Friday, February 27, 2009

Λεωφορείο Στυλού

Έχω μάθει να πεθαίνω κάθε μέρα

στο πιο κρυφό μου μονοπάτι

στους τέσσερις τοίχους

να ασφυκτιώ

να ξέρω πως κοντά μου είσαι

και συνάμα τόσο μακριά

να ξέρω πως τα πάντα μου θυμίζουν

εσένα

να ξέρω πως ψιθύρους δεν θα ακούσω ποτέ ξανά

το μαχαίρι στο λαιμό

πραγματικά δεν το αξίζω

δεν το αξίζει κανένας μας

και πως να το αντέξω

πυγολαμπίδες είναι οι σκέψεις

πετάνε στα πιο άγρια όνειρα

και γω να ονειρεύομαι

να ονειρεύομαι

τις μέρες

που υπήρχα


Η αναπνοή μου

συσκευασμένη δυστυχία

φορμόλη στο κορμί μου και γω να ίπταμαι

ανεπιτυχώς

δυστυχώς

δεν θέλω συμπόνοια

δεν θέλω συμφωνίες

να ρωτώ μονάχα θέλω

και να μην απαντάει η ηχώ

εκεί που είσαι δες με

κοίταξε με καλά

περνάνε οι μήνες και τα χρόνια

δες με

μην το αφήσεις να ξεθωριάσει

δες με

να πέφτει η αυλαία

δες με

μην καθυστερείς

γιατί τα πιο γλυκά μας όνειρα φεύγουν

δες με, σε εκλιπαρώ


Να παριστάνω ποιον?

Ηθοποιός σε κάμαρα ηλιθίων

και συ να στέκεσαι κοντά μου

μια ψευδαίσθηση

που θα χω επινοήσει

που θα την έχω ζητήσει

έτσι, λιγάκι

για να μην τρελαθώ

για να μην πέσω πιο κάτω από το έδαφος

για να μην ζήσω, ενώ με ζουν

και γω να παριστάνω ποιον?

Τον σκηνοθέτη?

Να παριστάνω ποιον?

Τις ιστορίες που σβουράνε στο μυαλό

τα σκοτάδια που σκίζουν τις στιγμές?


Μια στιγμή είναι η ευτυχία

μια στιγμή

λιπόθυμος αν κάθεσαι

θηρία θα ορμήξουν

μην την αφήσεις να φύγει

να εκλιπαρώ

φωνάζοντας

ουρλιάζοντας

απελπισμένα

να σκίζεται ο λαιμός μου

να θέλω να σ'αρπάξω απ'τα μαλλιά

και να σαι φάντασμα

δεν ξέρω αν το χεις νιώσει

δεν ξέρω αν το θέλεις

πως είναι σε δωμάτια σκοτεινά να φοβάσαι

και φαντάσματα να βλέπεις


Όχι, το αρνούμαι

δεν είμαι φαντασιόπληκτος

δεν πλάθω ιστορίες

δεν τις αντέχω πια

δεν αντέχουν τα γρανάζια

δεν ουρλιάζουν σκουριασμένα

δεν ξέρω πια ποιος είμαι

ενώ γνωρίζω το τι είμαι

το αρνούμαι σου λεω!


Μη, σου λεω μη...

δεν ξερω αν πεθαίνουν οι στιγμές

μη, σου λεω μη..

για μια φορά ακόμη

θέλω να φωνάζω

και να ζητάω

και να περπατάω

και να ταξιδεύω στα πιο κρυφά μου όνειρα

να σε ζητάω διάολε

και να μην απαντάει η ηχώ.


Saturday, February 21, 2009

Dog God

Ονειρικές ερπύστριες ποδοπατούν

το πιο γλυκό σου δάκρυ

και οι ιστορίες λουκέτο στην αυγή σου

ξυράφι στο κορμί σου

ιστορίες μοναδικές

σαν το όνομα σου

αντικλείδια για κρωξίματα

κοράκων

πουλιών θανάτου

στα μονοπάτια του αθανάτου

δεν μου ανήκω

δεν σου ανήκω

δεν του ανήκω

δεν μας ανήκω

δεν σας ανήκω

δεν τους ανήκω

ανοικοδόμηση

παρεμπόδιση σκέψης

σάλια και δάκρυα

πεταμένα πετούμενα

δονούμενα

στοιχεία

ηχεία

ψυχής

ανήμπορης ζωής.


Wednesday, February 18, 2009

Δεν εχω έμπνευση



Πολλές φορές αισθάνομαι ότι προσπερνάω το καθήκον μου προς το σύμπαν και προσπαθώ να ανταποκριθώ σε κάτι που ίσως να ξεπερνάει και τις δυνάμεις μου αλλά δεν το καταλαβαίνω, είναι σαν φεγγάρι που καθρεφτίζεται επάνω στη θάλασσα και ξεφεύγει σε ονειρικές διαστάσεις των αρχαίων νεράιδων.


