Οι ρυθμικές παλινδρομήσεις του ηλίου σκίρτησαν τα σπάργανα του ηλιοκαμένου δέντρου μας, το καμάρι της αυλής μας. Απο καιρό το κοιτάγαμε με περηφάνεια και κομπάζαμε στην γειτονιά για το πανέμορφο μας δέντρο. Μα μια μέρα, το δέντρο κόμπιασε και λύγισε. Σαν το ρωτήσαμε γιατι, δεν έδωσε απάντηση, μονάχα θροισαν τα φύλλα του και έβραζε το χώμα.
Οι παιδικές μου αναμνήσεις απ’το χωριό σταματάνε εκει πέρα, σταματάνε στις απέραντες αναζήτησεις με τους φίλους μου στα ποτάμια των βουνών και στις αλάνες που με τα πόδια μας και τη μπάλα μας σηκώναμε αμμοθύελες. Σταματάνε στα χαμόγελα των κοριτσιών που μοιάζαν με καραμελωμένα γλυκά κουταλιού, με τα ροζιασμένα χέρια των μανάδων μας που ήσαν γεμάτα πληγές απο τις δουλειές της ημέρας και τις μέρες που περνούσαν, που βράζαν απο ζωή ‘σαν ο ήλιος έριχνε τους καυτερούς του αχινούς στα γερασμένα δέρματα των κατοίκων.
Εγω, κοιτούσα με περιέργεια τη μητέρα μου να πλέκει, περιεργαζόμουν τα δάχτυλα της να σκάβουν τη ψυχή της και να απεικονίζει σχέδια του μυαλού της, του υποσυνείδητου της στα μικρά, μικρά ρουχαλάκια που έφτιαχνε για όλο το χωριό αλλα και για μας. Το χειμώνα μας έντυνε σαν κρεμμύδια, μας μπούκωνε και με μια ζεστή μερίδα ψωμί, χωριάτικο, και μας έστελνε στο σχολειό, εκεί όπου τα γράμματα παίρναν άλλοτε ροπή ελευθερίας και άλλοτε γεύση τσουχτερής κατσάδας στις παλάμες μας. Δεν την άκουσα ποτέ να ψιθυρίζει τίποτε άλλο εκτός απο τις συνηθισμένες δοξασίες του λαού μας, τα παραμύθια που περνάνε απο στόμα σε στόμα, όπως ακριβώς και οι μύθοι της αρχαίας Ελλάδος.
Μια μέρα όμως, επάνω στις κοτρώνες της αλάνας, με βρήκε τραύμα σουβλερό, τα δάκρυα να τρέχουν επάνω στα ροδοκόκκινα μου μάγουλα και ουδείς εις τον περίγυρο να εβρίσκεται εύκαιρος για να με ηπάγει εις τον γιατρόν. Και τότε, ως σκιά απο ιστορίες φαντασμάτων, εφάνη ο καμπούρης γέρος των πλαγιών. Τον είχαμε δει πολλές φορές να περιτριγυρίζει το χωριό και να κοιτάει με ενα μονότονο βλέμμα τα παιδιά, τις οικογένειες, τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Πολλές φορές, ο πατήρ μου του επρόσφερε φαι και κρασί αλλα ‘κείνος ουδέποτε δεν το δεχόταν. ‘’Δεν μπορεί να προφερθεί και είναι ανώνυμο αυτό που βασανίζει και λυτρώνει την ψυχή μου και ταυτόχρονα είναι η πείνα της κοιλιάς μου’’* του έλεγε, αφήνοντας τον πατέρα μου να τον κοιτάει με απορημένο ύφος.
Ο γέρος με πλησίασε, με κοίταξε καλά καλά και εστάθη εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, αμίλητος. Εγω, ως ειναι φυσικόν, εφοβήθη γιατι ουκ ολίγες φορές τον είχαμε κοροιδέψει τα παιδιά του χωριού, του πετούσαμε και καμια πέτρα, τον περιπαίζαμε και γελούσαμε με τα χαζολογήματα που πέταγε ορισμένες –σπάνιες- φορές. Εν τέλει όμως, εκείνος πάντα απαντούσε με την ίδια ψυχρότητα στα λόγια, ‘’Ίσως να έζησα για πολυ καιρό στα βουνά, να προσπαθούσα να ακούσω υπερβολικά τα δέντρα και τα ποτάμια: τώρα τους μιλώ σαν βοσκός. Ακίνητη η ψυχή μου και φωτεινή όπως τα βουνά το πρωί. Μα με θεωρούν ψυχρό και ψεύτη με τρομαχτικά αστεία. Και τώρα με κοιτούν και γελούν: και ενω γελούν, συνεχίζουν να με μισούν. Το γέλιο τους είναι παγωμένο’’.*
‘’Είσαι καλά, μικρέ?’’ με ρώτησε ο γέρος και έμεινα έκπληκτος. Με βοήθησε να σηκωθώ και περιποιήθηκε το τραύμα μου όπως ενας γιατρός. Η γνώση του περι βοτάνων τον είχε βοηθήσει να γιατρέψει το τραύμα μου πολυ καλύτερα απο οποιοδήποτε πρωτευουσιάνικο ματζούνι μπορούσε να προσφέρει η δυτική ιατρική.
Και σαν σηκώθηκα, τον κοίταξα στα μάτια, και είδα φλόγες και ζωή.
‘’Σε ευχαριστώ’’, τόλμησα να ψελίσω όσο πιο ταπεινά και φοβισμένα μπορούσα.
Κι αυτός, μου έδωσε το χέρι του, με άγγιξε στην ψυχή και στο μυαλό. Τα πνευματικά του νύχια κατακερμάτισαν την λογική και το πνεύμα μου χωρίς μεγάλη προσπάθεια.
Πριν φύγει, μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί.
Όταν γύρισα στο χωριό, αναζήτησα τους φίλους μου και την οικογένεια μου και τους εξιστόρησα τα γεγονότα. Τους είπα οτι ο γέρος έκρυβε μέσα του μεγάλη σοφία και πως μπορούσε να αμφισβητήσει τα πάντα με όπλο μόνο τη λογική.
Δεν μπόρεσα να πω τίποτα παραπάνω και ο πατέρας μου με διέκοψε.
‘’Αι πια, με τον τρελόγερο, σταμάτα. Θα σου χαλάσει τα μυαλά.’’
Και κει, εθυμήθη τι μου πε στ’αυτί ο γέρος:
‘’Ο δημιουργός αναζητεί συντρόφους και αυτοί ξέρουν πως να ακονίζουν τα δρεπάνια τους. Θα τους αποκαλέσουν καταστροφείς και πως απεύχονται κάθετι καλό αλλά και κακό. Μα εν τέλει είναι αυτοί που θερίζουν την σοδειά και που χαίρονται’’*
Χρόνια πολλά πέρασαν, και γω, μεγάλος πια, στα βουνά με τ’αμάξι μου και την οικογένεια μου περιτριγύριζα στις σπηλιές του χωριού για μέρες ολόκληρες.
Σε μια πέτρα λοιπόν, σε μια κοτρώνα που στεκόταν σαν λιθάρι αιώνιο, καρφωμένο στα σπλάχνα της μητέρας γης, μια μουτζούρα, σαν παλαιολιθική γραφή στεκόταν αραχνιασμένη στους τοίχους για εμάς και για σας.
‘’Ταδε εφη Ζαρατούστρα’’*
Και τότε ψέλλισα,
‘’Σύγνώμη, γέρο, συγνώμη’’.
*μεταφρασμένα αποσπάσματα απο "Thus Spoke Zarathustra''.