Ηταν μια άσχημη συνήθεια το να ψάχνω για λεπτομέρειες σε κάθε πρόταση των ανθρώπων γύρω μου. Συνήθισα να παρομοιάζω τον εαυτό μου με κατάσκοπο, με κάποιον που ήθελε να μάθει τα πάντα για όλους, για όλα, για τα πάντα. Μια μηχανή ακοής, μια μηχανή πληροφοριών, μια μηχανή που δούλευε ασταμάτητα, που δεν μπόρεσε ποτέ να ηρεμήσει. Μερικοί θα με αποκαλούσαν κουτσομπόλη, αλλοι θα απέφευγαν απλά να βρίσκονται γύρω μου και θα σιωπούσαν οταν με έβλεπαν. Μα η αλήθεια είναι οτι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για τις πληροφορίες καθ’αυτές, μα για το πως λειτουργούσε ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η ανθρώπινη ψυχή και το σώμα, πως μεταδιδόταν η κάθε πληροφορία, πως μεταλασόταν απο εναν στυγνό εκπυρσοκρότημα του νευρώνα και κατέληγε σε σάλιο, στη γλώσσα, στις φωνητικές χορδές, στους φθόγους και στα φωνήεντα που σχηματίζουν τα πάθη και τις σκέψεις του ανθρώπου. Εκεί έπαιζε ο νούς μου, σαν μικρό παιδί, σαν κλαρί αφημένο στα κύμματα του ωκεανού, για να κινηματογραφώ κινήσεις ματιών, χεριών, χειλιών και προπάντων ψυχών. Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για το τι μου έλεγε ο κόσμος. Προσπερνούσα τα άσχημα λόγια με μια σιωπή για δήλωση. Στα μέρη μου ο χρόνος δεν σταματούσε παρα μόνο για λιγάκι, για να κοιμηθεί ο κόσμος και για να ξεκουράσουν τα κορμιά τους οι άνθρωποι. Μα εγω σημάδευα κάθε δευτερόλεπτο, κάθε λεπτό, κάθε ώρα του χρόνου με σμιλευμένες ζωγραφιές σκέψεων, παρατηρήσεων και φωνών. Κάθε μου βήμα δεν σήκωνε σκόνη μα θάλασσες ολόκληρες, στα πατήματα της βροχής αντηχούσε το κάθε μου καρδιοχτύπι και το σουλούπι της μορφής μου χανόταν καθημερινώς στην ομίχλη. Και δεν σταματούσα ούτε λεπτό. Μετρούσα κάθε λογής λεπτομέρεια, τις γωνίες στα δέντρα, τις συμπεριφορές των ανθρώπων στην βροχή, τα ψέμματα τους, τα χαμόγελα τους, τα χρώματα της ίριδας των ματιών τους, τις ρυτίδες στα πρόσωπα τους, τις φλέβες στα χέρια τους. Κάθε μέρα ήταν και μια δοκιμασία, μια βόλτα με τον βαρκάρη της τρέλας στους παραπόταμους της ζωής. Μια αλλη βόλτα, μια βόλτα που δεν θα κατέληγε πουθενά. Ίσως αυτό να την έκανε μοναδική, ίσως αυτό να την έκανε να σημαίνει τόσα πολλά για μένα. Μα δεν το χα σκεφτεί ποτε έτσι, δεν σκέφτηκα ποτέ την σημασία αυτών των πραγμάτων για μένα, δεν συγκινήθηκα, δεν σκέφτηκα οτι κάνω κατι ιδιαίτερο. Για μένα πιο πολυ ήταν μια άσχημη συνήθεια. Ήταν οι νύχτες που περνούσα στα σκοτάδια ρυθμίζοντας στο μυαλό μου αυτά που έβλεπα, τους πόνους και τα καρδιοχτύπια των περαστικών, ανθρώπων που δεν ήξερα και δεν θα ήξερα ποτέ. Νύχτες και μέρες γεμάτες με λεπτομέρειες νοητικές, με λεπτομέρειες που θα γέμιζαν βιβλίο, που θα έκαναν τους πάντες να φοβούνται, να τρέμουν για το αν όντως έχω παρατηρήσει κάτι που να τους ‘’καίει’’. Μα δεν φοβήθηκα ποτέ, δεν λύγισα, δεν είπα ουτε μια φορά οτι τα παρατάω. Για μένα ήταν μια συνήθεια, άσχημη, αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός του οτι ήταν δώρο ζωής. Ήταν δώρο ζωής να παρακολουθείς τις νύχτες τον κόσμο, να μπορείς να νιώθεις την μουσική και τον ρυθμό των σταγόνων της βροχής στα χέρια σου, να ακούς τον παφλασμό της καρδιάς σου κάθε φορά που ερωτεύεσαι στιγμές. Για όσες φορές απόρησα, για όσες φορές δάκρυσα, έκλαψα, ούρλιαξα, έβρισα, δεν μετανιώνων ποτέ. Ήταν στιγμές που τα πέταξα όλα κάτω, που τα έκρυψα στα συρτάρια μου. Που ορκίστηκα οτι δεν θα ξαναπιάσω τίποτα στα χέρια μου, οτι δεν θα ξαναπαίξω στο μυαλό μου με αυτόν τον νοητικό και πνευματικό κύβο του Ρούμπικ. Κι όμως, ήταν για μένα μαγνήτης, ήταν ιστορία και μέλλον μαζί. Απο την ώρα που ξυπνούσα μέχρι την ώρα που τα μάτια κλείναν για ταξίδια σ’αλλους κόσμους, η ψυχή χόρευε ανεξέλεγκτα, γιατι αυτό που την κινούσε δεν ήταν η επιθυμία για παρατηρητικότητα αλλά ούτε και η διάθεση για ζωή. Ήταν κάτι έμφυτο. Ήταν αυτό που σηκώνει πολιτείες και διαλύει στρατούς. Ήταν το ζωωδες ένστικτο. Εγω δεν ήμουν παρα ενας άνθρωπος, μια μηχανή απο νευρώνες, ενα κουτί απο δέρμα, μια μάζα κρέατος. Εγω δεν έδωσα τίποτε. Συγκίνησα μονάχα κόσμο, συγκίνησα παρέες, έδωσα αγάπη σ’αυτούς που τη ζητούν. Και ήτανε η τέχνη, μαζί της εγω γεννήθηκα, της έδωσα μορφή και αυτή μου έδωσε θηλιά. Να κρεμάω τις στιγμές μου για να γεννάω δευτερόλεπτα και ώρες. Για να μπορέσω να υπάρχω. Για να μπορέσω να γελάω. Και δεν μετάνιωσα ποτέ που έζησα έστω και λίγο στην πραγματικότητα. Γιατι τα σπλάχνα μου γεννήσαν φαντασία, γεννήσανε νεραίδες, πλανήτες, δάκρυα και αγάπη. Γεννήσαν τρέλα και συγκίνηση. Ζωγράφισα γράμματα σε χάρτινους λίθους, σε καρδιές, σε μυαλά. Και μπόρεσα να γίνω σημείο στίξης. Για μένα αυτό ειναι το παν. Διοτι έμαθα επιτέλους να χωρίζω πια τους κόσμους.
1 comment:
το αγαπημένο σου παιχνίδι!
ο ανθρώπινος εγκέφαλος!
το κείμενο είναι το δυνατό σου σημειο θαρρώ!
Post a Comment