Δε βράζουν μέσα σου τα σπλάχνα τ'αηδονιού, σπινθίρισμα με κρώξιμο λυπηρό
κι τα στήθια σου μια αναπνοή, το αγέρι προκαλούν σε σπινθιρομαχία
μια τα λυπηρά μου χέρια βυθίζονται στο οινοπνευμά σου και μεθώ και μια,
του ξημερώματος τα ταχταρίσματα κάθομαι και στοχοποιώ
μπας κι απαντήσει, το τσίπουρο κι ας βράζει, με γεμίζει μυρωδιές του κάμπου
Ελεύθερος στον οδυρμό, σαν σιδερόβεργα λυγίζει ο αστήρ στα όρια του ματιού
μα πιο πολύ πονεί τούτη απ'την αληθινή, σαν στις τόσες που θα λάβεις
ακούς με πόνο τις απραγματοποίητες σου πια ορμές και βλέπεις την ζωή σου
και σαν νυχτώνει, η μάνα νύχτα στο πέπλο σου σφιχτά πως σε θωρεί
γιατι το ψάθάκι σου ξέρανε ο αστήρ και πως φριχτά κροάζει στην νυχτιά χωρίς χρυσό
Στενάχωρα μου θώπευσες τα ροδαλά της μάτια, τ'αστρός ξημέρωμα τι κι αν!
φοβάσαι τους διάττοντες αστέρες, ο δικός μας χρώμα χρυσαφί σε μπλε μοκέτα
φοβάσαι τους διάττοντες αστέρες, ο δικός μας χρώμα χρυσαφί σε μπλε μοκέτα
αητό θυμίζει και την μέρα τους άλλους καβαλικεύει, μα νύχτα στεγνώνει
κι μια του καμπού τη σιγή ενθυμούμαι, τη διαμαντένια του ουρανού φωτιά
δεν είναι δαχτυλίδι, μα δέσμιος μαζί του στη λύπη μου κλεφτά θα ζω.