Monday, December 31, 2007

1 ευρώ

Ξέρεις τι μου θυμίζεις όταν μιλάς?

Τον εαυτό μου

Σε ανήλιαγα σοκάκια

Ψέμα

Ψέματα

Αλήθεια

Αλήθειες

Πληθυντικοί και ενικοί

Δεν έχουν σημασία

Η απάντηση στο τίποτα που μου δίνεις

Δεν μετριέται

Δεν έχει σημασία

Είναι μικρή και αόρατη

Σαν όνειρο

Μετριέται?

Λίγο-λίγο

Μετριέται?

Που και που

Μερικές φορές απαντάω

Μερικές φορές σωπαίνω

Μα πάντα

Αρρωσταίνω

Τρέχω πάντα πίσω σου

Πίσω μου δηλαδή

Δεν ξέρω τι εννοώ


Πίσω μου

Μπρος μου

Δεξιά

Αριστερά

(αλυσίδες?)

Γελάνε μαζί μου

Ναι

Είναι αλήθεια

Είμαι άρρωστος

Είμαι με σένα

Είμαι νεκρός

Είμαι?

Όχι

Είμαι αυτό που είμαι

Δεν αντιστοιχώ

Δεν μουρμουρίζω

Δεν ψιθυρίζω

Σου σπάω τα αυτιά

Τα πόδια

Το μυαλό

Τα χέρια

Ηλίθιε

Μακριά

Θα φύγω


Έφυγα

Χθες

Κουτί με σκέψεις

Κουτί με ανέσεις

Κουτί με μένα

Κουτί με σένα

Κουτί με όλα

Κουτοί και αυτοί

Αυτί με ξεκοιλιασμένες σκέψεις

Αυτί με αίμα που να τρέχει

Αυτί με βαβούρα

Αυτοί μου ανήκουν

Τους πουλάω

Παζάρι?

1 ευρώ.

Συμφέρει.

Δούλοι.

Friday, December 21, 2007

Echoes

Σαν στάλα ήχου στο στόμα σου να γείρω

Να γίνω ψέμα στο κορμί μου

Μια μέρα μακρινή σε ένα δωμάτιο σκοτεινό

Ιδρωμένες λέξεις

Στον μαραθώνιο των ψυχών και της αγάπης

Καταρρέουν άξαφνα

Και λιώνουν σαν μελάνι στο χαρτί


Σαν φυτίλι στην βόμβα της ησυχίας

Μια μαχαιριά ευσπλαχνίας

Πάντα πετούσα μοναχός

Οι νύχτες σαν ρολόγια χωρίς δείκτες

Αστέρια δίχως λάμψη

Ανακόλουθες κατατονικές υπάρξεις

Ξεψυχούν

Αργά-αργά

Γλιστρώντας ανέμελα και ουρλιάζοντας

Πάνω στις ριπές του παρόντος

Στη σφαίρα του ‘’τότε’’

Σαν μηδενική στιγμή σε μια γυάλα μηδενικής ροής


Σαν αναπνοή στο νερό

Πανικόβλητοι

Αστεϊσμοί

Μικρά παιδιά στη στέρνα των ζώων

Μια φτώχια ψυχική

Μικρά πρόσωπα σε ένα κελί φτιαγμένο

Από μένα για μένα

Μικρά πρόσωπα στην χαραυγή του νου

Ξυστά περνούν τα δάχτυλα

Από σένα


Σαν βήχας ετοιμοθάνατου

Στο κρεβάτι του πόνου

Ικέτης ξεψυχώ

Ικέτης δε μπορώ

Ζωντάνεψα και επιτηρώ

Με γεννήσαν στάλα-στάλα

Το βράδυ κέρμα στο δοχείο

Το πρωί ενοίκιο

Στο ψυχικό πανδοχείο


Σαν κούφια προσευχή

Θεοί

Μικροί

Θεοί αστείοι

Θεοί

Ανθρώπινοι


Να πέσω να κοιμηθώ

Wednesday, December 05, 2007

Υποκριτική Ινσόμνια

Σε μονοπάτια σχιζοφρένειας
Ανταλλάζουν ματιές οι κρυφές φωτιές της ψυχής μου
Σαν γυαλί κουρασμένο που όλο σπάει
Σε ένα κρεβάτι άυπνο
Φωλιάζει η νύχτα μου
Άρρωστη και νωχελική
Φρικτή και κουρασμένη
Και άλλοτε πάλι σε μια γωνιά κουλουριασμένος
Κλέβω τις δίνες χαράς
Που μ’αγγίζουν σαν αγχόνες
Σε ψεύτικα δωμάτια συναισθημάτων
Ένα ρολόι αλλαγής που ολοένα και λιώνει

Πληγές επώδυνες που μοιάζουν με καράβια
Που αρμενίζουν
Στην θάλασσα του σώματος μου


