Τα βράχια ήταν βράγχια
και το τσιμέντο φλέβα στα δικά μου μάτια
εντοιχισμένο στην θάλασσα των ψυχών
τα βράχια ηταν βράγχια
κι ανέπνεεαν τα δαιμονιώδη στοιχειά
οταν έξεπνευσα στα βράχια
γίνηκα ψάρι
σε θάλασσες ψυχών
με βράγχια στα βράχια γεννήθηκα
για αστερισμούς
μ'αλάτι σε πληγές, δεν πείραζε πλέον
Δεν ήμουν πια συνήθης ύποπτος
για παραχαράξεις συναισθημάτων
γιατι κυκλοφορούσα πλέον
σε λεωφόρους μηδενικών
μια λάμψη ήξερα μόνο
την λάμψη αυτή, που σβήνει όσο της μιλάς
αυτή που κρώζει κάθε πρώτο πρωινό
και συγκίνηση μεγάλη
στης μάνας την καρδιά
πως έρεεαν τα μιλητά, πως χτύπαγε η καρδιά
σαν βόμβος
σαν ουράνια συντροφιά
Κι αν κάθε πρωινό
στη συντροφιά τ'ανέμου
ρεμβάζω τα λουλούδια που αγκαλιάζουν την μοναχικότητα του χάους
εγώ θυμίζω στις 'λιαχτίδες
να πλέουν δυνατά, να σκίζουν τα παράθυρα
να γίνονται φωτιά στα πιο μαύρα σκοτάδια
να ξυπνούν κοιμισμένα μάτια
γιατί συνήθισε ο άνθρωπος
να πέφτει πια στα βράχια
και να μην αναπνέει πια
γιατι εξέχασε απο που άρχισε να τρέχει
εξέχασε πως γίνεται να γίνονται
τα βράχια, βράγχια
No comments:
Post a Comment