Wednesday, September 30, 2009

Tουλάχιστον το κάπνισα...



Η βραχνή της αναπνοή αντηχούσε μέσα στο σπίτι κάθε βράδυ.

Και γω την άκουγα, είτε ήταν αυτή εκεί είτε όχι.

Μα πως να μην την ακούω, τα μάτια μου είχαν κοκκινίσει απο την αυπνία και γω σαν πληγωμενό σκιάχτρο καθόμουν στο κρεβάτι και μαρτυρούσα, τα σκέλια μου φαινόντουσαν, και εγω να τη θυμάμαι, να μου μιλάει με τον πιο γλυκό τρόπο, τα χέρια της, αυτά τα χέρια της, τα κουρασμένα χέρια της, που έσκιζαν το πονεμένο μου κορμί κάθε βράδυ που ψηνόμουν απ'τον πυρετό. Δεν θέλω πια να σε ακούω, δεν το αντέχω, να με πιάνεις και να με πετάς στον τοίχο, να σφίγγεις τα χείλη σου γύρω απ΄το λαιμό μου, να μου ρουφάς κάθε δροσοσταλίδα της ζωής, την κάθε μου αναπνοή, να βραχνιάζει η ψυχή μου απ'τα τσιγάρα σου..

Δεν το θυμάσαι...

Βασικά δεν θα το θυμάσαι ειναι η αλήθεια. Τις νύχτες που το μπουζούκι απ'το μικρό ραδιοφωνάκι σου κάλυπτε τους λυγμούς μου, κι ας έκλαιγα όλο και πιο δυνατά, εσυ με κοιτούσες με αυτό το βλέμμα μικρού παιδιού, ''κοιμήσου, δεν είναι τίποτα'' μου ψέλλιζες και γω να προσπαθώ απεγνωσμένα να σου τραβήξω την προσοχή, να κλαίω να οδύρομαι, να προσπαθώ να σου δείξω τα σημάδια πάνω μου, να φωνάζω, να σε παρακαλώ....μα οχι. Η απάντηση σου, ίδια και μονότονη, κάθε βράδυ και πιο σκληρή. ''κοιμήσου, δεν είναι τίποτα''. ''κοιμήσου, δεν ειναι τίποτα'' μου έλεγες. Μα πως να κοιμηθώ, πες μου τον τρόπο, πες μου τον τρόπο που εσυ κοιμάσαι, πες μου τον τρόπου που δαμάζεις τα όνειρα σου, που εξουσιάζεις το κορμί σου, που δεν τινάζεται όταν βήχεις, μην καπνίζεις σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πως κοιμάσαι, πως βαραίνουν τα βλέφαρα σου όταν η ώρα πάει δυο. Πες μου πως, και τι δεν θα δίνα για λίγο ύπνο. Και μου χες μάθει, να, ένα τοσο δα μικρό κολπάκι. ''Η αναπνοή σου, είν' ρολόι ακριβό, ειναι χρυσάφι, να την ακούς, να κοιμάσαι με αυτήν''. Και δεν μπορώ, ακούω τα τζιτζίκια, ακούω τους γειτόνους, μεθυσμένοι, αυτοί και εγω και εσυ, εσυ να πίνεις και να καπνίζεις, και σε παρακαλώ μην καπνίζεις. Δεν θέλω να στο πω, δεν το παίρνεις και πολυ καλά, απλά σβήνεις το κάθε τσιγάρο κάθε φορά που κλείνει το κάθε μου βλέφαρο και μετά όταν τ'ανοίγω πάλι, να πάλι... δεν με λυπάσαι?

Και τώρα να, να, στο ιδρωμένο μου κρεβάτι, να κάθομαι, να βλέπω φαντάσματα στην καρέκλα που καθόσουν, να σφίγεται η ψυχή μου καθε φορά που θορύβους ακούω απ'το περβάζι, στην πόρτα να τρίζει το σίδερο, να σφίγεται η ψυχή μου, να γουρλώνω τα μάτια μου και να ξυπνάω. Να βλέπω όνειρα με σενα να γυρνάς, να σφίγεται το σώμα μου, να γραπώνω το σεντόνι, να προσπαθώ, να αγωνιώ να σε κοιτάξω για αλλη μια φορά στα βαθιά σου μάτια, το θέλω τόσο όσο ποτέ αλλοτε...

Βρήκα ενα πακέτο τσιγάρα, δικό σου, πεταμένο κάτω απ'την ντουλάπα...ξέρεις, αυτή που έχει μέσα τα ρούχα σου. Τα έβαλα στο στόμα μου, ψευδαισθήσεις ενος μικρού πρίγκιπα, να δοκιμάσω λίγο απ'τα χείλη σου, να θέλω να γευτώ κάτι δικό σου. Δεν άντεξα την κάπνα, σε φαντάστηκα να μου φωνάζεις, να λες πως τα πνευμόνια μου δεν είναι καλά, πως γίνεται να καπνίζεις ενω σε τρώει ο πυρετός, το σαράκι. Και κάνεις λάθος, δεν με τρώει ο πυρετός, ούτε το σαράκι. Μου λείπεις, μου λείπεις απίστευτα, μου λείπουν τα μη σου και τα πρέπει Σέρνομαι στο πάτωμα και κρυώνω κι ειναι Δεκέμβρης. ''Μην σέρνεσαι, μην σέρνεσαι, δεν ντρέπεσαι, να σέρνεσαι, σήκω πάνω''. Μη μου φωνάζεις. Σαν σκιά ρεμβάζεις πάνω απ'το κρεβάτι, μη μου φωνάζεις. Μου λιώνεις την ψυχή.

Δεν αντέχω αλλο να μου φωνάζεις, να κλαίω κάθε φορά που ακούω την ''Αχάριστη'' του Τσιτσάνη, να πέφτω στα γόνατα μου. Να λέω καληνύχτα και να ξυπνάω με αναφιλητά και με τρόμο κάθε φορά που μου έρχεσαι στο μυαλό.

Ημέρα 56η, απο τοτε που έφυγες. Με τρώει ο πυρετός. Συγνώμη. Δεν άντεξα.

Τουλάχιστον όμως, το κάπνισα το τσιγάρο, τα κατάφερα, στην έφερα. Σ'αγαπώ.

4 comments:

suspiria said...

όμορφο.
μου αρέσει πολύ.

Anonymous said...

και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα..


είδα τον Ποιητή ολομόναχο...
και γύρω του να λάμπει
το κενό...










σ.

όνομα. said...

Πάλι απόψε η αγρυπνία συντροφιά κρατεί,
το όνειρο που εχάθει περιπλανώμενο σε μια άδεια πόλη στο σκοτεινό δωμάτιο που φυλακίζει τον ίσκιο σου....


Ίσως η βροχή να σου κρατά συντροφιά, μη βγεις έξω και βραχείς.
κι αν βγεις να ντυθείς καλά... πάντα η υγρασία σου τρυπούσε την καρδιά
και το αίμα χυνόταν στο λασπωμένο δρόμο...


όμορφο.

kimon said...

πολύ καλό, ένιωσα την αγωνία της έλλειψης.