Saturday, November 24, 2007

Μπαρούτι στη φλέβα

Τρελαμένες αναλαμπές ευθυμίας

Μπαρούτι σε φλέβα

Πεσμένος στο πάτωμα του εργοστασίου συνειδήσεων

Ένα κυκλοθυμικό κομφούζιο

Στην πόλη των ασθματικών τροχαλιών

Μια σκέψη σαν ζουρλομανδύας σαλεύει πάνω στο διψασμένο σώμα μας

Ελεύθερο τραίνο, αγγίζω το άπειρο

Ασπάζομαι το τώρα

Και αγκαλιάζω το παρελθόν


Μπαρούτι σε φλέβα

Δηλητήριο στο μυαλό το κοινωνικό νέφος

Σπιράλ όνειρα αγωνίας

Πλημμυρίζουν το μεθυσμένο μου ποτό

Κλείνω τα μάτια

Μια σιωπή σαν ναρκωτικό

Ένα σκότος νοερό

Εισπνέω ζωή

Και

Εκπνέω μπαρούτι

Μπαρούτι στη φλέβα

Έκρηξη

Thursday, November 22, 2007

Κοινωνικός Ιδρώτας

Αντίστροφα παραπατώ στην πεθαμένη δόξα

Δεμένος χειροπόδαρα αυτοκτονώ

Και αγγίζω παραμιλώντας το νοητό σεντούκι

Σκέψεων

Αμαρτωλών χαμένων και πτωχών

Σε μια ανάπηρη σιωπή

Στον καιάδα της νιότης

Σε ένα ποίημα αγκαθωτό

Και ατενίζω εμένα σε έναν

Ορίζοντα θανάτου

Στην έκλειψη του ελπιδοφόρου ηλίου

Κτυπώντας την πόρτα του μέλλοντος

Ερωτοτροπώ με το παρελθόν

Saturday, November 10, 2007

Δεν ειναι νοσταλγία

Ναυαγός στα πιο μικρά ‘’γιατί’’ του κόσμου

Στα ψεύτικα λογύδρια των ηρώων

Στα ρομαντικά αποφθέγματα των σαλεμένων

Μια νοσταλγία πονεμένη

Αναπολώντας το τι μας μένει

Μια γλυκιά ριπή μοναξιάς

Από το όπλο της σιωπής

Στην κρυφή σου φαντασία

Χορεύω στροβιλίζοντας γύρω από τα νοητά χαμόγελα

Ανόητα δάκρυα και ανόητες αγάπες

Σβήνουν σαν τσιγάρα

Και η κατάληξη, ‘’καρκίνος’’

Στο άψυχο σου σώμα

Την νιώθω την ησυχία

Συνοδοιπόρος στις θάλασσες της ζωής

Κλεισμένοι σε ένα σεντούκι θησαυρών

Πειρατές των θεών

Από τη μια

Αστέρι

Και απ’την άλλη

Θυμωμένο

Αγέρι

Sunday, October 28, 2007

Miles Become Smiles (Dedicated To Z)

Μiles become Smiles

Dead in a thoughtful matter of speak

Far away from any distortion

Poking my dreams with a black stick

Strolling away from you

My soul just can’t stand your potion

Kill me just kill me

Not good enough to kiss me

No one’s gonna miss me

Miles become smiles

Down with your eyes

Maybe I’m dead

Can’t you hear the music as it rides the wind?

Bind

Bound to your eternal greatness

There’s no easy way to hell

There’s no easy way to tell

If I’m in love

With you

What did I have?

What did I gain?

I lost it all

With a little bit of pain

Friday, October 19, 2007

Δεν κάνει κρύο όπως άλλοτε

Δεν μπορώ άλλο νεκρός σε μια στημένη ουτοπία

Σφαίρες στο ρεβόλβερ της απραξίας

Ψυχικές υπογραφές πάνω σε πτώματα αθώων

Ελεύθερα νοητικά κύματα στον αέρα

Σαν ραδιόφωνο

Σαλεύω με το πρώτο αγέρι

Στο κάστρο της ηρεμίας μαύρο περιστέρι

Στο ποίημα μιας αγάπης

Στίχος δίχως αντίκρισμα


Καβάλα στο ηλιοβασίλεμα

Με έναν παλιό σκαραβαίο

Ο γύρος της γης

Σε μέρες νοητικής παρανόησης

Παλεύοντας με τα κύματα

Μιζέριας

Και μαύρης καταχνιάς

Στο άσπρο το φόρεμα της ζωής

Τυλίγομαι για να αγγίξω

Εσένα

Και δεν μπορώ


Δακρύζοντας καταρρέω

Στα λιωμένα καταστρώματα της πραγματικότητας μου

Σε ένα καράβι φωτιάς αρμενίζω

Στα πιο εύφλεκτα υλικά της ψυχής μου

Δυναμίτης

Εκεί που δεν πιάνει το φως

Πέτρες μαυρισμένης ατέλειας


Είναι σαν να παραπατάς σε ένα σαραβαλιασμένο αστέρι

Και σαν βρίσκεις την ισορροπία σου να πέφτεις

Στην άβυσσο

Friday, October 12, 2007

Oνειροναυτική. Κεφάλαιο 8


‘’Καμιά φορά με βρίσκει το σκοτάδι μόνο να αναρωτιέμαι αν έπραξα σωστά σε διάφορες περιστάσεις της ζωής μου.

Και επάνω στο τέλος του παιχνιδιού μου, στο τέλος αυτού του θεσπέσιου ονείρου με βλέπω να αγγίζω το απέραντο παρόν. Την μορφή σου που ξεπροβάλλει πίσω από το άσχημο σκότος.

Μια πεταλούδα μικρή που σπαρταράει επάνω στο σώμα μου.

Στις πληγές μου.

Σε ένα αστέρι ονειροναυτικής.’’

Μιλούσε μόνος του συχνά, λες και είχε κάποια ψύχωση με τον εαυτό του σε σημείο που τον αναγνώριζε σαν τρίτο πρόσωπο που ήταν εχθρικά διακείμενο προς αυτόν.

Και έκλαιγε μόνος τα βράδια, δεν το θέλε έτσι κι αλλιώς…. Οι φλόγες που έκαιγαν μέσα του προ πολλού είχαν σβήσει μαρτυρικά επάνω σε μαύρα κάρβουνα που θύμιζαν τις πικρές αναμνήσεις. Σαν ένα άδειο κουτί μουσικής, απ’αυτά που όταν τα ανοίγεις παίζουν μια νοσταλγική νότα παράνοιας.

Όταν καθόταν στο γερασμένο τραπέζι του και αρμένιζε στο πέλαγος των γραπτών του, μονάχα μια σκέψη πηγαινοερχόταν ανέμελα μέσα του.

Την ζωή την είχε διώξει προ πολλού έτσι κι αλλιώς.

Κι όμως αυτή ήταν ακόμα μέσα του σαν κακομαθημένο παιδί.

Η σκέψη επέμενε υστερικά και τον βασάνιζε. Την αγάπησε εν τέλει και την άφησε να γίνει μέρος του, κομμάτι του.

Και κοίταζε συχνά έξω από το παράθυρο έτσι μονάχος που ήταν…….

Κλεισμένος σε ένα γρανάζι της καρδιάς…

Ήταν ξημερώματα Κυριακής όταν ο Ονειροναύτης προσπαθούσε να κοιμηθεί.. Δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, καθώς οι σκέψεις του δεν τον άφηναν συχνά να κοιμηθεί. Καμιά φορά είχε και πονοκέφαλο, θαρρώ πως ήταν και ημικρανίες.

