31/12/09
Συνήθως όταν κλείνει ο μήνας κάνεις εναν απολογισμό των εξόδων.
Δεν θέλω να σου δείχνω διεξόδους
για να βρίσκεις αστέρια σε διόδους της ψυχής
δεν το αντέχω σου λεω, δεν μπορώ
να είμαι πάντα το πρόσωπο που κρύβεται στις νύχτες
να μην κοιτάω τους ανθρώπινους καθρέφτες
δεν θέλω να σου δείχνω αδυναμίες
να μου λυγίζεις τα κλαδιά
να σπάνε τα αστέρια
να προσπαθώ να μην ουρλιάξω
Δεν είμαι απ'αυτους που λησμονούν
μα κύκλους δημιουργώ
ονόματα δεν σβήνω
κι ας ειναι πια κακό
ας είναι ενδεικτικό παράνοιας
σε σημειωματάρια
αυτό κι αν ειναι περι αγάπης
Με την παρακεταμόλη συντροφιά
ζαλίζομαι, δεν πέφτουνε σκιες
τα αντικείμενα δημιουργούνται
με μορφές ονειρικές
και προσπαθώ να περιγράψω τον αέρα
''να, κοίτα, ειναι σαν παιδικό παιχνίδι''
μα δεν θυμίζει
μα σπαει
εγω δεν ονειρεύομαι πρόσωπα
ονειρεύομαι κρανία
σε πρωινό φθινοπωρινό αγέρι
θυμίζουν τα ονειροπαλέματα
κραυγές αυγουστιάτικες, οι φίλοι, οι στιγμές
δεν ξέρω πως ταξιδεύουν
εγω να γράφω μανιωδώς
πολλες στιγμές, ήχοι και αρώματα
και όταν βρέχει, τα καλοκαίρια χαράζονται
απ'τις σταγόνες
είναι δεν είναι πιθανόν
δημιουργούνται χρώματα
οι πρώτες ζέστες
με τα πρώτα κρύα
μια μίξη με αναφιλητά
και κάθε τέλος
μια νεα αρχή
Δεν είναι η ψυχασθένεια κομμάτι ενος ανθρώπου
ειναι το συμπλήρωμα της ιδιοφυίας
το μόνο που αντέχει σε χρόνους βρώμικους
σ'αυτά που δεν χαρακτηρίζονται
είναι η έκρηξη της μνήμης σε ακαταλληλα σημεία
σε μέρη που δεν είναι πρέπον
δεν κακοχαρακτηρίζω
δεν είμαι ακροβάτης
είναι η μέση και οι άκρες
οι κοφτερές
στα σκοτάδια να ουρλιάζεις
ας πουμε ιστορίες
γιατι δεν πρέπει να ανοίγεις το στόμα σου
τα βράδια
να ξεστομίζεις πια αλήθειες
θα σε πιάσουν
θα σε τυλίξουν με λευκούς μανδύες
θα σε μπουκώσουν με βρώμικα φάρμακα
μπάσταρδοι αλκοολικοί γιατροι
δεν άντεξαν και γίνανε αστείοι
Τα χέρια σου γεμάτα με τρυπήματα
πρησμένα σαν τα μάτια σου
λουλούδια στη γωνία
αυτά σαν την παρηγορία
αυτή η μπάσταρδη παρηγοριά
καθημερινώς την παραγγέλνω
και όταν φτάνει
αρκείται στο φιλί
αρκείται στο να μου πει ''τι κάνεις''
εγω δεν ξέρω που αγγίζω και που βαίνω
εγω ρυθμίζω όνειρα σπασμένα
είμαι αυτο που αποκαλούν φάρμακο με ημερομηνία λήξης
είμαι η πρέζα στον χαλασμένο σου εγκέφαλο
είμαι ραγισμένο γυαλί
για να σου κόβω όλα τα σωθικά
να ψυχραίνομαι στο τέλος και να θολώνω
πανάθεμα σε
γιατι να είναι η ψυχασθένεια μια λέξη
στα όνειρα μου φαντάζει σαν λουλούδι
φαντάζσει σαν γουλιά αλκοολ
σε καίει στην αρχή
σε φωνάζουνε παράξενο
αστείο
είσαι γελωτοποιός
ο τζόκερ
χαίρε, ω χαίρε
Μην με κοιτάς, δεν το αντέχω
είσαι γωνία στο τραπέζι
μεμπτό το να σε ρίξω και να πέσεις
αστείο να γελάω
με φάρμακα και ας κλαίω μέσα μου
η οργή δεν περιγράφεται
ειναι ρυθμισμένη σε ρυθμούς πέρα απ'αυτο που μπορείς να αγγίξεις
δεν μπορώ να το συνδιάσω με τα διάφορα που μου λές
είναι κάτι πέρα απ΄την αντίληψη σου
είναι το σωστό που διαγράφει το λάθος σου
και γω να στέκομαι μονάχος
στ'αλήθεια το απολαμβάνεις?
