου έσκιζε τα σωθικά, και η αναπνοή μου μύριζε ολοένα και πιο έντονα σαν του μεθύστακα στην γωνία. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς όμως.

Είχε σκοτεινιάσει ήδη....

Δεν ακουγόταν τίποτα απ'τον δρόμο. Και γω εκεί αμετακίνητος να προσπαθώ να αρμέξω λίγο ακόμα ψυχή και αίμα απ'τους νευρώνες του εγκεφάλου μου, λίγο ακόμα πνεύμα, ουσία, χάος, αμετακίνητη προσπάθεια χειραγώγησης του παρόντος, αλλα αδίκως. Αδίκως προσπαθώ να δαμάσω τα κύματα που σηκώνονται μέσα στην καρδιά μου και στο μυαλό μου. Και το τσιγάρο το άφησα να καίει μόνο του. Να καίει μόνο του και να σβήνει. Μου θυμίζει την σκηνή της δημιουργίας. Συνέχεια, τρέχεις και τρέχεις και τρέχεις και φτάνεις στο σημείο που βρίσκεται το φίλτρο και εκεί που είναι η κλιμάκωση, καταρέεις. Μα είναι σαν την καλή την τζούρα, ξέρεις, αυτή που σε κάνει να μαστουρώνεις ολοένα και πιο πολύ, αυτή που σε κάνει να μετανιώνεις που λες οτι θα κόψεις το τσιγάρο και τρέχεις μανιωδώς να αγοράσεις αλλο ενα πακέτο απ'το κοντινότερο μαγαζί. Ναι, αυτή που σε κάνει να παραληρείς βράδια ατελείωτα και να μιλάς σε τοίχους λες και είναι γνώστοι σου, λες και είναι χαρακτήρες απο παραμύθια, απο ιστορίες πλαστές που έφτιαξες σε νύχτες αξημέρωτες ή και σε μέρες που δεν τόλμησες να ανοίξεις τα παντζούρια του σπιτιού σου γιατι φοβόσουν τις σκιές που σχηματίζονταν στο δωμάτιο σου. Σου θύμιζαν τον πατέρα σου, την μητέρα σου, τον γιο σου, τα παιδιά σου γενικά. Και έμενες εκεί.

Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να ξανακοιτάξω το γραπτό μου. Πασαλειμένα μελάνια, δαχτυλιές. Δεν είχα παρατηρήσει ποτέ το πως μοιάζουν τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα με πρόσωπα. Και τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τους ανθρώπους απ'τα δαχτυλικά αποτυπώματα? Θα υπήρχε ρατσισμός, θα υπήρχε ''εσυ'' και ''εγω''? Θα υπήρχε ο πόνος της απόρριψης? Θα υπήρχε το αγόρι που κλαίει στο δωμάτιο του γιατι δεν το αγαπάει κανένας, θα υπήρχε ο ανάπηρος, τα γηρατειά, το κλάμα, ο πόνος της αγάπης? Χιλιάδες δρόμοι. Χιλιάδες δρόμοι που σχηματίστηκαν στη μήτρα της μητέρας μου, χιλιάδες δρόμοι που σχηματίστηκαν γιατι εγω βυθίστηκα στο αμνιακό υγρό της, μούλιασαν τα χέρια μου μέσα της, κατασταλαξαν ενα εκατομύριο επιλογές μου στα χέρια μου. Όπως οταν βγαίνεις απ'το μπάνιο και κοιτάς τα χέρια σου. Αλλες τόσες επιλογές, νερό, η πηγή της ζωής. Μουλιάζεις.