Έτσι κι αλλιώς, αυτή τη φορά κοίταζε με νοσταλγία τον άσπρο τοίχο του δωματίου του. Ήταν τόσο άσπρος, σε σημείο που να τον ζηλεύει τόσο πολύ… Τον χτύπησε με την οργισμένη γροθιά του τόσο δυνατά που μάτωσε.. Ο πόνος τον έκανε να αφήσει από τα βάθη της ψυχής του μια κραυγή που θαρρείς πως κάποτε αυτή θα ήταν ένα μαχαίρι κοφτερό. Ζήλευε την ηρεμία του τοίχου. Το να σαι ανέμελος μέσα στη βρωμιά. Το να ξέρεις ότι δεν είσαι καθόλου βρώμικος. Ένιωθε βρώμικος, πολλές φορές, και έπεφτε στα γόνατα του και παρακαλούσε τον Θεό –που στην τελική δεν πίστευε ότι υπάρχει- να τον βοηθήσει. Ήταν ένα στήριγμα κι αυτό. Δεν το προκάλεσε ο ίδιος.

Δεν μάτωσε μόνο το χέρι του μα και η ίδια η ψυχή του..

Δεν άφησε λοιπόν τον πόνο να τον οδηγήσει σε άγνωστα μονοπάτια αποκλεισμού, αλλά αποκοιμήθηκε με το αίμα να ρέει άφθονο. Ξύπνησε γεμάτος αίματα.. αισθανόταν μια ελαφριά αδυναμία και τα μάτια του είχαν θολώσει σαν να είχε εισβάλλει το κρύο μέσα του. Άρχισε να ψιθυρίζει κάτι ακατανόητα στιχάκια που είχε εφεύρει όταν πέρναγε τον χρόνο του παρακολουθώντας την αγαπημένη του Πεταλούδα στο πάρκο κοντά στο σπίτι του. Ήταν τόσο χαρούμενος που είχε βρει κατι τόσο όμορφο τότε ανάμεσα στην ασχήμια που της αφιέρωσε ολόκληρη την ποιητική του συλλογή. Της αφιέρωσε την παράνοια του, της έδωσε το μοναδικό του αστέρι, την πατερίτσα του που τον βοηθούσε όταν αισθανόταν ψυχικά ανάπηρος.

Ζαλισμένος σηκώθηκε και συνέχισε να παραμιλά.

Στο νου του ήρθαν διάφορα περιστατικά απ’την ζωή του και σα να μιλάει σε κάποιο άλλο άτομο απευθύνθηκε διστακτικά στον πίνακα που είχε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο και που τον είχε κρεμάσει πρόσφατα στον τοίχο του δωματίου του, έτσι για το γαμώτο, για να ομορφαίνει το παλιό μπετόν.

’Μ’αρέσει που κάθεσαι σαν ανόητος και με κοιτάς. Μια χρωματική πανδαισία όλη δική μου. Είναι τόσο αηδιαστικό το πόσο όμορφα με αγαπάς. Θλιμμένα σε παρακολουθώ όταν μπαίνω, όταν βγαίνω και όταν αγαπώ. Όταν πίνω τον σάπιο καφέ της πόλης και όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ, όταν ψέμα πάνω στο ψέμα ισορροπώ σαν ακροβάτης επάνω στα χάπια που καταναλώνω για πλάκα πια’’

Ο πίνακας φαινόταν ανήμπορος να του απαντήσει, λες και θα μπορούσε. Το περίμενε ακόμη κι αυτό.. Πίστευε ότι αφού και οι πιο ηλίθιοι μιλάνε, τότε ακόμη και ένα άψυχο πράγμα όπως ο πίνακας που αντιπροσώπευε κάτι το τόσο όμορφο γι’αυτόν, θα του έλεγε κάτι συναρπαστικό. Ίσως και να του πασάλειβε τα δικά του χρώματα στην ψυχή του.

Τον κοίταξε καλά καλά για 2 λεπτά και συνέχισε την πορεία του σχεδόν παραπατώντας. Έβηξε για να καθαρίσει ο λαίμος του, τον είχαν λιώσει τα πολλά τσιγάρα και το ανόητο ποτό που στάζει σαν φαρμάκι μέσα του. Του καίει τα σωθικά και μόνος προσπαθεί να αποδράσει.

Βγήκε στο μπαλκόνι του και γούρλωσε τα μάτια του για να δει το απέραντο χάος της μεγαλούπολης. Δεν του προκαλούσε έκπληξη πια η αηδία αυτής της πόλης. Ήταν λες και αισθανόταν πια μια αγάπη για τους ηλίθιους και για τα αηδιαστικά στήθη της πόλης του. Μια χαραγμένη πεδιάδα, ένα πληγωμένο <<είναι>> με μπόλικο <<καθόλου>>. Αμέσως, άρπαξε το ποτήρι του από το τραπεζάκι του και ήπιε τον αηδιαστικό καφέ του με μανία, λες και προσπαθούσε να τον κατεβάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην μυρίσει την σαπίλα που όπως χαρακτηριστικά έλεγε, τον έχει αγκαλιάσει. Δυστυχώς η πικρή γεύση του χάραξε νοητά την γλώσσα και σούφρωσε τα χείλη του καθώς ένιωθε αυτή την απογοήτευση.

Άξαφνα κάποια ηχητικά ίχνη μιας μουσικής ομορφιάς αγκάλιασαν τον εγκέφαλο του Ονειροναύτη. Κοίταξε πανικόβλητος γύρω του…αισθανόταν πως κάποιος τον κορόιδευε. Πως κάποιος έμαθε την ψυχή του και πέταξε μέσα του με νότες. Μουσικά αεροπλάνα που προσγειώνονται γοερά επάνω σε επιβλητικά πεντάγραμμα. Συνειδητοποίησε λοιπόν πως αυτή η μουσική που άκουγε ερχόταν από το απέναντι διαμέρισμα. Εκεί έμενε μια κοπέλα, το όνομα της δεν το είχε ακούσει και ποτέ. Δεν τον ενδιέφερε να μάθει και πολλά πράγματα για τους γείτονες του, καθώς ήταν αρκετά μοναχικός τύπος. Πολλές φορές ξεμονάχιαζε τις σκέψεις του σε παγκάκια του πάρκου και προσποιούταν πως είναι φίλοι του ή ακόμα και ερωμένες του. Ήταν η μοναδική λύση για να μην τα χάσει, για να μην τρελαθεί ή ακόμα και να πέσει κάτω νεκρός. Για πολύ καιρό, η σκανδάλη φάνταζε σαν ένα ιδανικό τέλος σε ένα θρυλικό κεφάλαιο θλίψης.. ή όχι μάλλον, ένα κεφάλαιο απόγνωσης.

