‘’Καμιά φορά με βρίσκει το σκοτάδι μόνο να αναρωτιέμαι αν έπραξα σωστά σε διάφορες περιστάσεις της ζωής μου.
Και επάνω στο τέλος του παιχνιδιού μου, στο τέλος αυτού του θεσπέσιου ονείρου με βλέπω να αγγίζω το απέραντο παρόν. Την μορφή σου που ξεπροβάλλει πίσω από το άσχημο σκότος.
Μια πεταλούδα μικρή που σπαρταράει επάνω στο σώμα μου.
Στις πληγές μου.
Σε ένα αστέρι ονειροναυτικής.’’
Μιλούσε μόνος του συχνά, λες και είχε κάποια ψύχωση με τον εαυτό του σε σημείο που τον αναγνώριζε σαν τρίτο πρόσωπο που ήταν εχθρικά διακείμενο προς αυτόν.
Και έκλαιγε μόνος τα βράδια, δεν το θέλε έτσι κι αλλιώς…. Οι φλόγες που έκαιγαν μέσα του προ πολλού είχαν σβήσει μαρτυρικά επάνω σε μαύρα κάρβουνα που θύμιζαν τις πικρές αναμνήσεις. Σαν ένα άδειο κουτί μουσικής, απ’αυτά που όταν τα ανοίγεις παίζουν μια νοσταλγική νότα παράνοιας.
Όταν καθόταν στο γερασμένο τραπέζι του και αρμένιζε στο πέλαγος των γραπτών του, μονάχα μια σκέψη πηγαινοερχόταν ανέμελα μέσα του.
Την ζωή την είχε διώξει προ πολλού έτσι κι αλλιώς.
Κι όμως αυτή ήταν ακόμα μέσα του σαν κακομαθημένο παιδί.
Η σκέψη επέμενε υστερικά και τον βασάνιζε. Την αγάπησε εν τέλει και την άφησε να γίνει μέρος του, κομμάτι του.
Και κοίταζε συχνά έξω από το παράθυρο έτσι μονάχος που ήταν…….
Κλεισμένος σε ένα γρανάζι της καρδιάς…
Ήταν ξημερώματα Κυριακής όταν ο Ονειροναύτης προσπαθούσε να κοιμηθεί.. Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, καθώς οι σκέψεις του δεν τον άφηναν συχνά να κοιμηθεί. Καμιά φορά είχε και πονοκέφαλο, θαρρώ πως ήταν και ημικρανίες.
Έτσι κι αλλιώς, αυτή τη φορά κοίταζε με νοσταλγία τον άσπρο τοίχο του δωματίου του. Ήταν τόσο άσπρος, σε σημείο που να τον ζηλεύει τόσο πολύ… Τον χτύπησε με την οργισμένη γροθιά του τόσο δυνατά που μάτωσε.. Ο πόνος τον έκανε να αφήσει από τα βάθη της ψυχής του μια κραυγή που θαρρείς πως κάποτε αυτή θα ήταν ένα μαχαίρι κοφτερό. Ζήλευε την ηρεμία του τοίχου. Το να σαι ανέμελος μέσα στη βρωμιά. Το να ξέρεις ότι δεν είσαι καθόλου βρώμικος. Ένιωθε βρώμικος, πολλές φορές, και έπεφτε στα γόνατα του και παρακαλούσε τον Θεό –που στην τελική δεν πίστευε ότι υπάρχει- να τον βοηθήσει. Ήταν ένα στήριγμα κι αυτό. Δεν το προκάλεσε ο ίδιος.
Δεν μάτωσε μόνο το χέρι του μα και η ίδια η ψυχή του..
Δεν άφησε λοιπόν τον πόνο να τον οδηγήσει σε άγνωστα μονοπάτια αποκλεισμού, αλλά αποκοιμήθηκε με το αίμα να ρέει άφθονο. Ξύπνησε γεμάτος αίματα.. αισθανόταν μια ελαφριά αδυναμία και τα μάτια του είχαν θολώσει σαν να είχε εισβάλλει το κρύο μέσα του. Άρχισε να ψιθυρίζει κάτι ακατανόητα στιχάκια που είχε εφεύρει όταν πέρναγε τον χρόνο του παρακολουθώντας την αγαπημένη του Πεταλούδα στο πάρκο κοντά στο σπίτι του. Ήταν τόσο χαρούμενος που είχε βρει κατι τόσο όμορφο τότε ανάμεσα στην ασχήμια που της αφιέρωσε ολόκληρη την ποιητική του συλλογή. Της αφιέρωσε την παράνοια του, της έδωσε το μοναδικό του αστέρι, την πατερίτσα του που τον βοηθούσε όταν αισθανόταν ψυχικά ανάπηρος.
Ζαλισμένος σηκώθηκε και συνέχισε να παραμιλά.
