Wednesday, May 26, 2010

Την λέγαν Άνοιξη

press play before reading.

Τα δάχτυλα της μύριζαν άνοιξη, χιλιάδες μικρόβια ολάνθιστων χρυσάνθεμων που χτυπούσαν πάνω στο κορμί της, κάθε κόκος γύρης εκτοξευόταν κάτω απ'το τακούνι της την ώρα που αυτά συνέθλιβαν την άσφαλτο της ανοιξιάτικης Αθήνας.

Ήταν μια οπτασία δίχως προηγούμενο, το μαύρο φόρεμα της κυριαρχούσε πάνω στο γκρίζο της πόλης, αλλα με μια δαγκωνιά της η φύση έσβηνε την μαυρίλα αυτή με τα λουλούδια που πετούσαν γύρω της. Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο, δεν ήταν απλά μια πανδαισία, ήταν όλοκληρος ο παράδεισος. Τα μαύρα της μαλλιά παίζαν ενα περίεργο παιχνίδι με τον άνεμο, μια ονειρεμένη καταδίωξη νεραιδας απ'τα στοιχεία της φύσης, σβησμένες φλόγες.

Συνέχιζε να δημιουργεί αναταραχές στα λιμνάζοντα νερά της φλογισμένης πια Αθήνας, τα καλοσχηματισμένα της πόδια έσκιζαν τον χειμωνιάτικο αέρα, τον φθινοπωρινό αέρα, την μούχλα της μοναξιάς, τα δεμένα μάτια των ανθρώπων, κατέβαινε τους δρόμους της Αθήνας, κοιτούσε τα δέντρα, κοιτούσε με πάθος κάθε τι που άνθιζε, ήταν για αυτή κάτι το πρωτόγνωρο, δεν είχε βιώσει κάτι το τόσο όμορφο. Δεν είχε ξαναδει, δεν είχε πιάσει με τα δάχτυλα της τα λουλούδια που βυθίζονταν στις χαρακιές του προσώπου της Αθήνας. Σε κάθε γκρι λημέρι, σε κάθε βρωμισμένη σπηλιά με τα αγριεμένα τετράποδα θηρία φυτρώνανε ανθισμένοι πια σπινθήρες, ικανοί να βάλουνε φωτιά σε αυτά την συνηθισμένη πια μιζέρια.