Περιμένω να αγγίξω τις σκιές κάθε βράδυ και δεν αντέχω να κοιτάω τον αγριεμένο τοίχο να σαλπάρει πάνω στη μαύρη μορφή του σώματος μου ακόμα και αν αδημονώ να κοιτάξω τις μορφές αυτές που σχηματίζονται συνέχεια στον τοίχο, το θρόισμα των στιγμών που πέρασαν και άφησαν χνάρια ήχων σε μονοπάτια που είχαν αγγίξει αμέτρητα φασματικά σώματα. Να περιμένω, να περιμένω προσπαθώ για πολλές φορές παρέα με ένα καραφάκι ούζο, να ψάχνω τις φορές που σε αντίκρισα στην παραλία να ερωτοτροπείς με τον δικό σου ασυνήθιστο τρόπο με την θάλασσα, να βυθίζεσαι, να χάνεσαι, να εξαλείφεις την απίστευτη σου ομορφιά σε ένα κάδρο φυσικής αγριότητας, να πεθαίνεις. Και γω στο άπειρο να παραμένω, να υπομένω τα δευτερόλεπτα πάνω στο κρεβάτι, την αγριότητα με την οποία γυρίζω πλευρά και που παρατηρώ πνιγμένος το κενό κρεβάτι μου, τα ατσαλάκωτα μαξιλάρια, τις άδειες αγκαλιές που πετάνε σαν τα πουλιά στην θάλασσα που ψάχνουν για φαΐ και καταλήγουν στην φωλιά τους άπραγα και αμετανόητα για το άκαρπο ταξίδι τους.


Πνιγμένος αέναα σε μεθυσμένες ζαλάδες που αποζητούν ιδιοκτήτη με την ιδιότητα καβαλάρη πρόσφυγα σε φαντασίες λογοδοσμένες σε μούρες ζόρικες, αξύριστες που πετάνε σιωπηλά σαν ροδοπέταλα που τα παίρνει το αεράκι και τα στέλνει σε ένα σύμπαν που ακτινοβολεί και αγκαλιάζει το κορμί μου και σφίγγει τα λουριά μου, που σκίζει τα σωθικά μου. Να λείπει η στιγμή, να ταξιδεύουν οι αισθήσεις δεν το αντέχω κι ας είμαι ζόρικος. Με πνίγει το τσιγάρο. Με πνίγουν οι σταγόνες του πιοτού σαν καράβια βυθισμένα σε κουτί με χαλασμένο περιεχόμενο, ψυχές μιγάδες παντρεμένες με το τίποτα που εδρεύει στην αυλή της ευτυχίας. Να πετάς και να αγγίζεις αυτό το κάτι που θα σε έριχνε στην άβυσσο της ζωής μα εν τέλει να δοκιμάζεις το δηλητήριο του θανάτου, το κεντρί της μούχλας.


Με το αντίο σαν αγκίστρι κολλημένο στα χείλη τα υγρά, σαν τρομαγμένο περιστέρι που φτερουγίζει με πόνο και με οδύνη. Κι αν πεθάνεις τι θα απομείνει?


Τι θα απομείνει πάνω στο κορμί σου, στα αστέρια που κοσμούν τον κουρασμένο σου λαιμό?


Θάνατος και οργή, στις ορμητικές τσουλήθρες του απέραντου λησμονημένου παρόντος, με έναν συγγραφέα δολοφόνο να ξεσκίζει με μανία τις σελίδες με το λυρικό του μαχαίρι. Στάλες βροχής λιμνάζουν στα πηγάδια της ψυχής σου και η φωτιά μου καίει σαν πάγος, σαν μαχαίρι στην πέτσα, σαν αγάπη. Φαντάσου την μέσα στο δέρμα σου να σιγοβράζει, να σε χαιδεύει γοερά σαν φιλί αγγέλου σε χείλη πριγκίπισας μεσα στο ημίφως της παγιδευμένης μας γοητείας. Στα πιο γλυκά σου όνειρα πρεσβεύω τους χειρότερους σου εφιάλτες που αναταράσουν την καρδιά σου, και σπινθηροβολούν, αναβοντας φωτιές στα πιο παγωμένα μας όνειρα.


Ας ειναι.

Ας είναι, να πεθάνουν οι πιο σκληροί μου εφιάλτες, τα πιο σκληρά μου όνειρα, που πετάνε στις πεδιάδες της ψυχής μου, η στάλα ιδρώτα που κυλάει στον λαιμό μου, στα ψέμματα μου. Μετράω τα δευτερόλεπτα και προσπαθώ να αγγίξω το ταβάνι, δεμένος στα σεντόνια αγκομαχώ σαν να πνίγομαι, ορκίζομαι σε θεούς και δαίμονες, φωνάζω σαν τρελός, τα χέρια μου θυμίζουν πληγωμένο ναρκομανή σε δρόμους και στενά, οι γωνίες του δωματίου σκοτεινιάζουν, σπινθηροβολεί ο πιο κρυφός σου φόβος, τινάζομαι, σπασμοί σε όλο μου το κορμί και γω να μοιάζω με αποστεωμένο παλικάρι.


Τα πάντα σκοτεινιάζουν, και γω να μην μπορώ να αναπνεύσω, τα μάτια μου γουρλώνουν, και γω να προσπαθώ να αναπνεύσω...


Να προσπαθώ να αναπνεύσω, δε μπορώ...

Sunday, February 01, 2009

Tα δευτερόλεπτα

Τα δευτερόλεπτα μου είναι βόμβες
είναι λεπίδες, είναι βόμβες
λιώνουν σάρκα
είναι τοίχος, είναι τούβλα
μικρά κλάσματα φωτιάς σε νούμερα
μειώνονται οι ώρες
και αναλογούν οι ώρες
σε λεπτά
τα λεπτά σε δευτερόλεπτα
τα δευτερόλεπτα μου
σε βόμβους
συχνούς
επαναλαμβανόμενους
με ουρλιαχτά στο μαξιλάρι
η καθημερινή σου αγωνία στο προσκέφαλο
και συ να κάθεσαι
πτώμα ακέφαλο
μπρος, πίσω
ασύγχρονη συνουσία
δευτερόλεπτα
στο τέλος δεν πάνε προς τα πίσω
ξαναρχίζουν
σε χτυπάνε
σε βαραίνουν
αμ πως....