Στ'αλήθεια με κοιτάς και γνέφεις?
Ω ναι, ω ναι
γελάω
γελάω σαν ηλίθιος
και ειναι συναρπαστικό
ειναι γεμάτο ντροπή
η αναπνοή μου ακούγεται και στο δωμάτιο ηχει
δεν θέλω να με ηχογραφείς
και τις ακούω τις στιγμές
πάρε φάρμακα να τα χεις, να γίνεσαι ουσιώδης
ρύθμιση ενα μηδεν εφτα εξι τρια
η παράνοια και η ανοια
εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω εγω
για πες ενα αλλο εγω ρε σάπιε
ψόφα
Δεν παρέχεται προστασία
Σε συναισθηματικά ανάπηρους
Σε φαντασιόπληκτους
Απαγορεύεται αυστηρώς
Το συναίσθημα
Απαγορεύεται η στιγμή
Απαγορεύονται οι αναμνήσεις
Τα γέλια και τα δάκρυα
Οι πόρνες ειναι αυτές
Δεν παρέχεται προστασία
Σε θυρωρούς παλιών συγκινήσεων
Σε αυτούς
Απαγορεύονται τα αποτυπώματα
Επάνω σε κορμιά
Απαγορεύεται ο ιδρώτας
Και δεν παρέχεται συμπάθεια
Μα δεν παρέχεται ουσία
Απαγορεύονται οι μνήμες
Απαγορεύεται να θυμάσαι
Απαγορεύεται να γεύεσαι
Δεν παρέχεται προστασία
Στην παροχή αγάπης
Προστασία στην αγάπη της παροχής
Κι αν εισαι προστατευτικός
Αν εισαι απ’αυτους που αγαπάνε
Λυπάμαι ατύχησες, δεν παρέχεται προστασία
Η σκιά μου σέρνεται σε όλες τις ψυχές
στις άρρωστες
στις βρώμικες
στις άθλιες τις αχρείες
θυμίζει στοιχειωμένο κουτάκι μουσικής
τις νύχτες που περνάμε δίχως συντροφιά
μιας καλής γυναίκας
τις κινούμενες σιλουέτες
τα βράδια με πανσέληνο
στην άκρη του σπιτιού
συνοδευόμενες απο το επαναλαμβανόμενο
θροϊσμα των δέντρων
ο επισκέπτης του δωματίου μου
αργά τη νύχτα
με ακτίνες λούζεται και φεύγει
Είναι αυτός ο ψίθυρος που κλαίει πνιχτά
σε όλες τις γωνίες
που κλαίει με λυγμούς κάθε φορά που δεν υπάρχει
ειναι παρόμοιος με εμπειρίες αρχαίες
είναι ο ψίθυρος
που όταν φύγεις
γι'αλλα μέρη, γι'αλλους τόπους
εκεί θα μείνει, στον τάφο σου ο φύλακας
να ψιθυρίζει
λίγο ακόμα
για πάντα όμως
αιώνια τα αστέρια
αιώνιο το εσυ.
