Αντίκρισα χιλιάδες παγωμένες παιδικές ψυχές σε αυτή την μοναχική γωνία του σύμπαντος.
Μια αναπνοή ερχόταν απο το βάθος του σπιτιού, και γω μαζεμένος απλά αφουγκραζόμουν το μοναχικό μου σύμπαν, τις λεπτομέρειες στα λουλουδιά της αυλής, στο πως καθρεφτίζεται η σελήνη στα μάτια μου, δεν έψαχνα απλά για επιβεβαίωση, την χρειαζόμουν, την χρειαζόμουν γιατι με έγδερνε η αναπνοή μου, τα χέρια μου που έτριβαν το στοιχειωμένο μου κορμί για να ζεσταθώ, ο ξεραμένος μου λαιμός απ’τα πολλα τσιγάρα.
Αντίκρισα χιλιάδες μάτια που σκίζανε το έρεβος, που γινόντουσαν φλέβες ανοιγμένες.
Σηκώθηκα να δω καλύτερα την σκιά που φλεγόταν σε όλο το δωμάτιο, δεν είναι δυνατόν.
Και η αναπνοή, αγέρωχη, δεν έσβηνε, δεν έπαυε ουτε λεπτό να σκίζει τα σωθικά μου, να αγγίζει κάθε σπιθαμή της καρδιάς μου και γω να ίπταμαι μονάχος, να προσπαθώ να καταλάβω πως γίνεται να μένεις μονάχος ανάμεσα σε ανθρώπους, να κλείνεσαι σε μυστικά σεντούκια και να αντικρίζεις ψεύτικες μορφές, μορφές που στριγλίζουν στο μυαλό σου μέσα, που μοιάζουνε με οπτασίες που μόλις τις αγγίξεις μεταμορφώνονται σε κοφτερά μαχαίρια έτοιμα να σε γονατίσουν.
Μιλούσε μέσα μου αυτή η αναπνοή, μου μίλαγε για όλα αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια, μου μίλαγε για όλες τις γυναίκες που περάσαν απ’την ζωή μου και για όλα τους τα χαρακτηριστικά, πίεζε τις μορφές τους πάνω στο στήθος μου μέχρι να μου κοπεί η αναπνοή, μέχρι να προσπαθώ να αναπνεύσω, μέχρι να καταλάβει οτι πνίγομαι και να μ’αφήσει να αναπνεύσω λίγο πριν ξεψυχήσω. Μου έδειχνε αστέρια να φλέγονται, μου έδειχνε τα ίδια μου τα μάτια να μου λένε ψέματα, τα χέρια τους να με αγγίζουν και γω να παρακαλώ για λίγη ησυχία, για λίγη νηνεμία. Ζωγράφιζε στον τοίχο ιστορίες.
Γονάτισα.
Τυλίχτηκε γύρω μου η σκιά και με σκυμένο το κεφάλι ακολουθούσα.
Για λίγο σήκωσα το βλέμα μου, να δω περίεργες μορφές να απελευθερώνονται απο το σώμα μου. Απο το πνεύμα μου. Και είδα νεραίδες, στοιχειά, πνεύματα και δάκρυα να σκίζουν αυτό που μου χε απομείνει, να σκίζουν τις ανάσες περασμένων χρόνων, πνιγμένων στο αλκοόλ, σβησμένα τσιγάρα σε δρόμους και σε τασάκια.
‘’Δεν είναι αστεία αυτά, σε παρακαλώ’’ ψέλισα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
Μα η αναπνοή συνέχιζε να μου μιλάει...
Συνέχιζε...
4 comments:
μεινε εκει.
εκει..
να βλεπω για παντα τα κενα ματια σου.
να ακουω για παντα τη σιωπη σου.
εκει στον καθρεφτη να σε κοιταζω.
να σε βλεπω αταραχο, ακουνητο, παγωμενο.
να ειμαι η αγνωστη που ανοιγει το παραθυρο.
με ανοιχτα παραθυρα ΔΕΝ σε φοβαμαι γαμωτο σ'αγαπω.
σ.
Polu dunato k fortismeno.
ποσα πραγματα μου θυμιζει αυτο το ποιημα...
θα ερθεις.
Post a Comment