Κατέληξε να βρίσκεται χαράματα σε ενα ολάνθιστο πάρκο της Αθήνας, σε αυτά που ακόμα δεν τα έχουν αγγίξει, σε αυτά που για πάντα βασιλεύει η άνοιξη, εκεί που τα χελιδόνια αρπάζουν την άνοιξη και την σπέρνουν στα μάτια των ανθρώπων, την γένετειρα της πιο άνθισμένης γλάστρας, τους οργασμούς, τους ήχους που ο καθένας ακούει, την χρωματιστή υγρασία που νιώθει κανείς όταν περπατεί σε ενα βασιλείο λουλουδιών, τα πρόσωπα των αστεριών που τυφλώνουν τα βράδια τις λίμνες. Και βρέθηκε εκει ολομόναχη, αυτή και η αγαπημένη της μουσική. Χιλιάδες περαστικοί, χιλιάδες μάτια, πόδια, χέρια, αναπνοές, εκφράσεις, πρόσωπα περνούσαν απέξω απ'το πάρκο μα αυτή απτόητη. Άρχισε να χορεύει με ενα κομμάτι των Gotan Project, ''Milonga De Amor'', σταμάτησε ολόκληρη η φύση να δουλεύει, βυθίστηκε στην πιο γλυκιά και ευωδιαστή στιγμή, ταξίδευε στην πόλη αυτή με την φαντασία της, ταξίδευε με χιλιάδες χιλιόμετρα ανα δευτερόλεπτο, ξεκινούσε απο τα λημέρια του Λυκαβηττού, τα ανθισμένα βράχια του, τα μικρά λουλουδάκια που δεσπόζουν και ατενίζουν σαν πρασινοκίτρινοι βασιλιάδες τα άμορφα γκρι κουτάκια, πέρναγε απο τις νερατζιές του Κολωνακίου, τις ένιωθε να ακτινοβολούν πορτοκαλί εικόνες στα μυαλά ρομαντικών ανθρώπων, στα δικά της χέρια να σβήνουν οι χαρακιές των δαχτύλων της, να γίνεται ένα με αυτά τα νεράτζια. Πέρναγε απο τον ολάνθιστο Εθνικό κήπο, το ονειρεμένο -άνθρωπινο αλλοτε- μα πια λουλουδιασμένο βασίλειο, κοιτούσε το πως γέρνανε τα λουλούδια πάνω απο τις λίμνες με τα ψάρια, τα ρυάκια, τα αγριόχορτα, το πως μοιραζόντουσαν οι μυρωδιές μέσα στο κορμί της και πως αυτή ενθουσιαζόταν με το κάθε τι. Πέρναγε τρέχοντας, με το μαύρο φόρεμα της να καλπάζει σαν μανιασμένο άτι απο τις εκτάσεις του Ζαππείου, με τον φρέσκο ήλιο να πετάει τα φλογερά του ακόντια με πέρισση δύναμη ζωής πάνω της, λίμναζαν τα ηλιακά ρυάκια πάνω στο πρόσωπο της, μα με μια γύρα, μια φιγούρα του τανγκο, στροβιλίστηκε και με δύναμη εκτοξεύτηκε στο πάρκο Ριζάρη, και λυγίζοντας το κορμί της μύρισε χιλιάδες σπέρματα αφθονίας των ονείρων, κοίταξε επάνω, ξέχασε οτι απο δίπλα περνούσαν αυτοκίνητα και με όλη της την δύναμη άρχισε να σπάει τα φράγματα της πραγματικότητας, να σβήνει κάθε τι άσχημο, πήρε πινέλο και το λίκνιζε επάνω στην εικόνα της Αθήνας, κατέρευσαν οι τοίχοι και γέμισαν λουλούδια, και ζούσαν οι άνθρωποι επάνω σε φύλα, σε ροδοπέταλα, κινόντουσαν με γύρη, πετούσαν.

Άνοιξε τα μάτια της, είχε βρεθεί ανάσκελα στο πιο γλυκό γρασίδι. Στο άγνωστο αυτό πάρκο. Στην πιο κρυφή γωνιά της Αθήνας. Χιλιόμετρα, έτη φωτός πίσω στον χρόνο. Με πατημένο το γκάζι προς το άπειρο. Σηκώθηκε και τίναξε το φόρεμα της. Χιλιάδες λουλούδια. Πέσαν. Ο πιο εκτυφλωτικός καταρράκτης, το μαχαίρι της άνοιξης. Άρχισε και πάλι να χόρευει. Με κάθε της στροβιλισμό τα λουλούδια φεύγαν γύρω της καθώς το φόρεμα της έκανε κύκλους γύρω απ'αυτήν.

Μα δεν πέφτανε απλά κάτω, δεν σβήναν όπως το φθινόπωρο σκοτώνει τα πέταλα αυτά.

Παίρνανε μορφή ανθρώπινη, γινόντουσαν δάχτυλα, πόδια, γάμπες, στήθος, χέρια, λαιμός, πρόσωπο, μαλλιά....

Ο χορεύτης της φύσης γεννήθηκε στιγμιαία, την αγκάλιασε, την πήρε στο κορμί του πάνω, βυθίστηκε μέσα στις νότες, εικόνες, μέρες, νύχτες, χορεύαν εως το άλλο πρωι, το πιο αισθησιακό τανγκό του κόσμου. Το τανγκό της άνοιξης.

Και μόλις ξημέρωσε.. τα λουλούδια πέταξαν και σκορπίστηκαν και πάλι στον αέρα, μα αυτή τη φορά πλέαν επάνω στον αέρα, σαν μικρά καραβάκια στην θάλασσα του Αιγαίου.

Κι αυτή, χαμογέλασε, δεν ένιωσε ουτε λίγο πίκρα, έπιασε με τα ροδαλά της χέρια ενα απ'τα λουλούδια και το βάλε στο αυτί της.

