Saturday, January 27, 2007

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 6


Και το σκοτεινό βλέμμα του μαυροφορεμένου άντρα έπεσε πάνω στο κουρασμένο σου κορμί.

Ανατρίχιασες, και σου ήρθαν στο μυαλό παράξενες αναμνήσεις από άλλες εποχές, από μια κοπέλα που κάπου στην πορεία άφησες… και όλα μοιάζουν αραχνιασμένα. Σαν ένα γκρεμισμένο σπίτι συναισθημάτων στην λεωφόρο των ονείρων… Σπασμένα γυαλιά και πρόσωπα διακοσμούν τον τοίχο της ψυχής σου μα εσύ αντιστέκεσαι σθεναρά και κρατάς γερά τα δάκρυα σου μέσα στο σκοτάδι της ανέμελης και ζωντανής αγάπης…

Μια μουσική παίζει… και συ γέρνεις το κουρασμένο σου σώμα προς την κατεύθυνση σου και αντικρίζεις τον άντρα πάλι… σε κοιτάει, μα τώρα πια από κάπου αλλού.. Φαίνεται γερασμένος, μα και ταυτόχρονα νέος… νέος στην ψυχή, νέος στα όνειρα, στις λέξεις.. Τα μάτια του λάμπουν και χαρίζουν το χρυσάφι της ρομαντικής νιότης στα μαραμένα τριαντάφυλλα στην αυλή του παραδείσου..

Προσπαθείς να τον ρωτήσεις ποιος είναι μα σε προλαβαίνει…

‘’Έφτασες μέχρι εδώ Ονειροναύτη…. Έμαθες να ακολουθείς τα σημάδια του ονείρου, την προδοσία της ψυχής σου, τα αναφιλητά του σκοταδιού όταν κλαίει πάνω από τον νεκρό άγγελο. .. Από τις κραυγές των γραπτών σου μέχρι τα δάκρυα της χαμένης κοπέλας μέχρι τα κουρασμένα πόδια σου και τα κουρασμένα πνευμόνια σου, να ξέρεις ότι όλα εκεί.. όλα αυτά είναι θησαυρός ενός πειρατή του κόσμου των αναμνήσεων…’’ ψιθύρισε με πάθος ο μαυροφορεμένος άντρας…

Η ψυχή σου οργιάζει και κάνει έρωτα με όλα τα στοιχεία της μοναδικότητας σου… οι ιδέες ξυπνάνε μέσα στο χρώμα της ανατολής… η νύχτα τελειώνει και εσύ στέκεσαι πάνω στον γκρίζο δρόμο.. τον δρόμο που μαραζώνει με όλα αυτά τα τέρατα γύρω του…

Ο άντρας στέκεται μπροστά σου και σου αγγίζει το χέρι… το πρόσωπο του δεν φαίνεται, μα υπάρχει κάτι οικείο… κάτι που σε συνδέει με αυτόν Ονειροναύτη….

’Κοίτα πάνω….. κοίτα τον ουρανό.. δες τα μάτια μου μέσα απ’το τίποτα’’

Κοιτάζεις αργά αργά τον ουρανό καθώς ξημερώνει και διακρίνεις τα πάντα… βλέπεις τα όνειρα σου… αυτά που δεν προδόθηκαν ποτέ και έμειναν αλώβητα στον πόλεμο των ψυχών. Οι πεταλούδες πέθαναν και τα μάτια τους κλείνουν, οριστικά και αμετάκλητα… ένας νέος κόσμος ξεκινά και τα πάντα παίζουν σαν μουσική στα αυτιά σου………….

Το σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής σου, καταρρέει και γκρεμίζεται ξαφνικά… τα μάτια σου χάνουν την ασχήμια τους και την θολούρα που σε κράταγαν στην γή….

Ένα λουλούδι έπεσε στην γή………… μπροστά σου.

Έσκυψες να το σηκώσεις…. Και σήκωσες το κεφάλι σου και ο άντρας είχε βγάλει την κουκούλα του….

Ήταν αλήθεια λοιπόν…….Quo Vadis Ονειροναύτη?

Ήταν καιρός να βρεις το μονοπάτι..

Σε κοίταξε…….

Ήταν αυτός…….

Συνεχίζεται

Tuesday, January 09, 2007

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 5




Ένα απέραντο ταξίδι μιας ατέρμονης και απρόσκοπτης νοητικής αγάπης δίχως μίσος….

Και σηκώθηκες αργά και άγγιξες το απόλυτο τίποτα.

