press play before reading.
Τα δάχτυλα της μύριζαν άνοιξη, χιλιάδες μικρόβια ολάνθιστων χρυσάνθεμων που χτυπούσαν πάνω στο κορμί της, κάθε κόκος γύρης εκτοξευόταν κάτω απ'το τακούνι της την ώρα που αυτά συνέθλιβαν την άσφαλτο της ανοιξιάτικης Αθήνας.
Συνέχιζε να δημιουργεί αναταραχές στα λιμνάζοντα νερά της φλογισμένης πια Αθήνας, τα καλοσχηματισμένα της πόδια έσκιζαν τον χειμωνιάτικο αέρα, τον φθινοπωρινό αέρα, την μούχλα της μοναξιάς, τα δεμένα μάτια των ανθρώπων, κατέβαινε τους δρόμους της Αθήνας, κοιτούσε τα δέντρα, κοιτούσε με πάθος κάθε τι που άνθιζε, ήταν για αυτή κάτι το πρωτόγνωρο, δεν είχε βιώσει κάτι το τόσο όμορφο. Δεν είχε ξαναδει, δεν είχε πιάσει με τα δάχτυλα της τα λουλούδια που βυθίζονταν στις χαρακιές του προσώπου της Αθήνας. Σε κάθε γκρι λημέρι, σε κάθε βρωμισμένη σπηλιά με τα αγριεμένα τετράποδα θηρία φυτρώνανε ανθισμένοι πια σπινθήρες, ικανοί να βάλουνε φωτιά σε αυτά την συνηθισμένη πια μιζέρια.
Κατέληξε να βρίσκεται χαράματα σε ενα ολάνθιστο πάρκο της Αθήνας, σε αυτά που ακόμα δεν τα έχουν αγγίξει, σε αυτά που για πάντα βασιλεύει η άνοιξη, εκεί που τα χελιδόνια αρπάζουν την άνοιξη και την σπέρνουν στα μάτια των ανθρώπων, την γένετειρα της πιο άνθισμένης γλάστρας, τους οργασμούς, τους ήχους που ο καθένας ακούει, την χρωματιστή υγρασία που νιώθει κανείς όταν περπατεί σε ενα βασιλείο λουλουδιών, τα πρόσωπα των αστεριών που τυφλώνουν τα βράδια τις λίμνες. Και βρέθηκε εκει ολομόναχη, αυτή και η αγαπημένη της μουσική. Χιλιάδες περαστικοί, χιλιάδες μάτια, πόδια, χέρια, αναπνοές, εκφράσεις, πρόσωπα περνούσαν απέξω απ'το πάρκο μα αυτή απτόητη. Άρχισε να χορεύει με ενα κομμάτι των Gotan Project, ''Milonga De Amor'', σταμάτησε ολόκληρη η φύση να δουλεύει, βυθίστηκε στην πιο γλυκιά και ευωδιαστή στιγμή, ταξίδευε στην πόλη αυτή με την φαντασία της, ταξίδευε με χιλιάδες χιλιόμετρα ανα δευτερόλεπτο, ξεκινούσε απο τα λημέρια του Λυκαβηττού, τα ανθισμένα βράχια του, τα μικρά λουλουδάκια που δεσπόζουν και ατενίζουν σαν πρασινοκίτρινοι βασιλιάδες τα άμορφα γκρι κουτάκια, πέρναγε απο τις νερατζιές του Κολωνακίου, τις ένιωθε να ακτινοβολούν πορτοκαλί εικόνες στα μυαλά ρομαντικών ανθρώπων, στα δικά της χέρια να σβήνουν οι χαρακιές των δαχτύλων της, να γίνεται ένα με αυτά τα νεράτζια. Πέρναγε απο τον ολάνθιστο Εθνικό κήπο, το ονειρεμένο -άνθρωπινο αλλοτε- μα πια λουλουδιασμένο βασίλειο, κοιτούσε το πως γέρνανε τα λουλούδια πάνω απο τις λίμνες με τα ψάρια, τα ρυάκια, τα αγριόχορτα, το πως μοιραζόντουσαν οι μυρωδιές μέσα στο κορμί της και πως αυτή ενθουσιαζόταν με το κάθε τι. Πέρναγε τρέχοντας, με το μαύρο φόρεμα της να καλπάζει σαν μανιασμένο άτι απο τις εκτάσεις του Ζαππείου, με τον φρέσκο ήλιο να πετάει τα φλογερά του ακόντια με πέρισση δύναμη ζωής πάνω της, λίμναζαν τα ηλιακά ρυάκια πάνω στο πρόσωπο της, μα με μια γύρα, μια φιγούρα του τανγκο, στροβιλίστηκε και με δύναμη εκτοξεύτηκε στο πάρκο Ριζάρη, και λυγίζοντας το κορμί της μύρισε χιλιάδες σπέρματα αφθονίας των ονείρων, κοίταξε επάνω, ξέχασε οτι απο δίπλα περνούσαν αυτοκίνητα και με όλη της την δύναμη άρχισε να σπάει τα φράγματα της πραγματικότητας, να σβήνει κάθε τι άσχημο, πήρε πινέλο και το λίκνιζε επάνω στην εικόνα της Αθήνας, κατέρευσαν οι τοίχοι και γέμισαν λουλούδια, και ζούσαν οι άνθρωποι επάνω σε φύλα, σε ροδοπέταλα, κινόντουσαν με γύρη, πετούσαν.