Ανοησίες. Παρασύρομαι. Δεν θέλω, δηλαδή δεν μπορώ να θέλω, και τι να θέλω άλλωστε, τι μπορεί να θέλω παραπάνω απ'το να είμαι κλεισμένος σε αυτό το δωμάτιο? Τι θα ήθελε ενας άντρας της ηλικίας μου, τι θα μπορούσε να ήθελε? Γυναίκες, φήμη, λεφτά, αμάξια, χλιδή, σεξ, οργασμούς? Νομίζω πως σύμφωνα με τις στατιστικές μελέτες μπορώ να υποστηρίζω πως είμαι το 1% των αποτυχημένων. Εγω και η γραφομηχανή μου. Εγω και η ψυχή μου. Δεν βγάζει νόημα. Γι'αυτους είμαι αντικοινωνικός, κλείνομαι, μιλάω με φαντάσματα, μιλάω με πράγματα που δεν υπάρχουν και κυρίως...παραμιλώ. Κυρίως παραμιλώ. Δεν ξέρω τι με ωθεί στο να γράφω χιλιάδες γράμματα προς αγνωστους παραλήπτες και να μην τα στέλνω ποτέ, μάλλον έτσι ικανοποιώ την ανάγκη μου για να μιλήσω. Και τι να πω όμως. Κάθε φορά που μιλάω, ιδρώνω, τρελαίνομαι και καίγονται τα στήθια μου, μιλάω σε εσένα, όποιος και αν είσαι, όποια και αν είσαι, και ξέρω πως μ'ακούς, πως ακούς κάθε συλλαβή των λέξεων μου, πως αναλύεις τι γίνεται στους νευρώνες του εγκεφάλου μου, πως ξέρεις όλα τα αποτελέσματα των χημικών αποστάξεων της ψυχής μου που καταλήγουν στις τελευταίες λέξεις που βγαίνουν απ'το ξερό στόμα μου. Γι'άυτο και γράφω. Νομίζω πως αγγίζω την τελειότητα κάθε φορά που χρυσώνω γράματα βγαλμένα απ'το πανέμορφο αλφάβητο που μου είχαν μάθει όταν ήμουν μικρός, που τα χρυσώνω και δημιουργώ αγάλματα, αγάλματα για να κοιτάς εσυ, εσυ που διαβάζεις και να δοξάζεις κάθε μου λέξη, να την στοιχειώνεις με αναλύσεις επι αναλύσεων, να την γράφεις στον αγαπημένο σου για να μπορείς να εκφράσεις αυτό που δεν μπόρεσα να εκφράσω εγω. Είναι πράγματι οξύμωρο. Είναι πράγματι τραγικό. Επίπονο. Χαοτικό. Καταραμένο. Και τι λέξη δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να το περιγράψω, ποια λέξη θα έφτανε για να περιγράψει αυτό που νιώθω αυτή την στιγμή? Ποια λέξη, ποια συλλαβή θα έφτανε για να περιγράψει την αγωνία του μωρού όταν βγαίνει απο την κοιλιά της μάνας του και βλέπει το φως? Ποια λέξη.. Είναι πράγματι, τραγικό. Σχεδόν γελάω. Γελάω τώρα, στο ορκίζομαι. Γελάω που με τα ποιήματα μου, με τα διηγήματα μου, αγγίζεις την καρδιά του αγαπημένου σου, αγγίζεις την ψυχή του γιατι χωρίσατε και κλαίς και πνίγεις τον καημό σου στο τσιγάρο και στο ποτό, αλλα γράφεις, γράφεις και γράφεις και γράφεις και δεν τελειώνει ποτέ και σκίζεις τα χαρτιά, τα κάνεις κομματάκια και προσπαθείς να ξαναγράψεις και χτυπάς τον τοίχο με εκατομμύρια χιλιόμετρα, και σκάνε τα σωθικά σου, ανατινάζονται. Ώσπου ανακαλύπτεις εμένα. Εμένα, τον ποιητή. Εμένα τον λογοτέχνη, τον λογοπλάστη. Σε ενα ωραία περιποιημένο βιβλίο με αρχή, μέση και τέλος. Με όμορφο εξώφυλλο, φανταστικές εικόνες και σελίδες που δημιουργούν οργασμούς στην αφή σου. Και αρχίζεις και ξεφυλίζεις με μανία, και ψάχνεις κάθε τι μέσα μου, σα να μου ανοίγεις το στομάχι και να σηκώνεις κάθε κοινωνική μου επαφή, εμπειρία, ανάσα, ζωή, μπουκιά, αγάπη, ιδρώτα και να τα τρώς όλα. Εσυ και μόνο εσυ. Και βρίσκεις κάτι, κάτι που να σου θυμίζει μια εμπειρία που είχες, ενα κλάμα, την αγάπη σου, την ψυχή σου, την ώρα που κάνατε σεξ διάολε. Και αρχίζεις και το κοιτάς, κοιτάς, κοιτάς, ο αμφιβληστροειδής σου διογκώνεται, πρήζεται με όλη αυτή την πληροφορία, τις ανάγκες του ποιήματος, τα μελάνια που χύνονται μέσα στο μάτι σου και δημιουργούν καταρράκτες απο την παρυφή του ματιού σου μέχρι και τα δάχτυλα των ποδιών σου.