Κοίταξε λοιπόν με μια δόση περιέργειας το παράθυρο του γειτονικού σπιτιού και είδε μια πανέμορφη κοπέλα, που την διαπερνούσε μια ολοφάνερη αίσθηση γαλήνης. Τα μάτια του γέννησαν το μοναδικό δάκρυ χαράς στην ζωή του. Αισθάνθηκε ότι αγάπησε έστω και λιγάκι κάποιον άνθρωπο τόσο πολύ… Ήταν λες και αφέθηκε στον καλπασμό ενός άγριου αλόγου σε μια πεδιάδα αστεριών. Μανιασμένα χτυπάνε οι οπλές του αλόγου στο άγονο έδαφος και όπου πατάει φυτρώνουν πολύχρωμα λουλούδια. Ο ήχος του καλπασμού φάνταζε τόσο αληθινός στο κεφάλι του, στην ψυχή του που κοίταζε με προσήλωση την μορφή της κοπέλας. Την φανταζόταν να ανεβαίνει πάνω στο άλογο και να την κοιτάει με ζήλεια.

Ήθελε τόσο πολύ να πέσει κάτω και να κλάψει.

Τα χέρια του έτρεμαν και δάγκωνε τα χείλη του όσο πιο δυνατά μπορούσε για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Τα χείλη του μάτωσαν ασυναίσθητα και δεν έκανε καμία κίνηση, σαν να μην το κατάλαβε καθόλου. Η κοπέλα του προκαλούσε εσωτερικές αναταραχές, λες και ένας ολόκληρος πόλεμος μαινόταν μέσα του. Ένα ντελίριο γλυκού πόνου του έσκιζε τα σωθικά. Έσυρε το χέρι του πάνω στα πυκνά του γένια και τα θέρισε απαλά…

Έμοιαζε με κάτι τόσο ουτοπικό.. η πόλη δεν ήταν πια τόσο άσχημη.

Η πόλη φιλοξενεί νεραΐδες.

Θυμήθηκε τα παραμύθια που του έλεγαν όταν ήταν μικρός, όταν καθόταν στα γόνατα της γιαγιάς του ή στο παιδικό του κρεβάτι, εκεί που όλα ήταν τόσο όμορφα σαν την σταγόνα που πέφτει από τους κόκκινους γκρεμούς ενός τριαντάφυλλου. Εκεί που τον νανούριζαν με τα τραγουδάκια και τα χαρούμενα αστειάκια που τώρα φάνταζαν τόσο μακριά. Όλα ήταν πια δεμένα με την πιο αισχρή αλυσίδα που υπήρξε ποτέ, την λησμονιά, στο πτώμα της παλιάς του αγάπης. Της παιδικής του αγάπης. Δεν ήτανε κοπέλα, ήταν το άτομο που φανταζόταν ότι υπάρχει μέσα του. Μια νοητή αντίθεση του εγώ του. Η πηγή του σήμερα και η αρχή του ήταν κρυμμένες εκεί μέσα.

Με ένα πικραμένο ‘’γιατί σε μένα?’’ , άφησε τα αποτυπώματα του επάνω στην σκηνή του πιο αιματηρού ψυχικού φόνου της ζωής του. Η κοπέλα, αν και νεραΐδα, τον έκανε να καταρρεύσει και να κοιτάξει με τρόμο τον εαυτό του.

Την φανταζόταν να τον κοιτάει με αηδία και να προφέρει σπαστές φράσεις από τα ροδοκόκκινα χείλη της.

Την φανταζόταν να τον κοιτάει με αυτό το βλέμμα που μοιάζει με στιλέτο.

Του μάτωνε η ψυχή και έτρεμε συθέμελα μόνο και μόνο στην ιδέα αυτής της πραγματικότητας. Πώς θα ήταν δυνατόν να τον κοιτάξει αυτός ο άνθρωπος? Όχι ερωτικά, άλλωστε ο Ονειροναύτης δεν γνώρισε ποτέ τον έρωτα αληθινά. Η αγάπη του φάνταζε ενδελεχής και εντελεχής αλλά και συνολική επάνω στα μαύρα κατάστιχα της ζωής του. Στις γκρι σειρές του σεναρίου της ζωής του.

Συνέχιζε να την κοιτάζει και να της γδύνει την ψυχή με το βλέμμα του.

‘’Γλυκό κρασί, γλυκό ποτό

Με δυο αστέρια γίνεται πικρό

Λουλούδια ξαπλωμένα

Στην καρδιά καρφωμένα

Μην με κοιτάς

Μην μ’αγαπάς.’’

Ξέσπασε σε λυγμούς, τα δάκρυα του ήταν σαν καταρράκτες σε ένα σύνολο κατάντιας. Το χέρι του χτυπούσε μανιασμένα τον τοίχο και ψέλλιζε σχεδόν φωναχτά την ίδια λέξη συνέχεια.

‘’Ανάθεμα σε’’

‘’Ανάθεμα σε’’

‘’Ανάθεμα σε’’

Έπεσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του.

Προσπάθησε να βγάλει την κοπέλα από το μυαλό του μα δεν μπορούσε.

Τελικά η ζωή δεν σ’αγαπάει.

Μια σφαίρα στην κάνη και σε εκτοξεύει στην ασχήμια της ομορφιάς

Saturday, October 06, 2007

Σε μια πολυ μικρή στιγμή το σύμπαν εκρήγνυται (Νάσος & Βιβή)


(Το κάτωθι ποιήμα έχει γραφτει απο μένα και απο την Βιβή. Της το αφιερώνω και θέλω να το χει συντροφιά όταν δεν νιώθει καλά. Γιατι Βιβή μου, μπορεί να μαστε μόνοι μας, μα οταν δεν μας φτάνουν οι στιγμές...κάποιες λέξεις ειναι θησαυρός. Πίστεψε με.. το πάντα δεν είναι μάκρια.)