Ένα τίποτα που είχε στιγματιστεί από αίμα και από δάκρυα αυτών που για σένα έσπασαν το μικρό κελί της μοναξιάς τους και πλήρωσαν με αίμα το κουρασμένο χρήμα τους. Ράγισε η μοναδική πέτρα που υπήρχε στο τοπίο και από μέσα βγήκε επιτέλους η παπαρούνα. Σαν όνειρο μέσα σε ένα μικρό σπιτάκι σε ένα ονειρεμένο τοπίο που βιώνει έναν οργασμό ολοκληρωμένης ελευθερίας.

Έξω οι δρόμοι κρυώνουν και τρέμουν συνέχεια, το κρύο τους μαστιγώνει σαν να ήταν σκλάβοι και δεν έκαναν καλά την δουλειά τους. Εγκλωβισμένες φωνές στον άνεμο προσπαθούν να αφήσουν την ηχητική τους υπογραφή στα αυτιά σου…

Και φοράς τα καλά σου και βγαίνεις στον δρόμο Ονειροναύτη, το βλέμμα σου καρφώνει σαν μαχαίρι τις καρδιές των περαστικών. Σπασμένα πεζοδρόμια και βρώμικες γωνίες με αυτοσχέδια σπίτια ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ψυχών. Χιλιάδες σαραβαλιασμένα πικάπ που κουρνιάζουν στο άπειρο της επιφάνειας της στάχτης που σκεπάζει την καρδιά τους, προσπαθούν να βγάλουν μια μελωδία που στο τέλος ακούγεται σαν χαλασμένο γρανάζι.

Φτάνεις στο σπίτι που βγάζει μαύρο καπνό, τα κάρβουνα καίνε αδιάκοπα και μουσική ακούγεται από μέσα. Ολόκληρη η οικογένεια κάθεται μαζί και πίνουν και γλεντάνε, κρασί κατακόκκινο σαν να ναι από αίμα, στάζει πάνω στην κρυστάλλινη γυάλα της φιλίας τους. Μεθάει την ψυχή και την στέλνει ταξίδι στην σιδερένια πόλη της χαράς, όπου το αμόνι σφυρηλατεί τις ψυχές που εκτοξεύονται σαν καυτή λάβα έξω από ένα ηφαίστειο. Χτυπάς το τζάμι και σε κοιτάνε όλοι με ένα βλέμμα συμπόνιας.. Ένα βλέμμα αγάπης που θα σου κρατάει συντροφιά μέχρι αύριο μέχρι να σου φύγει η τελευταία σταγόνα υγρού της ζωής που λιμνάζει μέσα στο κουρασμένο σώμα σου.

Και το ρυτιδιασμένο σου πρόσωπο Ονειροναύτη, παράγει ένα αμήχανο χαμόγελο. Ξέρω πως δεν είναι ψεύτικο, ξέρω πως αν και σε έχει χτυπήσει η θλίψη με τα όπλα της, εσύ συνεχίζεις να χαμογελάς όσο πιο δυνατά μπορείς, και να γελάς Ονειροναύτη, ΝΑ ΓΕΛΑΣ.

Απομακρύνεσαι λοιπόν από το μικρό αυτό σπιτάκι και χάνεσαι στην ομίχλη της πόλης. Η φωτιά μέσα της κουρνιάζει και κρύβει το σιωπηλό σκοτάδι. Όλα είναι κρυφά εκεί, λίγο πιο πάνω και αντιστέκονται στο φως που τα φωτίζει.

Ένα μικρό σοκάκι, είναι βρεγμένο από την ασταμάτητη μανία της βροχής…

Πολλά παράθυρα, μα μόνο ένα φωτισμένο… λάμπει σαν το φεγγάρι όταν έχει πανσέληνο.. σαν χρυσάφι όταν το φωτίζει ο ήλιος. Κοιτάς μέσα, και βλέπεις έναν αναμαλλιασμένο νεαρό να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του με μανία, λες και τα βάραγε με σφυρί. Που και που σηκώνεται και τριγυρνάει γύρω από το κρεβάτι του με ένα παλαβό βλέμμα. Η θλίψη και η μανία που τον καταπιέζουν τριγυρνάνε γύρω του και του παρενοχλούν τα αυτιά με ένα σαξόφωνο και μια καραμούζα. Ο ενοχλητικός ήχος του σουβλίζει τα αυτιά, του τα βιάζει επανειλημμένα και τον κάνει να χτυπιέται και να κόβεται ψυχικά μόνος του.