Άνοιξε τα μάτια της, είχε βρεθεί ανάσκελα στο πιο γλυκό γρασίδι. Στο άγνωστο αυτό πάρκο. Στην πιο κρυφή γωνιά της Αθήνας. Χιλιόμετρα, έτη φωτός πίσω στον χρόνο. Με πατημένο το γκάζι προς το άπειρο. Σηκώθηκε και τίναξε το φόρεμα της. Χιλιάδες λουλούδια. Πέσαν. Ο πιο εκτυφλωτικός καταρράκτης, το μαχαίρι της άνοιξης. Άρχισε και πάλι να χόρευει. Με κάθε της στροβιλισμό τα λουλούδια φεύγαν γύρω της καθώς το φόρεμα της έκανε κύκλους γύρω απ'αυτήν.
Μα δεν πέφτανε απλά κάτω, δεν σβήναν όπως το φθινόπωρο σκοτώνει τα πέταλα αυτά.
Παίρνανε μορφή ανθρώπινη, γινόντουσαν δάχτυλα, πόδια, γάμπες, στήθος, χέρια, λαιμός, πρόσωπο, μαλλιά....
Και μόλις ξημέρωσε.. τα λουλούδια πέταξαν και σκορπίστηκαν και πάλι στον αέρα, μα αυτή τη φορά πλέαν επάνω στον αέρα, σαν μικρά καραβάκια στην θάλασσα του Αιγαίου.
Κι αυτή, χαμογέλασε, δεν ένιωσε ουτε λίγο πίκρα, έπιασε με τα ροδαλά της χέρια ενα απ'τα λουλούδια και το βάλε στο αυτί της.
Και με αυτή της την κίνηση, άρχισε πάλι να χορεύει. Να χορεύει ως το αλλο πρωι. Κι ως το επόμενο. Και το μεθεπόμενο. Μέχρι να μην είναι πια η σειρά της. Και ξανα του χρόνου πάλι.
Τα δάχτυλα της μύριζαν άνοιξη, χιλιάδες μικρόβια ολάνθιστων χρυσάνθεμων που χτυπούσαν πάνω στο κορμί της, κάθε κόκος γύρης εκτοξευόταν κάτω απ'το τακούνι της την ώρα που αυτά συνέθλιβαν την άσφαλτο της ανοιξιάτικης Αθήνας.
Ήταν μια οπτασία δίχως προηγούμενο, το μαύρο φόρεμα της κυριαρχούσε πάνω στο γκρίζο της πόλης, αλλα με μια δαγκωνιά της η φύση έσβηνε την μαυρίλα αυτή με τα λουλούδια που πετούσαν γύρω της. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο, δεν ήταν απλά μια πανδαισία, ήταν όλοκληρος ο παράδεισος. Τα μαύρα της μαλλιά παίζαν ενα περίεργο παιχνίδι με τον άνεμο, μια ονειρεμένη καταδίωξη νεραιδας απ'τα στοιχεία της φύσης, σβησμένες φλόγες.
Κατέληξε να βρίσκεται χαράματα σε ενα ολάνθιστο πάρκο της Αθήνας, σε αυτά που ακόμα δεν τα έχουν αγγίξει, σε αυτά που για πάντα βασιλεύει η άνοιξη, εκεί που τα χελιδόνια αρπάζουν την άνοιξη και την σπέρνουν στα μάτια των ανθρώπων, την γένετειρα της πιο άνθισμένης γλάστρας, τους οργασμούς, τους ήχους που ο καθένας ακούει, την χρωματιστή υγρασία που νιώθει κανείς όταν περπατεί σε ενα βασιλείο λουλουδιών, τα πρόσωπα των αστεριών που τυφλώνουν τα βράδια τις λίμνες. Και βρέθηκε εκει ολομόναχη, αυτή και η αγαπημένη της μουσική. Χιλιάδες περαστικοί, χιλιάδες μάτια, πόδια, χέρια, αναπνοές, εκφράσεις, πρόσωπα περνούσαν απέξω απ'το πάρκο μα αυτή απτόητη. Άρχισε να χορεύει με ενα κομμάτι των Gotan Project, ''Milonga De Amor'', σταμάτησε ολόκληρη η φύση να δουλεύει, βυθίστηκε στην πιο γλυκιά και ευωδιαστή στιγμή, ταξίδευε στην πόλη αυτή με την φαντασία της, ταξίδευε με χιλιάδες χιλιόμετρα ανα δευτερόλεπτο, ξεκινούσε απο τα λημέρια του Λυκαβηττού, τα ανθισμένα βράχια του, τα μικρά λουλουδάκια που δεσπόζουν και ατενίζουν σαν πρασινοκίτρινοι βασιλιάδες τα άμορφα γκρι