Το χάος μέσα μας δεν είναι λεπτομέρεια
είναι ολόκληρο σύμπαν
συμπυκνωμένο σε δάκρυα
είναι η οργή του χεριού μας που χτυπάει στα σίδερα της ψυχής
είναι το τρέμουλο των αισθήσεων
το χάος μέσα μας δεν είναι αίσθημα
δεν είναι εμπειρία
είναι το πνιγμένο ουρλιαχτό στα μαξιλάρια
ο πόνος που εκρήγνυται σαν υπερκαινοφανής αστέρας
είναι το κλάμα ενός μικρού παιδιού
είναι η ποίηση
είναι το χάος που πετάει πίσω απ'το φεγγάρι
η ρυθμισμένη μουσική
στην οποία χορεύουμε όλοι μας
και οι ποιητές κοιτάνε σιωπηλά
Ο ορισμός του χάους περιγράφεται σε βιβλία
σε ψεγάδια και σε συναισθήματα γραπτών
σε αυτά που δεν προσέχεις κάθε μέρα
σε λέξεις, στο κάθε νι και στο κάθε σίγμα
και στο κάθε χι, στο και στο κάθε άλφα, και στο κάθε όμικρον και στο κάθε σίγμα
είναι αυτό που αποκαλείς ψυχή
αυτό που βολοδέρνει μες στις λάσπες του κορμιού σου
αυτό που κλαίει γοερά τις νύχτες
τι είναι λοιπόν το χάος
δεν είναι ιστορία
δεν είναι παραμύθι
είναι συσκευασμένη μορφίνη
καμουφλαρισμένη
είναι ο δολοφόνος των γραπτών
είναι ο Καρυωτάκης
ειν'ο Νικόλας ο Άσιμος
είναι η Κατερίνα Γώγου
είναι πανάθεμα τα αστέρια που συντρίβονται στις λάσπες
είναι η απαρίθμηση των αμοιβαίων, πόνων, θλίψεων και πληγών
του Μαγιακόβσκι
Σε κάθε γραπτό μας
εμείς είμαστε τα θύματα και σεις οι θύτες
το σύμπαν μέσα μου λοιπόν
δεν είναι δύτης
δεν συμπίπτει με τα λουλούδια στους δικούς τους τάφους
είναι εξακριβωμένα ίδιο
είναι λωποδύτης
είναι αστείο το πως γδέρνεται η ψυχή μου
το πως στριγλίζει σαν κιμωλία σε πίνακα
και τα φαντάσματα να ψάχνουν για ψεγάδια
να ψάχνουν για εμένα
να ψάχνουνε στα ποιήματα ρυθμίσεις
ρυθμισμένη αυτοκαταστροφή
και το χάος
να φλέγεται ολότελα
Το πως αρχίζει μια στιγμή περιγράφεται από στιγμές
και δυο χιλιάδες νήματα στριφογυρίζουν
σε καταστάσεις ηλιθιότητας
σε πλέγματα ευτυχίας
απ'τη στιγμή που νιώθεις την αναπνοή σου να κόβεται
να την αναζητάς σε ζαλάδες
σε πραγματικότητες που δεν υφίστανται
να φτιάχνεις γυάλινους κόσμους
απλα για να υπάρχουν
και όχι για να άρχουν
συνδεδεμένες οι φλέβες σου με τα αστέρια
στο υπερφυσικό
οι μαύρες τρύπες αναζητούν νοήματα
δηλώνουν ψεύτικα σχήματα
και οι γωνίες του προσώπου
δεν είναι εμφανείς
το αίμα ψάχνει ορισμό
μεταφυσικό
είναι ιδέα, είναι σχήμα, είναι αλλόφρων
είναι ο σκληρός απόηχος της λέξης
''φεύγω''
όποιος και να το πει
σε όποια κατεύθυνση κι αν πάει
βαλλιστικές εκπυρσοκροτήσεις
δεν υπάρχουν
εξαναγκασμός
ο ιδρώτας με κατεύθυνση το σώμα μας
και ο έρωτας σημάδι σε σημάδια
μια ζωή, λουλούδι
δεν είμαι ποιητής
δεν ψάχνω ποιητές