Κοιτάς την πόρτα Ονειροναύτη, και την ανοίγεις… ένα μικρό τρίξιμο και η πόρτα ανοίγει φοβισμένα. Μπαίνεις μέσα και δίνεις το χέρι σου στον νεαρό…

’Βάλε φωτιά στα χαλασμένα πινέλα της θλίψης και της μανίας στον πίνακα της πανέμορφης ζωής’’ του λες προστακτικά…

Δεν είναι πια φυλακισμένος, ο ορίζοντας δεν είναι πια ραγισμένος… και τον βλέπεις να απομακρύνεται με ένα μπαλόνι στο χέρι. Ένα άσπρο μπαλόνι που μέσα του έχει όλα τα χρώματα του κόσμου….

Γυρίζει… σε κοιτάει..

με ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα, σε κοιτάει λες και είσαι ο άγγελος του..

Και μάλλον ήσουν.. ο νεαρός το ξέρει, να είσαι σίγουρος για αυτό. Νομίζω πως ακόμα και τώρα που εσύ βρίσκεσαι σε άλλα μέρη και άλλους τόπους, αυτός θα γράφει για σένα και θα εξιστορείται τις περιπέτειες σου σε ένα ημερολόγιο αναμνήσεων.. Που ξέρεις.. ίσως και εμείς οι δυο να γνωριζόμαστε…

Και το μπαλόνι φεύγει, πάει προς τον ουρανό.. το χέρι του νεαρού ανοίγει και το μυστικό μονοπάτι προς την αέναη ευτυχία απεικονίζεται στα όρια της φαντασίας των αγγέλων που κρατάνε την γνώση για την ταυτότητα του μικρού λουλουδιού σου.. Και η μούσα σου οργιάζει νεαρέ, χορεύει ασταμάτητα γύρω σου και εκτοξεύει όνειρα και γράμματα παντού, όλα γυρίζουν γύρω σου σαν δορυφόροι ενός πλανήτη.. Και ο παράδεισος στολίζεται χαρμόσυνα…

Ονειροναύτη, στέκεσαι ακόμα στην πόρτα του σπιτιού και κοιτάς την γωνία που έστριψε ο νεαρός. Για σένα εκεί είναι ο δρόμος για την έξοδο από την φυλακή της μαύρης καταχνιάς που αγγίζει σαν κρύο σίδερο το θερμό δέρμα ενός ανθρώπου. Σκουπίδια είναι οι ιδέες, ουρανός είναι η πένα μας, ο δρόμος το χαρτί και εμείς είμαστε το μελάνι.

Για άλλη μια φορά Ονειροναύτη, κουρνιάζεις σε μια γωνίτσα και καπνίζεις ένα τσιγάρο –από τα καλά, τα αμερικάνικα- και φυσάς τον καπνό που εξαφανίζεται σιγά.. Σηκώνεσαι.. και ακούς μια φωνή.. όχι με τα αυτιά σου, αλλά μάλλον με την καρδιά σου, λες και ένας δεύτερος άνθρωπος ζει μέσα σου… και σου μιλάει νωχελικά και αργά. Σου μιλάει, σου λέει…

‘’Προχώρα Ονειροναύτη, και έλα να με βρεις…υπάρχω ακόμα στο παλάτι του κελιού μας’’

Σηκώθηκες αργά… και έστριψες στην γωνία… το τσιγάρο έμεινε εκεί για να θυμούνται όλοι ότι ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ πραγματικά ΑΓΑΠΗΣΕ τον δρόμο σας…

Thursday, January 04, 2007

Ονειροναυτική. Κεφάλαιο 4


Ονειροναύτη.. ξύπνα..

Ονειροναύτη…

Ψιθυρίζει μια νεαρή κοπέλα πάνω από το πτώμα σου καθώς τα δάκρυα της πέφτουν πάνω στα χείλη σου… Ο πόνος είναι αβάσταχτος, οι γείτονες δεν έδωσαν δεκάρα για σένα και όλοι το ξέχασαν μέσα σε μια μέρα ότι υπήρχες κάποτε. Βλέπεις, δεν είσαι σαν αυτούς και ποτέ δεν ήθελες να είσαι, για αυτό ήσουν σαν ξένο σώμα στην κοινωνία αυτή. Τα δάκρυα της κοπέλας είναι σαν διαμάντια που τα καταθέτει ο θάνατος στην τράπεζα της ρομαντικής ψυχής μας που είναι το τελευταίο καταφύγιο μπροστά στην μαυρισμένη εικόνα του κάρβουνου που καίει αργά μέσα σε ένα τζάκι στο σπίτι ενός μεγιστάνα του εμπορίου συναισθημάτων. Η κοπέλα σηκώνεται αργά αργά και αγγίζει το τραπέζι σου… μπόλικα χαρτιά πεταγμένα από δω κι από κει που συνέθεταν τον πίνακα της μικρής μα συνάμα βαθιάς ψυχής σου. Τα μάζευε, λες και ήταν ένα μικρό σπουργίτι που προσπαθούσε να μαζέψει λίγα σποράκια για να επιβιώσει τον χειμώνα.. Ένας μικρός χειμώνας ήταν κι αυτός ο λαβύρινθός συναισθημάτων που κατέκλυζε τον μικρόκοσμό σου Ονειροναύτη… Τα διάβαζε καθώς τα μάζευε, και οι λυγμοί της είχαν γεμίσει το δωμάτιο και ακουγόντουσαν μέχρι και έξω στον δρόμο.

