Έξω οι δρόμοι κρυώνουν και τρέμουν συνέχεια, το κρύο τους μαστιγώνει σαν να ήταν σκλάβοι και δεν έκαναν καλά την δουλειά τους. Εγκλωβισμένες φωνές στον άνεμο προσπαθούν να αφήσουν την ηχητική τους υπογραφή στα αυτιά σου…
Και φοράς τα καλά σου και βγαίνεις στον δρόμο Ονειροναύτη, το βλέμμα σου καρφώνει σαν μαχαίρι τις καρδιές των περαστικών. Σπασμένα πεζοδρόμια και βρώμικες γωνίες με αυτοσχέδια σπίτια ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ψυχών. Χιλιάδες σαραβαλιασμένα πικάπ που κουρνιάζουν στο άπειρο της επιφάνειας της στάχτης που σκεπάζει την καρδιά τους, προσπαθούν να βγάλουν μια μελωδία που στο τέλος ακούγεται σαν χαλασμένο γρανάζι.
Φτάνεις στο σπίτι που βγάζει μαύρο καπνό, τα κάρβουνα καίνε αδιάκοπα και μουσική ακούγεται από μέσα. Ολόκληρη η οικογένεια κάθεται μαζί και πίνουν και γλεντάνε, κρασί κατακόκκινο σαν να ναι από αίμα, στάζει πάνω στην κρυστάλλινη γυάλα της φιλίας τους. Μεθάει την ψυχή και την στέλνει ταξίδι στην σιδερένια πόλη της χαράς, όπου το αμόνι σφυρηλατεί τις ψυχές που εκτοξεύονται σαν καυτή λάβα έξω από ένα ηφαίστειο. Χτυπάς το τζάμι και σε κοιτάνε όλοι με ένα βλέμμα συμπόνιας.. Ένα βλέμμα αγάπης που θα σου κρατάει συντροφιά μέχρι αύριο μέχρι να σου φύγει η τελευταία σταγόνα υγρού της ζωής που λιμνάζει μέσα στο κουρασμένο σώμα σου.
Και το ρυτιδιασμένο σου πρόσωπο Ονειροναύτη, παράγει ένα αμήχανο χαμόγελο. Ξέρω πως δεν είναι ψεύτικο, ξέρω πως αν και σε έχει χτυπήσει η θλίψη με τα όπλα της, εσύ συνεχίζεις να χαμογελάς όσο πιο δυνατά μπορείς, και να γελάς Ονειροναύτη, ΝΑ ΓΕΛΑΣ.
Απομακρύνεσαι λοιπόν από το μικρό αυτό σπιτάκι και χάνεσαι στην ομίχλη της πόλης. Η φωτιά μέσα της κουρνιάζει και κρύβει το σιωπηλό σκοτάδι. Όλα είναι κρυφά εκεί, λίγο πιο πάνω και αντιστέκονται στο φως που τα φωτίζει.
Ένα μικρό σοκάκι, είναι βρεγμένο από την ασταμάτητη μανία της βροχής…
Πολλά παράθυρα, μα μόνο ένα φωτισμένο… λάμπει σαν το φεγγάρι όταν έχει πανσέληνο.. σαν χρυσάφι όταν το φωτίζει ο ήλιος. Κοιτάς μέσα, και βλέπεις έναν αναμαλλιασμένο νεαρό να βαράει τα πλήκτρα της γραφομηχανής του με μανία, λες και τα βάραγε με σφυρί. Που και που σηκώνεται και τριγυρνάει γύρω από το κρεβάτι του με ένα παλαβό βλέμμα. Η θλίψη και η μανία που τον καταπιέζουν τριγυρνάνε γύρω του και του παρενοχλούν τα αυτιά με ένα σαξόφωνο και μια καραμούζα. Ο ενοχλητικός ήχος του σουβλίζει τα αυτιά, του τα βιάζει επανειλημμένα και τον κάνει να χτυπιέται και να κόβεται ψυχικά μόνος του.
Κοιτάς την πόρτα Ονειροναύτη, και την ανοίγεις… ένα μικρό τρίξιμο και η πόρτα ανοίγει φοβισμένα. Μπαίνεις μέσα και δίνεις το χέρι σου στον νεαρό…
‘’Βάλε φωτιά στα χαλασμένα πινέλα της θλίψης και της μανίας στον πίνακα της πανέμορφης ζωής’’ του λες προστακτικά…
Δεν είναι πια φυλακισμένος, ο ορίζοντας δεν είναι πια ραγισμένος… και τον βλέπεις να απομακρύνεται με ένα μπαλόνι στο χέρι. Ένα άσπρο μπαλόνι που μέσα του έχει όλα τα χρώματα του κόσμου….
Γυρίζει… σε κοιτάει..
με ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα, σε κοιτάει λες και είσαι ο άγγελος του..
Και μάλλον ήσουν.. ο νεαρός το ξέρει, να είσαι σίγουρος για αυτό. Νομίζω πως ακόμα και τώρα που εσύ βρίσκεσαι σε άλλα μέρη και άλλους τόπους, αυτός θα γράφει για σένα και θα εξιστορείται τις περιπέτειες σου σε ένα ημερολόγιο αναμνήσεων.. Που ξέρεις.. ίσως και εμείς οι δυο να γνωριζόμαστε…
Και το μπαλόνι φεύγει, πάει προς τον ουρανό.. το χέρι του νεαρού ανοίγει και το μυστικό μονοπάτι προς την αέναη ευτυχία απεικονίζεται στα όρια της φαντασίας των αγγέλων που κρατάνε την γνώση για την ταυτότητα του μικρού λουλουδιού σου.. Και η μούσα σου οργιάζει νεαρέ, χορεύει ασταμάτητα γύρω σου και εκτοξεύει όνειρα και γράμματα παντού, όλα γυρίζουν γύρω σου σαν δορυφόροι ενός πλανήτη.. Και ο παράδεισος στολίζεται χαρμόσυνα…
Ονειροναύτη, στέκεσαι ακόμα στην πόρτα του σπιτιού και κοιτάς την γωνία που έστριψε ο νεαρός. Για σένα εκεί είναι ο δρόμος για την έξοδο από την φυλακή της μαύρης καταχνιάς που αγγίζει σαν κρύο σίδερο το θερμό δέρμα ενός ανθρώπου. Σκουπίδια είναι οι ιδέες, ουρανός είναι η πένα μας, ο δρόμος το χαρτί και εμείς είμαστε το μελάνι.
Για άλλη μια φορά Ονειροναύτη, κουρνιάζεις σε μια γωνίτσα και καπνίζεις ένα τσιγάρο –από τα καλά, τα αμερικάνικα- και φυσάς τον καπνό που εξαφανίζεται σιγά.. Σηκώνεσαι.. και ακούς μια φωνή.. όχι με τα αυτιά σου, αλλά μάλλον με την καρδιά σου, λες και ένας δεύτερος άνθρωπος ζει μέσα σου… και σου μιλάει νωχελικά και αργά. Σου μιλάει, σου λέει…
‘’Προχώρα Ονειροναύτη, και έλα να με βρεις…υπάρχω ακόμα στο παλάτι του κελιού μας’’
Σηκώθηκες αργά… και έστριψες στην γωνία… το τσιγάρο έμεινε εκεί για να θυμούνται όλοι ότι ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ πραγματικά ΑΓΑΠΗΣΕ τον δρόμο σας…
No comments:
Post a Comment