Και με αυτή της την κίνηση, άρχισε πάλι να χορεύει. Να χορεύει ως το αλλο πρωι. Κι ως το επόμενο. Και το μεθεπόμενο. Μέχρι να μην είναι πια η σειρά της. Και ξανα του χρόνου πάλι.

Την λέγαν Άνοιξη.

(Το άνωθι κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6 των Μητροπολιτικών Ιστοριών)
http://issuu.com/metropolisnews/docs/mitropolitikes_istories_6

1918

Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα και γω στεκόμουν ακίνητος λίγο πιο πέρα. Ο αέρας της χαίδευε τα μαλλιά, της ξήλωνε κάθε λύπη μέσα απο τις ρίζες των μαλλιών της, τα τράβαγε σαν σύγχρονη μήδεια, γινόταν ο αστέρας της, τα παιδιά της κείτονταν μέσα στο χώμα κι αυτή ακίνητη, χαιρετούσε. Νομίζω πως παριστάνω κάποιον γελοίο, πως δεν υφίσταμαι σαν μορφή. Την κοιτάω επίμονα και καταλαβαίνω πως αντιλαμβάνεται την παρουσία μου, τα γέρικα μου μάτια να την διερευνούν, να αναλογίζονται το καθε ‘’τι’’ και ‘’πως’’ της.  Δικαιολογίες πολλές θα μου έδινε για το γοερό της κλάμα, σκέφτηκα, αν της έδινα την ευκαιρία. Μα μόνο η απολογητική μου ματιά στόλιζε το προσωπό μου, γινόμουνα καλόγερος να σκιάσει η σκιά της, στολίδι για την λύπη της, εγω, να ήμουν μόνος σε αυτή την καταιγίδα δεν το περίμενα. 

Το βλέμμα μου απομακρύνθηκε, το παραδέχομαι. Σκοτείνιασε απο τις τύψεις. Ποιος ήμουν εγω, και ποιος ο χάρος, εφάνταζα σκιάχτρο στα ροδαλά της μάτια, παρείσακτος στις πιο κρυφές της σκέψεις. Συγκίνηση υπάρχει, δεν το κρύβει πια κανένας μας, τα μάτια μας συναντήθηκαν ξανα. Φοβάμαι, βραχνάς στο λαιμό μου, δεν ξέρω πως αντέχω να αναπνέω, μυρίζουνε λουλούδια μα βλέπεις μόνο χώμα, χώμα, μόνο χώμα. Κορμιά, στους βυθούς της θάλασσας, της χωματένιας θάλασσας, στην πίκρα, φαντάζουνε οι μάνες καράβια μικρά, γεμίζουνε την θάλασσα αυτή, προσπαθούνε να την πνίξουν με τ΄αλμυρά τους δάκρυα. Ξεράθηκαν μολίς αγγίξαν το χωματένιο κύμα. Δεν ωφελεί πια.

Προσπαθώ να αγνοήσω την σιωπηλή της κραυγή. Δεν περνάει πια κόσμος, κι αυτή μοιάζει με άγαλμα αρχαίο και γκρεμισμένο. Φωνάζει, μέσα στο μυαλό της, ουρλιάζει –μάλλον ειναι καλύτερο ρήμα- καλεί τους δαίμονες να απολογηθούν.

‘’ Πόσες απάνω σας ελπίδες είχα  έναν καιρό βαλμένες, η πανάθλια, να με γεροθροφήσετε, κι οπόταν ξεψυχήσω, να με νεκροστολίστε πρεπούμενα, πού το ζουλεύουν όλοι. Μ' άχ, η γλυκιά μου απαντοχή αφανίστη. Χωρίς εσάς, έχω μπροστά μου ζήση να σύρω θλιβερή και πονεμένη.‘’
(Eυριπίδη Μήδεια -6Ο επεισόδιο- 1002-1500)

Τα μάτια της μαύρισανε, ψυχή δεν είχε πια.

Εγύρισε, μου μίλησε.

