Πνιγμένος μες στη θάλασσα, για όνειρα
δεν είναι πια ο πηγαιμός, μα για θαλάσσιες υαίνες
για τις ακίδες πια ,της θάλασσας ο καημός
σκληραίνει και καρφίτσα γίνεται
στο σώμα σου κι αν ποτάμια σχηματίζονται
κι αν ραγάδες, πια δεν γίνονται τα μάτια σου αστέρια.
σελήνης φλεγομενης, της αντίπερα σου όχθης
φωτιές ανάβουν
και εγω δεν είμαι πια στο σώμα μου, υγρός
μα πλέω μες στον κόσμο, στο ζωντανό νερό,
φτιαγμένος από γαλάζια όνειρα, σφυγμούς,
με μια συσπειρωμένη μου κραυγή χάνομαι στην καταιγίδα
για να ξαναγυρίσω, δεν θέλω να επιζήσω,
ει δυνατόν, να αφήσω την τελευταία πνοή,
στο μητρικό μου ύδωρ πίσω, δίχως το δισταγμό, δίχως τις θλιβερές συνέπειες.
Τι κι αν μ' καημούς, με σπαραγμούς,
λυγίζει το πρόσωπο σου, αντίβαρο στο χαμόγελο σου
να ξέρεις πως γυρνώ, να ξέρεις πως το χαμόγελο,
δεν είναι σφιχτά δεμένο πια στους δείκτες
δεν ξέρεις πια πως, ανατριχίλα κρύβεται στο κάθε σύρσιμο
της ωρολογιακής ευθείας
να ανατινάζονται, δυο χιλιάδες θύλακες φαντασίας
βρε, τρέμω, βρε συθέμελα
κι ας είμαι γω, κι ας είμαι γω Οδυσσέας
ποια, να ναι αυτή που την φωνάζουν πια Ιθάκη.
(και τώρα ξαναδιάβασε μόνο τα κόκκινα)