Κι αποφασίζεις να το στείλεις σε ενα γράμμα στον αγαπημένο σου, στην αγαπημένη σου, δεν έχει σημασία το φύλο, δεν έχει σημασία αν έχει πέος η αιδοίο, αν έχει στήθος ή αν δεν έχει. Η μόνη σημασία, το μόνο ενδιαφέρον είναι να το διαβάσει, να πέσει κάτω με λυγμούς, να φωνάξει, να ψιθυρίσει το όνομα σου με μετάνοια, όπως θα έκανες και στον Θεό, όπως θα έπεφτες στα γόνατα αν ήσουν θρήσκος, αν δεν ήσουν βλάσφημος και έψαχνες σε μας για να αγγίξεις την τελειότητα, σε μας για να αγγίξεις την βρωμιά, για να αγγίξεις αυτό που δεν μπορείς να έχεις. Άλλωστε, δεν μας λένε πόρνους δίχως λόγο. Δεν μας λένε πουτάνες, πόρνες, αναίσχυντους, αχρείους, βρώμικους, του δρόμου, της καμαρας απλά επειδή τους βάρεσε. Δεν ήμασταν στόχοι του εκάστοτε άρχοντα δίχως λόγο, δεν έκλαιγε η μάνα του παιδιού, του παλικαριού επειδή τους άρεσε να σκίζουν τα κορμιά τους, να τα μαχαιρώνουν, να τα καίνε, να τα φορτώνουν στο ξύλο, να σπάνε τα κόκκαλα τους και να γελάνε. Δεν το έκαναν δίχως λόγο! Αρνούμαι να το πιστέψω, πέφτω κάτω στα γόνατα μου, αν είναι αλήθεια, παρακαλώ, Θεε, απάλλαξε με απο αυτό το ταλέντο, μην με αφήνεις άλλο να γράφω, μην με αφήνεις να ουρλιάζω λέξεις πάνω σε χαρτιά, μην με αφήνεις να κρατάω απ'τα μαλλιά τα συναισθήματα μου ενω με δαγκώνουν μανιωδώς στην κοιλιά, στα γόνατα, στα χέρια, παντού. Σε παρακαλώ. Μονάχα εμείς. Μονάχα. Εμείς. Αυτό έμενε απο εμάς. Μονάχα, εμείς. Στην άκρη του δρόμου, πεταμένοι, γλοιώδεις υποκείμενα, σαθροί μπάσταρδοι, απο βρώμικη γενιά, κοιτάμε εσάς. Και κάνουμε έρωτα με σας, δεχόμαστε την πιέση των ψυχικών κορμιών σας, ανέκφραστοι, ανέτοιμοι, εμείς. Εμείς που χρόνια κάναμε να πούμε δυο ψίθυρους σε μια κοπέλα, που τρέμαν τα κορμιά μας στα σχολεία, που μας χτυπούσαν με τους χάρακες, που κλαίγαμε γιατι δεν είχαμε να γράψουμε για μια αγάπη, που αυτοί μας αντιμετώπιζαν με κάθε μίσος, με αγάπη για το μίσος, που μας έκαναν μηχανήματα. Και σεις, και σεις, και σεις να σκίζετε τα σωθικά μας, βρώμικοι άντρες, όλοι σας, όλοι εσεις, με αγάπη για τον βιασμό, να μας ανοίγετε την ψυχή μας και να κυοφορείτε μέσα στα γραπτά μας και τα δικά σας συναισθήματα, τις δικές σας αγάπες, τις ανάγκες. Όλα αυτά. Που εγώ δεν έμαθα να τα σιχαίνομαι, που άρχισα έτσι, που άρχισα για να γράφω. Για Μαρίες, για Ελένες, για Αρετές, για Μελίνες, για Σοφίες, για ό,τι θες. Γι'άυτες να γράφεις δεν μπορείς. Δεν μπορείς μοναχα. Δεν μπορείς. Και σεις να μας χτυπάτε. Ενίσταμαι, χτυπιέμαι, μένω μόνος. Θα δημιουργήσω επίθετα, θα γίνω γλωσσοπλάστης, θα γίνω λεξικό, στο ορκίζομαι, σας το ορκίζομαι, θα με βρείτε, θα μας βρείτε μπροστά σας, θα κλαίω, θα οδύρομαι, θα γίνω γέφυρα που θα ανατιναχτεί, θα γίνω το ίδιο το μίσος. Θα γίνω, οτι δεν θα θέλατε να γίνω.

