Για αστροφεγγιά δεν σου
ψιθύρισε τον άδικο χαμό
στα κρύα νώτα σου που σβέλτα τρυγίζεις την σιδερένια θλίψη
στα κρύα νώτα σου που σβέλτα τρυγίζεις την σιδερένια θλίψη
στην του αίματος μορφή, την
νυχιά που με θηλάζει
αυτές οι κρύες, παγωμένες γλυκά σερνόμενες μορφές
που στου σκοταδιού την φλέβα χτυπούν σαν βομβος
την τρύγισαν τα χρόνια και οι καιροί
τ’ερπετά μου, στον κόσμο της Εδέμ, δεσμώτης πια στον βράχο
αυτές οι κρύες, παγωμένες γλυκά σερνόμενες μορφές
που στου σκοταδιού την φλέβα χτυπούν σαν βομβος
την τρύγισαν τα χρόνια και οι καιροί
τ’ερπετά μου, στον κόσμο της Εδέμ, δεσμώτης πια στον βράχο
μια θλίψη τόση δα,
μπερδεύεται και σκύβει και η γεύση ειν’
αρμυρή.