Ονειροναύτη…
Ψιθυρίζει μια νεαρή κοπέλα πάνω από το πτώμα σου καθώς τα δάκρυα της πέφτουν πάνω στα χείλη σου… Ο πόνος είναι αβάσταχτος, οι γείτονες δεν έδωσαν δεκάρα για σένα και όλοι το ξέχασαν μέσα σε μια μέρα ότι υπήρχες κάποτε. Βλέπεις, δεν είσαι σαν αυτούς και ποτέ δεν ήθελες να είσαι, για αυτό ήσουν σαν ξένο σώμα στην κοινωνία αυτή. Τα δάκρυα της κοπέλας είναι σαν διαμάντια που τα καταθέτει ο θάνατος στην τράπεζα της ρομαντικής ψυχής μας που είναι το τελευταίο καταφύγιο μπροστά στην μαυρισμένη εικόνα του κάρβουνου που καίει αργά μέσα σε ένα τζάκι στο σπίτι ενός μεγιστάνα του εμπορίου συναισθημάτων. Η κοπέλα σηκώνεται αργά αργά και αγγίζει το τραπέζι σου… μπόλικα χαρτιά πεταγμένα από δω κι από κει που συνέθεταν τον πίνακα της μικρής μα συνάμα βαθιάς ψυχής σου. Τα μάζευε, λες και ήταν ένα μικρό σπουργίτι που προσπαθούσε να μαζέψει λίγα σποράκια για να επιβιώσει τον χειμώνα.. Ένας μικρός χειμώνας ήταν κι αυτός ο λαβύρινθός συναισθημάτων που κατέκλυζε τον μικρόκοσμό σου Ονειροναύτη… Τα διάβαζε καθώς τα μάζευε, και οι λυγμοί της είχαν γεμίσει το δωμάτιο και ακουγόντουσαν μέχρι και έξω στον δρόμο.
Τρεις εικόνες ενός αστεριού που ολοκλήρωνε τον κύκλο του, αρκετά αδικημένο…
Και η κοπέλα, κλαίγοντας, σηκώθηκε να φύγει για να αφήσει τον Ονειροναύτη μονάχο του να φύγει, να πάει στις σκέψεις του, στους μοναδικούς φίλους του. Μα ξαφνικά το μάτι της έπεσε πάνω σε ένα πεταμένο χαρτί πίσω από το σαραβαλιασμένο γραφείο του. Το σήκωσε σιγά σιγά και ψιθύρισε..
‘’Δεν τα παράτησες μικρέ μου ε…’’
‘’Ναι, δεν σκόπευα ποτέ να τα παρατήσω…’’ είπε μια φωνή χοντρή και βραχνιασμένη από πίσω της…
Η κοπέλα κοίταξε ξαφνιασμένη πίσω της και αντίκρισε τον Ονειροναύτη να είναι τυλιγμένος σε ένα λαμπερό φως και να έχει δυο μαύρα φτερά.. Μια απαλή μουσική ακουγόταν συνέχεια.. Μια ασταμάτητη μελωδική παρέμβαση στα κουραστικά μα και σαθρά πρότυπα της στεναχωρημένης ζωής.
‘’Μην κλαις , δεν αξίζει αγάπη μου να κλαις. Δεν έφυγα, δεν έφυγα ποτέ από τις καρδιές σας ούτε από τις ψυχές σας. Είμαι πάντα εδώ. Και δεν θέλω ούτε να με κλάψετε, ούτε να με θρηνήσετε.. Θέλω να με θυμάστε για πάντα… και να σβήσετε το όνομα σας από τον πίνακα των καταραμένων ψυχών.. Μην κλαις.. σου κρατάω το χέρι..’’ είπε καθώς έσβηνε η ύπαρξη του..
Η μικρή κοπέλα κοίταξε το χαρτί που βρήκε πίσω απ’το γραφείο του… και ανάμεσα στα δάκρυα της, φάνηκε ένα μικρό χαμόγελο..
Το χαρτί έγραφε…
‘’Και δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έκλαψα… νομίζω ήταν με λυγμούς και με πολλά δάκρυα που σκίαζαν το χαμένο μου χαμόγελο. Μα ξέρω, ξέρω, πως εκείνη την στιγμή δεν ήμουν πραγματικά λυπημένος μα η εσωτερική μου ομορφιά βίωνε έναν οργασμό αγάπης και λατρείας προς το λουλούδι που υπήρξες.. Το λουλούδι που φύτρωσε πάνω στα μαραμένα λιβάδια αυτού του κόσμου. Και πάνω του…μια πεταλούδα.. Όχι σαν όλες τις άλλες.. μα σαν εκείνη που έδειξε κάποιες όμορφες στιγμές στο όμορφο λουλούδι. Και αν και η πεταλούδα και το λουλούδι πέθαναν… εγώ το ξέρω, πως κάποια στιγμή και τα δυο θα σηκωθούν σαν τον φοίνικα από τις στάχτες τους και θα πετάξουν για άλλη μια φορά πάνω από τις απέραντες ρομαντικές εκτάσεις της μοναδικότητας της χαμογελαστής εικόνας σου που δεσπόζει στο πιο προσεγμένο μέρος.. στην καρδιά μου…’’
Το χαμόγελο της νίκησε τα δάκρυα που την είχαν διαλύσει…
Ήρεμη λοιπόν, άνοιξε την πόρτα και ψιθύρισε…
‘’Και εγώ σε αγαπώ… αλήθεια..’’
Το δωμάτιο βίωσε την απόλυτη ηρεμία… επιτέλους.. οι σκέψεις ηρέμησαν.
Και ο Ονειροναύτης άνοιξε τα μάτια του……
No comments:
Post a Comment