Και, ναι, το ανοίγει, εντάξει, θα σταματήσω να γράφω για όλα αυτά που μ'ενοχλούν. Ας πούμε οτι το ανοίγει. Και το πετάει. Εντάξει, το πετάει. Και σου γράφει μια απάντηση. ''Συγκινητικό, αλλά εντάξει, δεν πειράζει, δεν μπορούμε να είμαστε μαζί''. Δεν μπορείς να είσαι τόσο δραματικός, δεν μπορεί να κάθεσαι πάνω απ'το τηλέφωνο σου και να περιμένεις μια απάντηση, δεν μπορεί να στοιχειώνεις κάθε πόρτα του σπιτιού σου, δεν μπορείς να τσαλακώνεις τα σεντόνια σου, να ιδρώνεις, να μουλιάζεις τα μαξιλάρια και να σκέφτεσαι κάθε στιγμή της απάντησης του, τους μορφασμούς του, τις σκέψεις του, το γέλιο του όταν καταλαβαίνεις πως σε κρατάει απ'τα μαλλιά. Το χέρι μάλλον το έκοψε και τώρα πάει για τα μαλλιά. Μάλλον συναισθηματικός κουρέας είναι, τι αχρείος, τι βλάκας, τι αηδιαστικός, τι....καλύτερα να μην συνεχίσω. Ωραία.

Για μια στιγμή το βλέμμα μου κόλλησε στον τοίχο. Συγνώμη.