Στο νου του ήρθαν διάφορα περιστατικά απ’την ζωή του και σα να μιλάει σε κάποιο άλλο άτομο απευθύνθηκε διστακτικά στον πίνακα που είχε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο και που τον είχε κρεμάσει πρόσφατα στον τοίχο του δωματίου του, έτσι για το γαμώτο, για να ομορφαίνει το παλιό μπετόν.
‘’Μ’αρέσει που κάθεσαι σαν ανόητος και με κοιτάς. Μια χρωματική πανδαισία όλη δική μου. Είναι τόσο αηδιαστικό το πόσο όμορφα με αγαπάς. Θλιμμένα σε παρακολουθώ όταν μπαίνω, όταν βγαίνω και όταν αγαπώ. Όταν πίνω τον σάπιο καφέ της πόλης και όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ, όταν ψέμα πάνω στο ψέμα ισορροπώ σαν ακροβάτης επάνω στα χάπια που καταναλώνω για πλάκα πια’’
Ο πίνακας φαινόταν ανήμπορος να του απαντήσει, λες και θα μπορούσε. Το περίμενε ακόμη κι αυτό.. Πίστευε ότι αφού και οι πιο ηλίθιοι μιλάνε, τότε ακόμη και ένα άψυχο πράγμα όπως ο πίνακας που αντιπροσώπευε κάτι το τόσο όμορφο γι’αυτόν, θα του έλεγε κάτι συναρπαστικό. Ίσως και να του πασάλειβε τα δικά του χρώματα στην ψυχή του.
Τον κοίταξε καλά καλά για 2 λεπτά και συνέχισε την πορεία του σχεδόν παραπατώντας. Έβηξε για να καθαρίσει ο λαίμος του, τον είχαν λιώσει τα πολλά τσιγάρα και το ανόητο ποτό που στάζει σαν φαρμάκι μέσα του. Του καίει τα σωθικά και μόνος προσπαθεί να αποδράσει.
Βγήκε στο μπαλκόνι του και γούρλωσε τα μάτια του για να δει το απέραντο χάος της μεγαλούπολης. Δεν του προκαλούσε έκπληξη πια η αηδία αυτής της πόλης. Ήταν λες και αισθανόταν πια μια αγάπη για τους ηλίθιους και για τα αηδιαστικά στήθη της πόλης του. Μια χαραγμένη πεδιάδα, ένα πληγωμένο <<είναι>> με μπόλικο <<καθόλου>>. Αμέσως, άρπαξε το ποτήρι του από το τραπεζάκι του και ήπιε τον αηδιαστικό καφέ του με μανία, λες και προσπαθούσε να τον κατεβάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην μυρίσει την σαπίλα που όπως χαρακτηριστικά έλεγε, τον έχει αγκαλιάσει. Δυστυχώς η πικρή γεύση του χάραξε νοητά την γλώσσα και σούφρωσε τα χείλη του καθώς ένιωθε αυτή την απογοήτευση.
Άξαφνα κάποια ηχητικά ίχνη μιας μουσικής ομορφιάς αγκάλιασαν τον εγκέφαλο του Ονειροναύτη. Κοίταξε πανικόβλητος γύρω του…αισθανόταν πως κάποιος τον κορόιδευε. Πως κάποιος έμαθε την ψυχή του και πέταξε μέσα του με νότες. Μουσικά αεροπλάνα που προσγειώνονται γοερά επάνω σε επιβλητικά πεντάγραμμα. Συνειδητοποίησε λοιπόν πως αυτή η μουσική που άκουγε ερχόταν από το απέναντι διαμέρισμα. Εκεί έμενε μια κοπέλα, το όνομα της δεν το είχε ακούσει και ποτέ. Δεν τον ενδιέφερε να μάθει και πολλά πράγματα για τους γείτονες του, καθώς ήταν αρκετά μοναχικός τύπος. Πολλές φορές ξεμονάχιαζε τις σκέψεις του σε παγκάκια του πάρκου και προσποιούταν πως είναι φίλοι του ή ακόμα και ερωμένες του. Ήταν η μοναδική λύση για να μην τα χάσει, για να μην τρελαθεί ή ακόμα και να πέσει κάτω νεκρός. Για πολύ καιρό, η σκανδάλη φάνταζε σαν ένα ιδανικό τέλος σε ένα θρυλικό κεφάλαιο θλίψης.. ή όχι μάλλον, ένα κεφάλαιο απόγνωσης.