[Νάσος]

Το άπειρο είναι πολύ λίγος χρόνος μπροστά στο τίποτα

στις πράξεις του χθες και στα ποτέ του αύριο

σε μια λίμνη που ναι σαν καθρέφτης κοιτώ και με θυμάμαι

σε ψέματα θολά χορεύω τολμηρά

και κλείνω την αυλαία με μια αλήθεια μοιραία

νεκρός στην ανάπαυλα της στιγμής

στο διάλλειμα για ξεκούραση

[Βιβή]

Μοιάζει ο παράδεισος να είναι μακριά

δύσβατα μονοπάτια δυσκολεύουν τους ρομαντικούς

και εγώ γυμνή από άμυνες που σε προφυλάζουν από τον πόνο

και μακριά από ψήγματα ελπίδας και ζωής

αναζητώ το νόημα ενός ταξιδιού αμφίβολου και ανασφαλούς

την ώρα που η απόγνωση φωτίζει

τούτο το βράδυ.

[Νάσος]

Ξαπλωμένος στην ουράνια πανδαισία

Ατενίζω τα μικρά αστέρια

Ακούραστα καλπάζουν τα κύματα της στιγμής

Και συνθλίβονται ανέμελα με ένα προφητικό χαμόγελο

Στους βράχους των αιώνων

Και εξαντλημένα εκπνέουν

Αφήνοντας πίσω μια τζούρα μοναξιάς επάνω στο δάχτυλο σου

Μια σπίθα θαρρώ θα ναι φωτιά

Στην καρδιά μου πάλι

Στην σκιά της λυπημένης τσουλήθρας

[Βιβή]

Και καθώς πλησιάζει το χάραμα, καθώς πλησιάζει η αυγή

μην με ψάξεις.

δεν θα μαι ούτε στις μελαγχολικές μελωδίες φιλόδοξων τραγουδιών

ούτε στα κρυμμένα νοήματα άδοξων ποιητών

ούτε καν στις κουΐντες που κρυβόμουν όταν φοβόμουν την σκηνή.

γιατί θα χω γίνει όνειρο που πικρά θα σε στοιχειώνει

καθώς πλησιάζει η αυγή

[Νάσος]

Μια λυπημένη πανδαισία χρωμάτων σαν ψυχεδελική αστάθεια

Μια μάσκα της ευτυχίας

Σε δυο κουτάκια ψέμα αρμενίζω

Σαν ένα πλοίο που μπατάρει

Ναυτικός εγώ

Δεν αντέχω το βάρος άλλο πια

Τα δυο μου φτερά με χάνουν πια

Κρυμμένα αποφθέγματα σε θέματα

Ληγμένα αποθέματα

Της ζωής τα τέρατα.

[Βιβή]

Δεν θέλω ποτέ να δείξω τι νιώθω όταν πονάω

γιατί είναι δικό μου

κρυμμένο μυστικό το φυλάω στους δαιδαλους της ψυχής μου.

και ακόμα κι εκείνες τις στιγμές

που θαρρείς πως η καρδιά συνθλίβεται-μην φοβάσαι!

εγώ -κρυφά- γελώ

και του είμαι ευγνώμων

γιατί έδωσε ακούσια στην καρδιά μου παλμό

[Νάσος]

Σαραβαλιασμένα βιβλία

Μουλιασμένα απ’το κλάμα

Φορείς αναμνήσεων

Πίκρες

Σε ένα φανάρι σε άφησα κάποτε

Στην διάβαση της ζωής

Πίστεψε με

Θα σε βρω στην άλλη μεριά

[Βιβή]

Νάσο, δεν μπορώ.

δεν μπορώ να βγάλω πόνο σε αυτή την πρόταση

[Νάσος]

Είναι γιατί μας κρατάνε συντροφιά οι στιγμές

Είναι μοναδικές και ανεπανάληπτες

Να τις προσέχεις

Και μη πέφτεις χαμηλά

Ένα κομμάτι

Ζούμε..

Friday, October 05, 2007

Happy Pills 2


Επάνω στην θλίψη μου

Μοναδική μου συντροφιά

Επάνω στην οργή μου ηρεμία σε ξέφωτο

Ήλιος στο σκοτάδι

Νωχελικές κινήσεις

Με μια γουλιά σε καταπίνω

Και

Χάνομαι στο είναι σου

Ζαλίζομαι

Χρόνια είχα να νιώσω έτσι

Ηρεμία

Ευθυμία

Σε έναν τέλειο κόσμο θα ήσουν άνθρωπος

Σε μια στιγμή θα ήσουν ευτυχία

Επάνω στο τρενάκι της χαράς

Μπαίνεις μέσα μου και απλώνεσαι παντού

Σαν δίχτυ με παγιδεύεις και

Ξεχνάω

Σαν γυναίκα με παιδεύεις και

Μεθάω

Γλυκό νέκταρ

Σε λησμονώ

Δεν είσαι εσύ για μένα και ουτε γω για σένα

Μου το είπαν άλλοι.

Και σαν το πιο γλυκό μου ψέμα

Θα τελειώσεις και συ

Θα με αφήσεις

Μόνο που εσύ τουλάχιστον

Κράτησες υποσχέσεις

Μια στιγμή

Ανακυκλωμένη στο μυαλό μου

Ισουται

Με μένα στον σταυρό της μοναξιάς

Σε δυο βρώμικα δωμάτια

Η καθαριότητα

Ασυναρτησίες

Μια λογική

Θα μια πάντα happy?

Things are obvious

We hear the same fucking word over and over

But we never realize the corruption around us

It’s black paint

It’s my friend

He knows me

Rescue me

I neeeeeeed you

I had a friend

He knows how to make me happy

Monday, September 24, 2007

Σουρεάλ αστεία στον κύβο μαζί με αστέρια

Δεν ξέρω τι θες να πεις διάολε

Αλήτες πάνω σε ατζέντες θανάτου

Η βρωμιά πάνω μου σαν μπογιά ζωγράφου σε καμβά

Και το τσιγάρο συντροφιά σαν μια πουτάνα

Σεξουαλικές περιπέτειες

Μαζί με το αστέρι

Κλεισμένα σε ένα ντουλάπι είναι τα χάπια

Και κάθε φορά που πονώ

Παίρνω κι από ένα

Περπατώ σαν ζαλισμένος

Κοιτάω σαν ηλίθιος

Τα μαλλιά μου είναι σκατά

Μήπως έγινα πολύ σκληρός?