Ωραία λοιπόν, το στέλνεις, το είπαμε αυτό. Το στέλνεις, σταμάτησε να το σκέφτεσαι. Το στέλνεις, το ανοίγει, το πετάει, γελάει. Και γράφει, και απαντάει, και έρχεται σε σένα. Ανοίγεις την απάντηση, ανοίγεις μια πόρτα, ανοίγεις κάτι το σημαντικό, ανοίγεις αυτό που θα μπορούσε να ήταν κάτι τόσο ωραίο, αλλα στο τέλος αποδεικνύεται μια πόρτα για τον απόλυτο εξευτελισμό. Για να κλαίς πάνω σ'αυτό κάθε βράδυ. Ας σου έστελνε χαρτομάντηλα, το ίδιο θα ήταν. Δεν θα λέρωνες το μαξιλάρι σου, δεν θα λερωνες το ίδιο το γράμμα. Δεν θα έσφιγες το μαξιλάρι σου? Χλωμό. Δεν θα φώναζες το όνομα του/της αργά το βράδυ? Δεν θα έβλεπες εφιάλτες συνέχεια? Χλωμά και τα δύο. Χλωμά όπως το πρόσωπο σου, χλωμά όλα. Και το δωμάτιο να θολώνει, να δημιουργούνται θηλιές παντού, και να προσπαθείς να κρύψεις το δάκρυ σου απο τα πρόσωπα που σε αγαπάνε και που τα αγαπάς, να μη κλαίς, να μην δείχνεις οτι φοβάσαι το μέλλον, να προσπαθείς να καταλάβεις πως τα σεντόνια είναι πια ξεφούσκωτα, πως δεν περιέχουν αλλη σάρκα πια, πως δεν είναι εκεί για να σε καθησυχάσουν αν φοβάσαι, για να σου πούνε ''Ει, σε παρακαλώ, ηρέμησε, δεν θέλω να κλαίς''. Πως δεν είναι απλά εκεί. Πως είναι για άλλους κόσμους προορισμένα. Πως έχουν πινακίδες με άλλο όνομα παραλήπτη. Μου φαίνονται όλα αυτά βαρετά, βαρεμένα και σάπια. Μου φαίνεται η έκφραση σου χιλιοειπωμένη, μου φαίνονται τα χέρια σου που τρέμουν, ανόητα. Και δεν θα δώσω τέλος ρομάντζου, δεν θέλω να το κάνω, δεν θελω να πω πως πληγώθηκες, δεν θέλω να πω πως τον/την βρίζεις κάθε βράδυ, δεν θελω σου λεω. Δεν θέλω ουτε να το σκεφτομαι. Δεν θέλω να λεω το όνομα του/της. Για σένα. Και δεν πειράζει. Έλα μωρε, δεν πειράζει.

Αρχίζει η όραση μου να θολώνει, συγχωρέσε με. Μάλλον δεν θα έπρεπε να γράφω, δεν θα έπρεπε να χτυπάω πλήκτρα με μανία. Δεν θα έπρεπε να κοιτάω τι γίνεται στον κόσμο, δεν θα έπρεπε να λεω τόσες ασυναρτησίες, δεν θα έπρεπε να σπαταλάω χρόνο, δεν θα έπρεπε να γράφω ποιήματα, πεζά, ιστορίες, συναισθήματα? Σταμάτα πια, πετάω την γραφομηχανή στο πάτωμα, ουρλιάζω, πετάω την καρέκλα κάτω, χύνεται το ουισκι -σκατά- όλα είναι μούσκεμα. Όλα είναι μούσκεμα. Μακάρι να σε έφερνα εδω. Μακάρι να σε έβαζα να κοιτάξεις το πάτωμα, να δεις με τα ίδια σου τα μάτια τι έχει γίνει. Να σου τρίψω τη μούρη στο πάτωμα μέχρι να ματώσεις, να κλάψεις, να με παρακαλάς. Πέτα το βιβλίο μου, αηδία, μια απέραντη αηδία. Φάτο, καταπιε το, να σε πνίξουν οι μελανένιοι καταρράκτες, να μπούνε στα σωθικά σου μέσα, να σε δολοφονήσουν δαίμονες απο μελάνι, να σε σφίξουν, να μην μπορείς να αναπνεύσεις.

''Μελοδραματική παύση μουσικής'' - ''Πρελούδιο για την αποκατάσταση του κανονικού''

Θολώνω πολυ. Αλήθεια.

Ας πούμε καληνύχτα για τώρα. Μόνο για τώρα.

Καληνύχτα φιλαράκο.