Εσιώπησα και γύρισα απ’την αλλη,

δεν ήθελα να ακούσω. 

Wednesday, May 19, 2010

Εχάθη

Αυτή τη μέρα δεν ξύπνησε
ο άνεμος στα στόρια
δεν γρύλιξε σαν παγωμένο σκάρι
σε ξυραφένια θάλασσα
μονάχα
έσβηνε, στις περίλυπες ακρογιαλιές
έσβηνε στα βότσαλα αναμνήσεων
περίλυποι οι βοριάδες
δεν σφύζει ο φράχτης απο ζωντάνια
τώρα πια
ψυχή δεν έχει πια να δώσει

Ενα αγόρι με δέρμα αστραφτερό
ψέλλιζε στης δύσης το ακρογιάλι
βυθίζεται η ματιά μου
και χάνεται κι αυτό
τα χέρια του μέσα στην αρμύρα
δεν ξέρω, δεν ρωτώ
μην είναι ορφανό
δεν ξέρω, δεν ρωτώ
περίλυπη η ματιά του
εχάθη η παιδικότητα, σ'αυτα τα αγριέμενα
υγρά δάση φυσαλίδων

Κι αν φεύγει, η θάλασσα θρηνεί
εως τ'αλλο πρωί
μες στην πρωινή και σιωπηλή
νωπή κραυγή
εμφανίζεται ξανά
σκιάζει, σκιάζει
την ψυχή μου
μυρίζει μοναξιά
τα βότσαλα θρηνούν
δεν περνάει ουτε αμάξι πια
εσίγησε η ουτοπία
οι φράχτες δεν μαρτυράνε γέλια
και
καντάδες

Δεν μίλησα, δεν τόλμησα
το κοίταξα στα μάτια
μου εξέφρασε παράπονο
πως μέρη θλιβερά
εγίναν τα φιλιά του
''δεν έχεις συγγενείς;''
ετόλμησα να ρωτήσω
δεν άντεξα, πως λύγισα
με κοίταξε με πόνο
''όχι, εχάθηκαν στον χρόνο''

Tuesday, May 18, 2010

ζ-z-0 aka (x+y-z)


Consider substituting the value of x
with an early breath
imagining the infinity of y
is an everlasting experience
x plus y
is your life hammered with nails
but what about z
x plus y minus z
doesn't sound like a great excuse
we begin by multiplying
the wholeness of x
x times twenty-one
plus
y times twenty-one
minus
z times twenty-one
and we hit a dead end
life's a system after all
you'll get a second chance
we're artists after all
x times twenty-one
plus
y times twenty-one
minus
z times twenty-one
combined with
x times minus twenty-one
plus
y times minus twenty-one
minus
z times minus twenty-one
concurs with
the absolute
zero
and what about
z
oh, well
its zero
or...
ζωή?

Monday, May 10, 2010

Μηδένισα το μηδέν

Μηδένισα το μηδέν
εκ του μηδενός εκμηδένισα το μηδέν
μη δεν, δεν τα μπορώ τα μη
το μη και το δεν
μηδένισαν τα μηδέν
δεν έζησαν
αυτοί
για να πεθάνω γω
εκ του μηδενός
με λογαριθμικές
λεηλασίες
μηδένισα τον εκμηδενισμό
τετραγώνισα τον κύκλο
κύκλωσα το τετράγωνο
εκ του κύκλου, εκμηδένισα το τετράγωνο
γωνίες ίσες με μηδέν
μηδένισα το μηδέν
εκμηδένισα τις εικασίες
μηδένισα το μηδέν εκ του μηδενός

Ronin

It is the raindrops
the gods that climb clouds
instead of the winds
that clash upon the
japanese spoken sea knives
what to reminisce
a blob of ink in
qualities that make up districts
it is forever spoken, the
mouth that never speaks
remembers Ronins, the outcasts
an awful blend of specialty in
spite of terrors that wind up
the nights; it is never
a matter of conscience
to betray our masters
souls; to be free to
be without our eyes
we chose, we can't come back
it goes without saying
the clash of words that
forms our name
Ronin!