Όχι, μάλλον η ζωή είναι πολύ soft για μένα

Κλόουν και ιστορίες

Σε μια κουκίδα ελευθερίας

Πάνω στην αστρική προβολή της Αθήνας

Αντικατοπτρίζεσαι

Με μια μοναδική στάλα ομορφιάς

Στα περιθώρια της ηδονής

Στα σκαλοπάτια της αποστασιοποίησης απ΄το παρόν

Εμφανίζεσαι παγωμένη

Και κλεινόμαστε άξαφνα σε ένα σεντούκι ρόλων

Εκεί που το εγώ μου γίνεται εσύ

Και το εσύ γίνεται εγώ

Σαν ηθοποιοί σε ένα θέατρο μιας επαρχιακής πόλης

Μαζί σε ένα ντουέτο μουσικής

Η νότα το αστέρι μου και συ το πεντάγραμμο

Μικροί φαινόμαστε

Λες και είμαστε αστείοι

Πρωταγωνιστές σε ένα δράμα χτυπημένο

Σαν παιδί που πεσε απ’το ποδήλατο

Στο πιο μικρό παράπονο

Στον απόηχο των λέξεων

‘’με αγαπάς?’’

Εκεί κρύβεται το δάκρυ μου

Saturday, September 22, 2007

Eίμαι κουρασμένος


(Νεκρός μπροστά σας?)

Στιγμές του καθρέφτη

Ατενίζουν το σαλεμένο παρόν

Με μια αηδιαστική απάθεια

Σαν τα τραγούδια δίχως κοινό

Σαν τα αστεία δίχως γέλιο

Μικρά ‘’ποτέ’’ αγκαλιάζουν τα χαμόγελα

Και πλημμυρίζουν τα σοκάκια των βλεφάρων

Με το πιο πικρό υγρό

Λουλούδια μοναξιάς φυτρώνουνε στον κήπο

Της ζωής

Μια απέραντη ομορφιά αηδιαστικής αντίθεσης

Η συνομωσία της ουσίας

Ο τερματισμός του απέραντου

Και τα πιο σκοτεινά σου αγγίγματα

Απορροφούν την δίνη

Της μικρής αγάπης

Εις των ονείρων την γειτονία

Πρόσωπα

Άσχημα και άμορφα

Κοιτάνε το χαρακωμένο γκρι

Και σαλεύουν σαν αυτόματοι χορευτές

Επάνω στην πίστα χορού της μοναδικότητας

Και στο τέλος

Πιωμένος και αφημένος σε μια γωνία

Ζωγραφίζω με το δάχτυλο μου

Σκέψεις και το πρόσωπο σου

Στο πιο βρώμικο σημείο

Γιατί όσο και να έψαξα

Δεν παύει να ναι ένα αλυσοδεμένο αστείο.

Sunday, September 16, 2007

Δεν εχει τίτλο


Μερικές φορές

Στο πουθενά ανήκω

Μερικές φορές

Στο μηδέν εξυψώνομαι

Μερικές φορές

Στο χώμα πέφτω

Μερικές φορές

Σε αγαπάω

Μερικές φορές

Προσπαθώ να με αντικρίσω στον καθρέφτη

Μερικές φορές

Με κοιτάω

Μερικές φορές

Κλείνω τα μάτια

Μερικές φορές βλέπω εμάς

Μερικές φορές

Δεν βλέπω τίποτα

Μερικές φορές

Βλέπω και σένα

Μερικές φορές

Βλέπω μια μαυρίλα

Πάντα όμως

Μένω μονάχα στο μερικές φορές.