δεν ψάχνω ζητιάνους συναισθημάτων
δεν είμαι συναίσθημα
δεν είμαι αυτό που νομίζεις οτι είμαι
στα ίδια μας τα χέρια
θυμίζουνε οι πράξεις μας
γυάλινα μαχαίρια
Τι αντικρίζεις οταν κοιτάς τα μάτια μου
ενδίδεις στην μοναξιά
τα αστέρια που θρηνούν στα θαρραλέα σου χέρια
γλιστράνε θαρρώ τα χείλη σαν γυαλιά
σπάνε σαν λέξεις πορσελάνινες
ο θίασος της τρέλας
με ηχητικό ντοκουμέντο
την κάθε σου θλίψη
οταν εσύ πονούσες, οταν εσύ θρηνούσες
την κάθε σου απώλεια
ένα παλιό πικάπ
με μυρωδιά βελανιδιάς
να μύριζε σαν το σώμα σου
το δέρμα σου, ευχάριστη σαν άνοιξη
γλιστράνε
οι λέξεις
στα βρεγμένα σου τα χείλη
χτυπιούνται, χτυπιούνται
ο ήχος δεν ξεχνιέται
κι στα παραθυρόφυλλα οι σκιές
ραγίζουν τις αχτίδες της σελήνης
Πως να ναι πια η φωνή σου
μάταια σαν ελπίδα
έτοιμος από καιρό
γερασμένη με συγκίνηση
σαν τελευταία απόλαυση
σαν παλιό κρασί
πως να ναι πια το δέρμα σου
να είναι γερασμένο
να είναι σαν τα πέταλα, με συγκίνηση
που χρίζουν τον αέρα με το άρωμα αυτό
με μουσικές εξαίσιες
η κάθε πλάνη στο μυαλό σου
να στάζει
μη γελαστείς και κλάψεις
δεν απατήθηκες ποτέ
πως να ναι πια η ανάσα σου
στυγνή και γοερή
σαν χάος, σαν παρακάλια
κι μην στριγλίζεις, μες στα μεσάνυχτα
μα μην φιμώνεις τα δάκρυα στο σεντόνι
γιατι θαρρώ βρεγμένο μένει
Μυρίζει αρώματα το μαξιλάρι
λουλούδια και ουσίες
μαλλιά
και λιγοστεύει ο αέρας
στα δέντρα απαλά γδέρνονται τα γόνατα μας
σαν έρωτας σε εργοστάσιο τριανταφύλλων
φωνάζω
και ο ορίζοντας πλησιάζει
και τα μαλλιά σου, αποθήκες για λουλούδια
χρυσάνθεμα, ηλιαχτίδες
να αγριοκοιτούν το φεγγάρι στα πρώτα του βήματα
στο μυαλό σου, στα εφηβικά του σκιρτήματα
εγώ, και ο κόσμος μου γεμάτος
απο του προσώπου σου τους φεγγίτες
στις πιο γλυκές νότες
οι χορδές του λαιμού σου
πως μου λείπουν οι σονάτες
να φυσάει το αγέρι, να παρακολουθώ με γοητεία το αγόρι
που κοντοστέκεται
στα παραθυρόφυλλα
να γρυλίζει η κάθε σου λέξη
να παίζει με τα δάχτυλα μου
να νιώθω δυναμίτης
κάθε φορά που μεταμορφώνομαι σε φυτίλι
και να πεθαίνω μόνος
Σε δευτερόλεπτα, μετριούνται τα συναισθήματα
χοροπηδούν μέσα σε κασέλες ροδινές
διακοσμημένες με χρυσά αστέρια
σκληρά κλειδώνω τον ιδρώτα μου σε ψεύτικες συνθήκες
ανήκω στον κόσμο, ανήκω στο παράθυρο
να ανοίγω τα φτερά μου, να προσπαθώ
σε κάθε βήμα, να ψιθυρίζω
να ψιθυρίζω ακατανόητες αλληλουχίες αγάπης
να μεταφράζω τον έρωτα σε λογικές συνέπειες της χημείας
να λογικεύομαι, υπο βροχή συμβουλών και αστείων
γιατι δεν πας μπροστά, δεν χάνεσαι στο λυκόφως
απόψε, παραδίνομαι, γίνομαι πεφταστέρι
ως τα γεράματα, ωσπου να κρώξει ο αλέκτωρ
να ξυπνήσω μια μέρα