Κοίταξε λοιπόν με μια δόση περιέργειας το παράθυρο του γειτονικού σπιτιού και είδε μια πανέμορφη κοπέλα, που την διαπερνούσε μια ολοφάνερη αίσθηση γαλήνης. Τα μάτια του γέννησαν το μοναδικό δάκρυ χαράς στην ζωή του. Αισθάνθηκε ότι αγάπησε έστω και λιγάκι κάποιον άνθρωπο τόσο πολύ… Ήταν λες και αφέθηκε στον καλπασμό ενός άγριου αλόγου σε μια πεδιάδα αστεριών. Μανιασμένα χτυπάνε οι οπλές του αλόγου στο άγονο έδαφος και όπου πατάει φυτρώνουν πολύχρωμα λουλούδια. Ο ήχος του καλπασμού φάνταζε τόσο αληθινός στο κεφάλι του, στην ψυχή του που κοίταζε με προσήλωση την μορφή της κοπέλας. Την φανταζόταν να ανεβαίνει πάνω στο άλογο και να την κοιτάει με ζήλεια.
Ήθελε τόσο πολύ να πέσει κάτω και να κλάψει.
Τα χέρια του έτρεμαν και δάγκωνε τα χείλη του όσο πιο δυνατά μπορούσε για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Τα χείλη του μάτωσαν ασυναίσθητα και δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να μην το κατάλαβε καθόλου. Η κοπέλα του προκαλούσε εσωτερικές αναταραχές, λες και ένας ολόκληρος πόλεμος μαινόταν μέσα του. Ένα ντελίριο γλυκού πόνου του έσκιζε τα σωθικά. Έσυρε το χέρι του πάνω στα πυκνά του γένια και τα θέρισε απαλά…
Έμοιαζε με κάτι τόσο ουτοπικό.. η πόλη δεν ήταν πια τόσο άσχημη.
Η πόλη φιλοξενεί νεραΐδες.
Θυμήθηκε τα παραμύθια που του έλεγαν όταν ήταν μικρός, όταν καθόταν στα γόνατα της γιαγιάς του ή στο παιδικό του κρεβάτι, εκεί που όλα ήταν τόσο όμορφα σαν την σταγόνα που πέφτει από τους κόκκινους γκρεμούς ενός τριαντάφυλλου. Εκεί που τον νανούριζαν με τα τραγουδάκια και τα χαρούμενα αστειάκια που τώρα φάνταζαν τόσο μακριά. Όλα ήταν πια δεμένα με την πιο αισχρή αλυσίδα που υπήρξε ποτέ, την λησμονιά, στο πτώμα της παλιάς του αγάπης. Της παιδικής του αγάπης. Δεν ήτανε κοπέλα, ήταν το άτομο που φανταζόταν ότι υπάρχει μέσα του. Μια νοητή αντίθεση του εγώ του. Η πηγή του σήμερα και η αρχή του ήταν κρυμμένες εκεί μέσα.
Με ένα πικραμένο ‘’γιατί σε μένα?’’ , άφησε τα αποτυπώματα του επάνω στην σκηνή του πιο αιματηρού ψυχικού φόνου της ζωής του. Η κοπέλα, αν και νεραΐδα, τον έκανε να καταρρεύσει και να κοιτάξει με τρόμο τον εαυτό του.
Την φανταζόταν να τον κοιτάει με αηδία και να προφέρει σπαστές φράσεις από τα ροδοκόκκινα χείλη της.
Την φανταζόταν να τον κοιτάει με αυτό το βλέμμα που μοιάζει με στιλέτο.
Του μάτωνε η ψυχή και έτρεμε συθέμελα μόνο και μόνο στην ιδέα αυτής της πραγματικότητας. Πώς θα ήταν δυνατόν να τον κοιτάξει αυτός ο άνθρωπος? Όχι ερωτικά, άλλωστε ο Ονειροναύτης δεν γνώρισε ποτέ τον έρωτα αληθινά. Η αγάπη του φάνταζε ενδελεχής και εντελεχής αλλά και συνολική επάνω στα μαύρα κατάστιχα της ζωής του. Στις γκρι σειρές του σεναρίου της ζωής του.
Συνέχιζε να την κοιτάζει και να της γδύνει την ψυχή με το βλέμμα του.
‘’Γλυκό κρασί, γλυκό ποτό
Με δυο αστέρια γίνεται πικρό
Λουλούδια ξαπλωμένα
Στην καρδιά καρφωμένα
Μην με κοιτάς
Μην μ’αγαπάς.’’
Ξέσπασε σε λυγμούς, τα δάκρυα του ήταν σαν καταρράκτες σε ένα σύνολο κατάντιας. Το χέρι του χτυπούσε μανιασμένα τον τοίχο και ψέλλιζε σχεδόν φωναχτά την ίδια λέξη συνέχεια.
‘’Ανάθεμα σε’’
‘’Ανάθεμα σε’’
‘’Ανάθεμα σε’’
Έπεσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του.
Προσπάθησε να βγάλει την κοπέλα από το μυαλό του μα δεν μπορούσε.
Τελικά η ζωή δεν σ’αγαπάει.
Μια σφαίρα στην κάνη και σε εκτοξεύει στην ασχήμια της ομορφιάς