Ποτό


Μου θύμισες τα μαύρα χρόνια

Εκείνα που μου άφησαν σημάδια στο σώμα

Η ζάλη μου η ίδια με τυλίγει σε έναν εγωισμό

Με σκοτώνει

Με διαλύει

Με συνεπαίρνει

Πετάω


Friday, September 14, 2007

Σε μια ελλειπτική τροχιά παράνοιας


Βράδυ θαρρώ πως ήταν

Στα πορφυρένια μονοπάτια της ζωής μας

Σε δυο σελίδες κλάμα

Υπήρξαν όλοι σαν πασαλειμμένο μελάνι

Μια σιωπή ίπταται πάνω απ’τα χαμογελά μας

Ριγμένα τα βλέμματα στον καιάδα της ανήσυχης ψυχής μου

Ώρες ατελείωτες μέσα σε μια στάλα αλκοόλης

Στους ψίθυρους του κρασιού

Βρεγμένα χείλη με δυο στάλες ψέμα

Κουρασμένα μάτια

Πρησμένα φαίνονται πως είναι

Οι φλέβες σαν αλυσίδες τα αγκαλιάζουν

Πέφτουν αναίσθητα πάνω στο χαρτί και χάνονται

Και μόνος πάλι

Η σιωπή ελίσσεται ταχύτατα στους παρανοϊκούς έλικες της κάμαρας μου

Σαν τα σκουριασμένα γρανάζια στο σαραβαλιασμένο παιχνίδι

Μια δήθεν απάντηση

Κατεβαίνοντας στο έρεβος παρέα με το χάος

Κλεισμένοι σε έναν κύβο απέραντης μανίας

Χαράζουμε τους γυάλινους τοίχους με λέξεις

Ώσπου να σπάσουν

Και τα κομμάτια –χίλια θαρρώ πως θα ναι-

Να κόψουν εκατομμύρια δάχτυλα

Wednesday, September 12, 2007

Με μένα μοιάζει η μοναξιά


Κι όμως

Δεν αντίκρισα ποτέ τον θάνατο με τα ίδια μου τα μάτια

Τον άκουσα να με αγκαλιάζει κρυφά στα ποιητικά μου μονοπάτια

Στα πιο κρυφά μου όνειρα

Αρπάζοντας τα δυο μου κομμάτια

Ψυχή και σώμα

Κλεισμένα σε μια ψεύτικη στιγμή

Αναμοχλεύουν την ίδια την ζωή

Ψάχνοντας για το απέραντο τίποτα στην κατοικία των παιδικών μου στιγμών

Σε πάρκα σε πλατείες

Εμπνεύσεις

Που μοιάζουν σαν ξυράφια

Χαράζουν την μονότονη σταθερότητα της επικίνδυνης ρουτίνας σας

Στιγμές παράνοιας δακρύζουν μέσα σε δωμάτια λογικής

Και φεύγοντας αφήνουν μια βόμβα αναμνήσεων στην αγκαλιά μου

Μια βόμβα που δεν θα ήθελα ποτέ μου να την πετάξω

Χίλιες στιγμές

Με μένα μοιάζει η μοναξιά

Σαν το αστέρι της βραδιάς που αντικατοπτρίζεται στα παγερά της μάτια

Μοναχό του και αγέρωχο

Αγγίζει την αιωνιότητα

Και όταν ο κόσμος με ξεχάσει και όταν εσύ με λησμονήσεις

Φοβάμαι θα ναι πλέον αργά

Φοβάμαι πως τα δάκρυα θα έχουν γίνει αλυσίδες

Σε φυλακές παρελθόντος

Με μένα μοιάζει η μοναξιά

Με κιτρινισμένα ντουβάρια στο δωμάτιο των παιδικών μου χρόνων

Με ένα παιχνίδι σαραβαλιασμένο

Στην άκρη της αναμαλλιασμένης φαντασίας

Με μένα μοιάζει η μοναξιά..

Με μένα μοιάζει φιλε.

Tuesday, September 11, 2007

Όλη η ζωή μου σε fast forward


(η επιλογή της φωτογραφίας ήταν για καθαρά ποπ-αρτ λόγους aka το παίζω κουλτουριάρης)

Δεν θα την αποκαλούσα πόρνη πια

Λες και το ήξερε από μόνη της

Σαθρά ατενίζει

Τον αιώνιο χρόνο

Εγκάρδια αγκαλιάζει

Την ατέρμονη μονοτονία της υπάρξεως

Σε δυο σκαλιά χρόνου τελειώνει

Το

Είναι

Και αρχίζει το τίποτα

Monday, September 03, 2007

Εγώ αυτή και η άλλη


Εναλλακτικές στιγμές πραγματικότητας εκσφενδονίζονται βίαια

Επάνω στα κουρασμένα ντουβάρια του χρόνου

Και σιωπηλός ο μικρός αλήτης

Στοχάζεται την πίκρα της αλήθειας που γερνάει μαζί σου

Έρωτας με το ψέμα

Αγάπη μέσα σ ένα άψυχο δέμα

Μια απέραντη κυκλική τροχιά ποιημάτων για μας

Μια μικρή στιγμή κούρασης σε ένα δρόμο

Και στα πάρκα αφημένο το κουράγιο

Ασπάζεται το τίποτα για άλλη μια φορά

Λέξεις δίχως βλέψεις

Σαλεύουν επάνω σε αμήχανα κόκκινα χείλη

Πόσο κοστίζει ένα φιλί?

Χωρίς τις λέξεις

Άλλωστε οι ώρες σταματάνε όταν βρέχει όνειρα

Στριφογυρίζεις

Και τσαλαβουτάς στις λακούβες με την λάσπη

Παρέα με την βρωμιά

Όνειρα παρέα με σκόνη

Μέχρι να μείνει μονάχα

……

Ένα αστείο δίχως γέλιο

Thursday, August 30, 2007

Μόνος με το μηδέν

Κουρασμένες υπάρξεις στα παμπάλαια δωμάτια του ξενοδοχείου των ονείρων

Συνέπειες και αστεία

Φοβισμένα χαμόγελα που ακροβατούν στην κυκλική μανία της ύπαρξης

Μια ατέρμονη πορεία προς το άπειρο

Με στάση το πουθενά

Επάνω σε ένα αστέρι από τα μάτια σας

Υποσχέσεις και τρέλα

Με μια καταθλιπτική κάθοδο στο παρόν

Σαν αλλοπαρμένος ταξιδιώτης

Friday, August 24, 2007

Life on mute

Τα σκουριασμένα μου χέρια βυθίζονται στην λησμονιά του χρόνου

Απελπισμένοι ψίθυροι μπλέκονται γύρω από ρομαντικές νότες

Και εγώ μόνος κοιτάω απ’το παράθυρο

Αστέρια και βροχή

Όλα μαζί αγκαλιασμένα σε μια ουτοπία

Την δική μου ουτοπία

Μουτζούρες στον τοίχο πίσω μου

Μια απέραντη παράνοια

Διαγράφεται ιδανικά επάνω στο μουδιασμένο μου σώμα

Και το ξημέρωμα αργεί

Μια ώρα μόνο θα ήταν αρκετή

Πίσω από μια σκανδάλη κρυμμένος και πίσω από λόγια

Χαμένος κάπου στο απέραντο μαύρο

Με μαύρο χρώμα

Μαύρη ψυχή

Το πένθος

‘’Στα μεγάλα ‘’γιατί’’, πάντα να απαντάς ‘’Δεν ξέρω’’

Κάπως έτσι λειτουργεί..

Wednesday, August 22, 2007

Stirb Nicht Vor Mir


Πόσες εναλλακτικές πραγματικότητες να χωρέσουν μέσα σε μια ψυχή?

Στο τέλος της γραμμής εκρήγνυται η μοναδικότητα

Της στιγμής που σπάει την μονοτονία της σιωπηλής ματιάς

Ξεκρέμαστες αλήθειες αγωνιούν σε σοκάκια αυτοκτονίας για να

Σωθούν από την σπασμένη κασέτα που επαναλαμβάνεται

Οι νότες

Φύλακες της μουσικής

Αυτοκτονούν σταδιακά επάνω σε εκτροχιασμένα πεντάγραμμα

Οι ψυχές

Αστέρια της αγάπης

Συνουσιάζονται επάνω σε βωμούς μίσους

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι αγγίζω το κεφάλι μου και αναρωτιέμαι

Ξυπνάω?