κουτάκια, πέρναγε απο τις νερατζιές του Κολωνακίου, τις ένιωθε να ακτινοβολούν πορτοκαλί εικόνες στα μυαλά ρομαντικών ανθρώπων, στα δικά της χέρια να σβήνουν οι χαρακιές των δαχτύλων της, να γίνεται ένα με αυτά τα νεράτζια. Πέρναγε απο τον ολάνθιστο Εθνικό κήπο, το ονειρεμένο -άνθρωπινο αλλοτε- μα πια λουλουδιασμένο βασίλειο, κοιτούσε το πως γέρνανε τα λουλούδια πάνω απο τις λίμνες με τα ψάρια, τα ρυάκια, τα αγριόχορτα, το πως μοιραζόντουσαν οι μυρωδιές μέσα στο κορμί της και πως αυτή ενθουσιαζόταν με το κάθε τι. Πέρναγε τρέχοντας, με το μαύρο φόρεμα της να καλπάζει σαν μανιασμένο άτι απο τις εκτάσεις του Ζαππείου, με τον φρέσκο ήλιο να πετάει τα φλογερά του ακόντια με πέρισση δύναμη ζωής πάνω της, λίμναζαν τα ηλιακά ρυάκια πάνω στο πρόσωπο της, μα με μια γύρα, μια φιγούρα του τανγκο, στροβιλίστηκε και με δύναμη εκτοξεύτηκε στο πάρκο Ριζάρη, και λυγίζοντας το κορμί της μύρισε χιλιάδες σπέρματα αφθονίας των ονείρων, κοίταξε επάνω, ξέχασε οτι απο δίπλα περνούσαν αυτοκίνητα και με όλη της την δύναμη άρχισε να σπάει τα φράγματα της πραγματικότητας, να σβήνει κάθε τι άσχημο, πήρε πινέλο και το λίκνιζε επάνω στην εικόνα της Αθήνας, κατέρευσαν οι τοίχοι και γέμισαν λουλούδια, και ζούσαν οι άνθρωποι επάνω σε φύλα, σε ροδοπέταλα, κινόντουσαν με γύρη, πετούσαν.
Άνοιξε τα μάτια της, είχε βρεθεί ανάσκελα στο πιο γλυκό γρασίδι. Στο άγνωστο αυτό πάρκο. Στην πιο κρυφή γωνιά της Αθήνας. Χιλιόμετρα, έτη φωτός πίσω στον χρόνο. Με πατημένο το γκάζι προς το άπειρο. Σηκώθηκε και τίναξε το φόρεμα της. Χιλιάδες λουλούδια. Πέσαν. Ο πιο εκτυφλωτικός καταρράκτης, το μαχαίρι της άνοιξης. Άρχισε και πάλι να χόρευει. Με κάθε της στροβιλισμό τα λουλούδια φεύγαν γύρω της καθώς το φόρεμα της έκανε κύκλους γύρω απ'αυτήν.
Μα δεν πέφτανε απλά κάτω, δεν σβήναν όπως το φθινόπωρο σκοτώνει τα πέταλα αυτά.
Παίρνανε μορφή ανθρώπινη, γινόντουσαν δάχτυλα, πόδια, γάμπες, στήθος, χέρια, λαιμός, πρόσωπο, μαλλιά....
Ο χορεύτης της φύσης γεννήθηκε στιγμιαία, την αγκάλιασε, την πήρε στο κορμί του πάνω, βυθίστηκε μέσα στις νότες, εικόνες, μέρες, νύχτες, χορεύαν εως το άλλο πρωι, το πιο αισθησιακό τανγκό του κόσμου. Το τανγκό της άνοιξης.
Και μόλις ξημέρωσε.. τα λουλούδια πέταξαν και σκορπίστηκαν και πάλι στον αέρα, μα αυτή τη φορά πλέαν επάνω στον αέρα, σαν μικρά καραβάκια στην θάλασσα του Αιγαίου.
Κι αυτή, χαμογέλασε, δεν ένιωσε ουτε λίγο πίκρα, έπιασε με τα ροδαλά της χέρια ενα απ'τα λουλούδια και το βάλε στο αυτί της.
Και με αυτή της την κίνηση, άρχισε πάλι να χορεύει. Να χορεύει ως το αλλο πρωι. Κι ως το επόμενο. Και το μεθεπόμενο. Μέχρι να μην είναι πια η σειρά της. Και ξανα του χρόνου πάλι.
Την λέγαν Άνοιξη.
(Το άνωθι κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6 των Μητροπολιτικών Ιστοριών)
http://issuu.com/metropolisnews/docs/mitropolitikes_istories_6
http://issuu.com/metropolisnews/docs/mitropolitikes_istories_6