Wednesday, February 18, 2009

Δεν εχω έμπνευση



Πολλές φορές αισθάνομαι ότι προσπερνάω το καθήκον μου προς το σύμπαν και προσπαθώ να ανταποκριθώ σε κάτι που ίσως να ξεπερνάει και τις δυνάμεις μου αλλά δεν το καταλαβαίνω, είναι σαν φεγγάρι που καθρεφτίζεται επάνω στη θάλασσα και ξεφεύγει σε ονειρικές διαστάσεις των αρχαίων νεράιδων.


Περιμένω να αγγίξω τις σκιές κάθε βράδυ και δεν αντέχω να κοιτάω τον αγριεμένο τοίχο να σαλπάρει πάνω στη μαύρη μορφή του σώματος μου ακόμα και αν αδημονώ να κοιτάξω τις μορφές αυτές που σχηματίζονται συνέχεια στον τοίχο, το θρόισμα των στιγμών που πέρασαν και άφησαν χνάρια ήχων σε μονοπάτια που είχαν αγγίξει αμέτρητα φασματικά σώματα. Να περιμένω, να περιμένω προσπαθώ για πολλές φορές παρέα με ένα καραφάκι ούζο, να ψάχνω τις φορές που σε αντίκρισα στην παραλία να ερωτοτροπείς με τον δικό σου ασυνήθιστο τρόπο με την θάλασσα, να βυθίζεσαι, να χάνεσαι, να εξαλείφεις την απίστευτη σου ομορφιά σε ένα κάδρο φυσικής αγριότητας, να πεθαίνεις. Και γω στο άπειρο να παραμένω, να υπομένω τα δευτερόλεπτα πάνω στο κρεβάτι, την αγριότητα με την οποία γυρίζω πλευρά και που παρατηρώ πνιγμένος το κενό κρεβάτι μου, τα ατσαλάκωτα μαξιλάρια, τις άδειες αγκαλιές που πετάνε σαν τα πουλιά στην θάλασσα που ψάχνουν για φαΐ και καταλήγουν στην φωλιά τους άπραγα και αμετανόητα για το άκαρπο ταξίδι τους.


Πνιγμένος αέναα σε μεθυσμένες ζαλάδες που αποζητούν ιδιοκτήτη με την ιδιότητα καβαλάρη πρόσφυγα σε φαντασίες λογοδοσμένες σε μούρες ζόρικες, αξύριστες που πετάνε σιωπηλά σαν ροδοπέταλα που τα παίρνει το αεράκι και τα στέλνει σε ένα σύμπαν που ακτινοβολεί και αγκαλιάζει το κορμί μου και σφίγγει τα λουριά μου, που σκίζει τα σωθικά μου. Να λείπει η στιγμή, να ταξιδεύουν οι αισθήσεις δεν το αντέχω κι ας είμαι ζόρικος. Με πνίγει το τσιγάρο. Με πνίγουν οι σταγόνες του πιοτού σαν καράβια βυθισμένα σε κουτί με χαλασμένο περιεχόμενο, ψυχές μιγάδες παντρεμένες με το τίποτα που εδρεύει στην αυλή της ευτυχίας. Να πετάς και να αγγίζεις αυτό το κάτι που θα σε έριχνε στην άβυσσο της ζωής μα εν τέλει να δοκιμάζεις το δηλητήριο του θανάτου, το κεντρί της μούχλας.


Με το αντίο σαν αγκίστρι κολλημένο στα χείλη τα υγρά, σαν τρομαγμένο περιστέρι που φτερουγίζει με πόνο και με οδύνη. Κι αν πεθάνεις τι θα απομείνει?


Τι θα απομείνει πάνω στο κορμί σου, στα αστέρια που κοσμούν τον κουρασμένο σου λαιμό?


Θάνατος και οργή, στις ορμητικές τσουλήθρες του απέραντου λησμονημένου παρόντος, με έναν συγγραφέα δολοφόνο να ξεσκίζει με μανία τις σελίδες με το λυρικό του μαχαίρι. Στάλες βροχής λιμνάζουν στα πηγάδια της ψυχής σου και η φωτιά μου καίει σαν πάγος, σαν μαχαίρι στην πέτσα, σαν αγάπη. Φαντάσου την μέσα στο δέρμα σου να σιγοβράζει, να σε χαιδεύει γοερά σαν φιλί αγγέλου σε χείλη πριγκίπισας μεσα στο ημίφως της παγιδευμένης μας γοητείας. Στα πιο γλυκά σου όνειρα πρεσβεύω τους χειρότερους σου εφιάλτες που αναταράσουν την καρδιά σου, και σπινθηροβολούν, αναβοντας φωτιές στα πιο παγωμένα μας όνειρα.


Ας ειναι.

Ας είναι, να πεθάνουν οι πιο σκληροί μου εφιάλτες, τα πιο σκληρά μου όνειρα, που πετάνε στις πεδιάδες της ψυχής μου, η στάλα ιδρώτα που κυλάει στον λαιμό μου, στα ψέμματα μου. Μετράω τα δευτερόλεπτα και προσπαθώ να αγγίξω το ταβάνι, δεμένος στα σεντόνια αγκομαχώ σαν να πνίγομαι, ορκίζομαι σε θεούς και δαίμονες, φωνάζω σαν τρελός, τα χέρια μου θυμίζουν πληγωμένο ναρκομανή σε δρόμους και στενά, οι γωνίες του δωματίου σκοτεινιάζουν, σπινθηροβολεί ο πιο κρυφός σου φόβος, τινάζομαι, σπασμοί σε όλο μου το κορμί και γω να μοιάζω με αποστεωμένο παλικάρι.


Τα πάντα σκοτεινιάζουν, και γω να μην μπορώ να αναπνεύσω, τα μάτια μου γουρλώνουν, και γω να προσπαθώ να αναπνεύσω...


Να προσπαθώ να αναπνεύσω, δε μπορώ...

1 comment:

Anonymous said...

:'(