Ξυπνάω νεκρός

Monday, July 23, 2007

Head Like A Hole

Απόπειρες νοητικής αυτοκτονίας σε ρετρό ιστορίες

Που αποτυπώνονται γοερά πάνω σε κιτρινισμένα χαρτιά με μια γέρικη πένα

Σαν άγνωστοι φίλοι χάνονται στην δίνη του παρελθόντος και αγγίζουν το τίποτα με μια ανείπωτη χαρά

Ψεύτικα κειμήλια ύπαρξης ατενίζουν την πνευματική μας ολοκλήρωση καθημερινά

στα διαμερίσματα που έσβησαν σαν φλόγα

στα λόγια που έφτυσαν οι οργασμοί των παρανοϊκών κυκλώνων της ψυχής σου

Αγέρωχα κοιτώ το σκουριασμένο μου σεντούκι

Κρεμασμένος κάτω απ’τα αστέρια μιας μάλλον ήσυχης νύχτας

Σε μια πόλη δίχως όνομα

Εκεί που ο ψίθυρος γίνεται χρήμα και η σιωπή αγέρας

Που καταβροχθίζει αδιάκοπα το δάκρυ της αντίδρασης που ίπταται πάνω από μας

Ο βιασμός της ψυχής σας

Κάτω απ’τα αστέρια θαρρώ πως είναι αδιάκοπος

Απέραντα ποτάμια ψυχαναγκαστικής ανατριχίλας κυλούν μέσα στην καταθλιπτική

ΔΙΝΗ

---

Head like a HOLE

---

(Χαρτιά, κι άλλα χαρτιά, πολλά χαρτιά…..πεταμένα όλα στην πιο σκοτεινή γωνία)

Tuesday, July 17, 2007

Ενα πικρό αστείο


Αυτό το πράγμα με σκοτώνει

Μου αφήνει στο κορμί ανεξίτηλα σημάδια σαν πληγές

Δαρμένος από σκιές και από φοβίες

Μόνος στην άκρη της παράνοιας που μ’αγκαλιάζει

Στο κρεβάτι σαν βρώμικος αλήτης

Στο κιτρινισμένο δωμάτιο

Σε μια μαύρη συνοικία φαντασμάτων

Κοιτάω ανέκφραστος την ανύπαρκτη συντροφιά

Που φεύγει σιγά σιγά απ΄την πίσω πόρτα

Σαν την πικρή γεύση που σ’αφήνει η προδοσία

Τα σακάτικα μάτια των αστείων ανθρώπων

Ένα μηδενικό θαρρώ πως είναι

Μπροστά στα γκρι μαστίγια του πόνου

‘’σωπάσανε’’

Ψιθυρίζει το παιδάκι που έμεινε στο παιχνίδι

Και ένα δάκρυ φεύγει με δύναμη απ’τα μάτια

Λες και ήξερε πως αμα φύγει…

Πως κάτι θα μείνει…

Μη φοβηθείς, ένα αστείο θα ναι, μια κωμωδία

Ένα γέλιο στην αντίπερα όχθη

Μια όμορφη κοπέλα

Που την λέγανε Ζωή

Και όμως γέρασε

Και πεσμένος στην μικρή γωνίτσα χαμογελάς

Να πάρει ο διάολος τους λίγους

Χαμογελάς

Τα μάτια σου αστράφτουν

Δεν ήτανε τυχαίο

Που σε είπαν άγγελο

Και σαν μια μέρα φύγεις

Πικρό το πεπρωμένο

Σαν των αρχαίων το ρητό

Μη κλάψεις και μη φοβηθείς

Αστέρι θέλω να σαι

Ασφάλεια στην καρδιά τους

Εφιάλτες ξυπνάνε σ’αυτους που δεν αγαπάνε

Μικρά κομμάτια ηρεμίας

Ακολουθούμενα από κομμάτια βιασμού της ψυχής

Το γνώριμο αίσθημα της μικρότητας

Της ταπεινότητας

Να σέρνεσαι στις λάσπες της ψευτιάς

Πιωμένος

Απ’τα χείλη σου θέλω να πιω και να ξεχάσω.

Προτού ακουστεί ο κρότος κι όλα χαθούν… αντίο

''Θα φύγεις καμιά μέρα''

Sunday, July 15, 2007

Κόκκινα μάτια



Το σουρεαλιστικό στοιχείο της φύσης σου καταστρέφεται πάνω στην ύπαρξη της

Σαν ψέμα πάνω σε μια άμαξα αυτοκαταστροφής

Που σέρνεται αργά πάνω στα καρφιά της πραγματικότητας

Και η καρδιά σου χάνεται σιωπηλά στους αμίλητους αιώνες που λένε παραμύθια

Μια στιγμή μονάχα να είχα

Και θα κράταγα για πάντα στο χέρι μου τον καθρέφτη της λήθης

Για να κοιτάω μια για πάντα τι θα μπορούσα να χα κάνει σε άλλες στιγμές

Σε άλλα μέρη

Σε δωμάτια ψεύτικα που χτίζονται σε προδομένες ψυχές

Και σαν το αμάξι που τρέχει τρελαμένο στον γκρεμό

Χτυπάει η καρδιά μου καθώς βλέπω το σκοτάδι να κάνει έρωτα με την λησμονιά

Σ’ακούω πόρνη, σ’ακούω!

Τα μάτια μου κλείνουν και πράγματι σε ακούω

Σ’ακούω.

Αυτό ήταν μια διαπίστωση.

Σ’ακούω όταν κλείνουν τα μονοπάτια για την κορυφή

Για αυτά που δεν μπόρεσα ποτέ να φτάσω

Ένα σημείο παραμόρφωσης των εικόνων της ευτυχίας

Που δεν μ’αφησες ποτε να αγγίξω

Παράνοια

Θα λεγε κανείς πως είναι

Αυτό που μου σκίζει

Τα σωθικά

Κάθε μέρα στου θανάτου την λευτεριά

Και σαν ηλίθιος ρωτώ

‘’Μήπως θα πρεπε να χα πατήσει την σκανδάλη της πένας?’’



[Μήπως θα πρεπε να ντρέπομαι που τα βράδια δεν κοιμάμαι? Οχι.. δεν θα το λεγα..
τουλάχιστον θα ξερω οτι δεν άφησα καμια στιγμή ανέπαφη. έκανα έρωτα με όλες]