βρώμικος σαν απο παιδικό παιχνίδι
με λάσπες στα χέρια και στα γόνατα
να γίνω επιτέλους εραστής της μέρας
να ξέρω πως δεν τελειώνει πια η μέρα, μα μόλις αρχίζει
δεν είμαι αστροναύτης, δεν ταξιδεύω στα αστέρια
γεννήθηκα απ'αυτα, πετάω χρυσαλίδες
μέσα στης ψυχής σου τις πυγολαμπίδες
αυτές που απεγνωσμένα, τουρτουρίζουν στις γωνίες του πιο μικρού σου δώρου
στα κεριά, εκεί, που μοιάζουν όμοιες με σένα
Πως μπορέσαμε να αγγίξουμε το χάος, να γίνουμε φαρμακεροί
καλπάζοντας να χάνουμε τα βήματα μας
και το παιχνίδι μου, να αφήνω στο σκοτάδι
να πιτσιλάει την κάθε μου ημέρα, σαν έκρηξη φωτός
να σπάνε οι αχτίνες στα μάτια μου
να γίνεται οργασμός
και το κορμί να τουρτουρίζει
να ψάχνει για ιδέες, για φωνές
να ψάχνω για ιδέες, και ας μη μπορώ να τις αγγίξω
να γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο
και ας είμαι φοβισμένος, οταν ξημερώνει
μα σαν μικρό παιδί, σφίγγω όλο και πιο δυνατά
τα χέρια μου να μελανιάζουν απ'το κρύο
και γω να ουρλιάζω
κατάκοιτος απο τον πόνο, απο την αγωνία
απο τα δευτερόλεπτα που περνάνε και με ξύνουν, που σπάνε πάνω μου γυαλιά
να ουρλιάζω, δεν φοβάμαι, δεν είμαι αίμα για να στάξει
πέτα, στο ορκίζομαι, πέτα
θα αγγίξεις την στιγμή
δεν έδωσα φτερά που να πετάνε, μα μόνο σε λυγίζαν
σε φτάσανε στον ήλιο
ανώριμο κι ηλίθιο
μα δεν ρωτάς, δεν ενδιαφέρεσαι
κι αν μια μέρα
ανοίξεις την πόρτα, θέλοντας να ουρλιάξεις
τα σωθικά σου να αντιλαλήσουν στους διαδρόμους
να ψύξεις τα συναισθήματα σου
και αν μια μέρα, θες να πετάξεις
δεν θα μαι εδω, αστέρι θα χω γίνει, στον ουρανό να το κοιτάς
να περπατάς, μέχρι τα πόδια σου να λυγίσουν, στο χώμα σου να με βρεις, σαν την παλιά
καλή,
Δεξαμενή.
.αφιερωμένο.
τα μάτια μου κοκκινισμένα
σαν σταυρωμένες λεωφόρους με νότες μουσικής
για μια φορά να μάθω ακριβώς τι παριστάνω
τον ιχνηλάτη, τον κυνηγό ή το θήραμα
να μάθω ρε διαολεμένοι
τι μου φυλάτε, πίσω απ'αυτα τα αγριεμένα χέρια
τι κρώζουν οι φωνές
στα ανήλιαγα σοκάκια της Αθήνας
εκεί που σαλεύουν οι σκιές, σαλεύουν τα μάτια σας
και γίνονται τέρατα, ουσίες, μπάζα
που με πλακώνουν, με σκίζουν τα κορμιά σας
Τι είναι αυτό που στροβιλίζεται
σε κάθε μου άκρη
σαν παράνοια
τι είναι αυτό που τα βράδια βράζει
στα σωθικά μου μέσα
μην είναι το μίσος
που τόσο πολύ πρεσβεύω
τα αποχαυνωμένα σας κορμιά
με πάθος παρατηρώ
και η φωτιά που καίει, αυτή που τα σπάργανα θερίζει
μονότονα χωλαίνει μπροστά στην αηδία
στην αηδία που με αγκαλιάζει
όταν σας βλέπω, ρεμβάζοντας, να διεκδικείτε χαλεπούς οιωνούς
Ονόματα, δεν έχουν σημασία
ουσίες και αυτά