Τρεις εικόνες ενός αστεριού που ολοκλήρωνε τον κύκλο του, αρκετά αδικημένο…

Και η κοπέλα, κλαίγοντας, σηκώθηκε να φύγει για να αφήσει τον Ονειροναύτη μονάχο του να φύγει, να πάει στις σκέψεις του, στους μοναδικούς φίλους του. Μα ξαφνικά το μάτι της έπεσε πάνω σε ένα πεταμένο χαρτί πίσω από το σαραβαλιασμένο γραφείο του. Το σήκωσε σιγά σιγά και ψιθύρισε..

‘’Δεν τα παράτησες μικρέ μου ε…’’

‘’Ναι, δεν σκόπευα ποτέ να τα παρατήσω…’’ είπε μια φωνή χοντρή και βραχνιασμένη από πίσω της…

Η κοπέλα κοίταξε ξαφνιασμένη πίσω της και αντίκρισε τον Ονειροναύτη να είναι τυλιγμένος σε ένα λαμπερό φως και να έχει δυο μαύρα φτερά.. Μια απαλή μουσική ακουγόταν συνέχεια.. Μια ασταμάτητη μελωδική παρέμβαση στα κουραστικά μα και σαθρά πρότυπα της στεναχωρημένης ζωής.

‘’Μην κλαις , δεν αξίζει αγάπη μου να κλαις. Δεν έφυγα, δεν έφυγα ποτέ από τις καρδιές σας ούτε από τις ψυχές σας. Είμαι πάντα εδώ. Και δεν θέλω ούτε να με κλάψετε, ούτε να με θρηνήσετε.. Θέλω να με θυμάστε για πάντα… και να σβήσετε το όνομα σας από τον πίνακα των καταραμένων ψυχών.. Μην κλαις.. σου κρατάω το χέρι..’’ είπε καθώς έσβηνε η ύπαρξη του..

Η μικρή κοπέλα κοίταξε το χαρτί που βρήκε πίσω απ’το γραφείο του… και ανάμεσα στα δάκρυα της, φάνηκε ένα μικρό χαμόγελο..

Το χαρτί έγραφε…

‘’Και δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έκλαψα… νομίζω ήταν με λυγμούς και με πολλά δάκρυα που σκίαζαν το χαμένο μου χαμόγελο. Μα ξέρω, ξέρω, πως εκείνη την στιγμή δεν ήμουν πραγματικά λυπημένος μα η εσωτερική μου ομορφιά βίωνε έναν οργασμό αγάπης και λατρείας προς το λουλούδι που υπήρξες.. Το λουλούδι που φύτρωσε πάνω στα μαραμένα λιβάδια αυτού του κόσμου. Και πάνω του…μια πεταλούδα.. Όχι σαν όλες τις άλλες.. μα σαν εκείνη που έδειξε κάποιες όμορφες στιγμές στο όμορφο λουλούδι. Και αν και η πεταλούδα και το λουλούδι πέθανανεγώ το ξέρω, πως κάποια στιγμή και τα δυο θα σηκωθούν σαν τον φοίνικα από τις στάχτες τους και θα πετάξουν για άλλη μια φορά πάνω από τις απέραντες ρομαντικές εκτάσεις της μοναδικότητας της χαμογελαστής εικόνας σου που δεσπόζει στο πιο προσεγμένο μέρος.. στην καρδιά μου…’’

Το χαμόγελο της νίκησε τα δάκρυα που την είχαν διαλύσει…

Ήρεμη λοιπόν, άνοιξε την πόρτα και ψιθύρισε…

‘’Και εγώ σε αγαπώ… αλήθεια..’’

Το δωμάτιο βίωσε την απόλυτη ηρεμία… επιτέλους.. οι σκέψεις ηρέμησαν.

Και ο Ονειροναύτης άνοιξε τα μάτια του……