σαν ποίημα της Κατερίνας Γώγου
ωμό και αληθινό
Δεν είναι εικόνες της Ομόνοιας, δεν είναι μετανάστες
είναι χειρότερα τα πράγματα
είναι δυναμίτες, είναι τιτάνες
είναι σφυριά που μας βαράνε νυχθημερόν
στα άκρα μας, μας τραβάνε σαν τον Προκρούστη
είναι οι νύχτες
είναι τα ονόματα
που ακούγονται σαν στρόβιλοι
μέσα στις καμάρες
που ταράζεται ο σοβάς, και πέφτει σαν αστέρι
τα δωμάτια, ψυχρά, ατενίζουν τα σκιώδη μνήματα
Τι έχει μείνει βρε διαόλοι
πως μοιάσαμε σ'αυτους τους καημένους
τους μετανάστες, τους ανάπηρους
πως μοιάσαμε, πως γίναμε
σαν ψεύτικοι κυκλώνες
περικυκλώνουμε
το κορμί μας με δήθεν αυταπάτες
με δήθεν έρωτας και αγάπες
η βρώμα μας, η βρώμα σας αιώνια
δεν την αντέχω άλλο πια
και να λεγε κανείς, οτι ειναι για το καλό σας
μια σφαίρα ηλιθιότητας για το εξημερωμένο καύκαλο σας
Κάθε μέρα, κάθε νύχτα
εγω να αναρρωτιέμαι, να γίνομαι κομμάτια
να ψάχνω λόγους και ευθύνες
να εκτοξεύω ύβρεις με τα χέρια μου σφιγμένα
να παλεύω με τα σεντόνια
που πάνε να με πνίξουν
σαν τα χέρια σου
σαν τα χέρια του
του καθενός
και μην ανησυχείς, δεν είσαι μόνο εσύ
είναι χιλιάδες πρόσωπα
αποτυπωμένα στους εφιάλτες μου
μα δεν με ξέρεις ρε, δεν είμαι άγαλμα, δεν είμαι ανάμνηση
δεν είμαι το κορμί σου, να σβήνεις τα τσιγάρα των στιγμών
δεν είμαι απλά ο αέρας να φοράς ζακέτα
δεν είμαι βροχή για να προφυλάσεσαι με την ομπρέλα
είμαι κάτι χειρότερο
είμαι ψυχής δηλητήριο
είμαι ότι δεν γνώρισες ποτέ
το μίσος που σε άγγιξε, στους δρόμους της ζωής σου
οι φλέβες που ανατινάζονται, να τι είμαι.
Γέμισαν οι φλέβες σου με πόνο, δάκρυ, και μετάνοια?
Πες μου πότε, να το νιώσω και εγώ
να νιώσω που γονάτιζες
στο πάτωμα
να νιώσω πως αντίκριζες το χώμα σαν αδερφό σου
που έπεφτε το αίμα με εκδίκηση απ'το κορμί σου
πως θέλεις να ουρλιάξω
έτσι για να μην ακούσεις, να μην αντιληφθείς
γιατί αγχώνεσαι, κρύβεσαι, δειλιάζεις
πίσω από παραπετάσματα, απο τοίχους
απο συνοικίες, απο ονόματα, απο συναισθήματα
κρύβεσαι ρε, και θέλεις να νιώθεις χαρούμενος?
Κάθε μέρα, κάθε που ξυπνώ
στο μυαλό μου είσαι, εσύ, να τα πετάς στην άκρη
ταυτότητες, ουσίες, καταθλίψεις, αντιλήψεις, διαβατήρια, λεφτά, θάρρος και αγάπη
στο μυαλό μου είσαι συ, να τα σκίζεις όλα
να γίνεσαι χίλια κομμάτια
στο μυαλό μου, εσύ είσαι στην άκρη, και κάθε μέρα που ξυπνώ
πιο επικίνδυνος από τη θάλασσα που σου τσούζει τις πληγές
κάθε μέρα που ξυπνώ, στο μυαλό μου είσαι συ, στη θάλασσα να πνίγεσαι
να βλέπεις όλα τα λάθη, τα χίλια σου κομμάτια
να βρίσκεσαι
να νιώθεις τελειωμένος
με μια δόση αλήθειας
σαν πρέζα, σαν κλωτσιά στο σαγόνι.