Monday, December 26, 2011

vaginas & alcohol



you'd be surprised for all the things, 
she forbid me from doing, the question-marks
that gave birth to tattooed embryos, raining down
the face, your mother's life, as an eczema
nevertheless
the drainage of your veins,
gives me reason to believe, gives me
chains, not to behave, but to be brave,
gives me fear,
you're just another flesh tattoo, a birth scar, nevertheless
you're a tumor, you're a cancerous disease,
you're depressive, you're benign
it doesn't matter,

what matters not, is your ability to reason,
the happiness inside your belly, feels like butterflies
exploding, in a nuclear parenthesis,
my cells, break down,
becoming cancerous as we speak,
but it doesn't matter, it doesn't give a shit
he's cancerous, he's brave
for kicking life
for giving life another chance to be shy
what matters not, is your ability to be incomprehensible
giving me, trust, care
just not to be cancerous

Friday, November 25, 2011

Le visiteur


δεν είναι η ζωή μια πενταροδεκάρα, να υφαίνει αραχνοιστούς πλούσιους
στα σωθικά σου μέσα, να ξεψυχά κάθε ίχνος βρώμικης, μεθυσμένης ζωής
στην τενεκεδένια σου ύπαρξη, στα ραγισμένα σου οστά
στην απειροελάχιστη γκαζιά της μοναξιάς πριν σε χτυπήσει στα πλευρά
κι οι φίλοι, της μοναξιάς το κλάμα δεν ακούν
μα μοναχά αυτό υπάρχει, και σβήνει σε απογοητεύσεις
σε σβησμένα τσιγάρα, στου καπνιστή το ''Όχι δεν εγιάτρεψα αναπνοές''
στου γιατρού το ''Απο καρκίνο σβήνεις''
στις σφηγκοφωλιές της Αθηναικής πυρίτιδας, με μια αναπνοή
γυρνοβολώ, κι ας με λένε ψεύτη, κι ας με λένε φαντασμένο
φαντάζομαι πως ειναι να γνωρίζεις πως με μιά σου ανάσα μόνο, 
χλευάζει η μέρα σου το διχασμένο σου κόρμι και φωτιά τ'ανάβει
τ'ανάβει, για να σβήνει στης νυχτιάς το παγωμένο,
''καληνύχτα, σ'αγαπώ.''

κι ύστερα, ούτε το μαξιλάρι, ούτε τα σεντόνια δεν βολεύουν πια.

Thursday, October 27, 2011

inception.


Πνιγμένος μες στη θάλασσα, για όνειρα
δεν είναι πια ο πηγαιμός, μα για θαλάσσιες υαίνες
για τις ακίδες πια ,της θάλασσας ο καημός
σκληραίνει και καρφίτσα γίνεται
στο σώμα σου κι αν ποτάμια σχηματίζονται
κι αν ραγάδες, πια δεν γίνονται τα μάτια σου αστέρια.
σελήνης φλεγομενης, της αντίπερα σου όχθης
φωτιές ανάβουν
και εγω δεν είμαι πια στο σώμα μου, υγρός
μα πλέω μες στον κόσμο, στο ζωντανό νερό, 
φτιαγμένος από γαλάζια όνειρα, σφυγμούς,
με μια συσπειρωμένη μου κραυγή χάνομαι στην καταιγίδα
για να ξαναγυρίσω, δεν θέλω να επιζήσω,
ει δυνατόν, να αφήσω την τελευταία πνοή,
στο μητρικό μου ύδωρ πίσω, δίχως το δισταγμό, δίχως τις θλιβερές συνέπειες.

Τι κι αν μ' καημούς, με σπαραγμούς,
λυγίζει το πρόσωπο σου, αντίβαρο στο χαμόγελο σου
να ξέρεις πως γυρνώ, να ξέρεις πως το χαμόγελο,
δεν είναι σφιχτά δεμένο πια στους δείκτες
δεν ξέρεις πια πως, ανατριχίλα κρύβεται στο κάθε σύρσιμο
της ωρολογιακής ευθείας
να ανατινάζονται, δυο χιλιάδες θύλακες φαντασίας
βρε, τρέμω, βρε συθέμελα
κι ας είμαι γω, κι ας είμαι γω Οδυσσέας
ποια, να ναι αυτή που την φωνάζουν πια Ιθάκη.

(και τώρα ξαναδιάβασε μόνο τα κόκκινα)

Monday, October 24, 2011

για το γαμώτο που δεν έζησα.



στις στάσεις αυτές, κολλάνε φύλλα στα χέρια ανθρώπων
πια βρεγμένα, πια χαρακωμένα απ'τις λάσπεις
μονάχα, οι ρυτίδες τους, μικρές φωτιές στα γκρίζα
φλέγματα του περιχαρακωμένου γκέτου
του ανθρώπου
στις ρόδες, στις χαρακιές των κουτιών μάζας
συνωστίζονται τα χρώματα και αφήνουν
σύνορα και χώρες και ιστορίες
και σφηνώνονται, στις ρόδες και γυρίζουν
γυρίζουν, και γυρίζουν

Δεν έχει ο προορισμός μου πια σημασία, 
δεν κλείνομαι γω μέσα,
δεν κλείνω πια τα μάτια, μετά απο κάθε στάση
''Ευαγγελισμός, Κάραβελ'', κι επαναλαμβάνεται η δουλειά
''Κολωνάκι'', μια ιστορία.
να σφίγεται ο λαιμός μου, τα σώψυχα μου,
και αυτά να γυρίζουν, γυρίζουν
κι ας γίνονται με μιας, δουλειά μιας μέρας
για αυτά τα μηχανήματα που διώχνουν τα σημάδια

στο λεωφορείο μέσα, να αφήνεις τις δυνάμεις σου
κι ας φλέγεσαι, κι ας γίνεσαι καπνός, ας γίνεται ο ουρανός
μικρός τιτάνας, στα κόρμια σου πάνω, αν οι στάχτες
αφήσαν μικρές γαίες να γρυλίζουν, να βρίζουν
την μοίρα και την ώρα, την κατακεραυνωμένη ματιά των γυναικών
που σ'αφησαν να φύγεις, που κλείσαν μια πόρτα,
που κλείσαν, τους δείκτες των ρολογιών.

Monday, October 10, 2011

CO2+H2O-C6H12o6+O2


Σε αυτά τα μέρη, ροδακινίζουν οι σταγόνες της βροχής
απο απόσταγμα σε απόσταγμα
κι απο σταλαγματιά σε σταλαγματιά,
μια σταλαγματιά σταλαγμίτης, στις υπάρξεις των νυχτών
στους δρόμους, δε, κυλούν χλιαρά νερά
για να μουσκέψουν τις σκιες και σκέψεις
επάνω σε τοίχους και σε σκισμένα παλιόχαρτα,
γιατι για κάθε σκέψη που μαραίνει, μια σταγόνα βρίσκει πάνω της
τσουλήθρα στις χαραγματιές του 21ου αιώνα.

Tuesday, September 20, 2011

τα πιο όμορφα, γινήκαν άσχημα.



Είν' το φεγγάρι, μια νυχτιά για μένα
στους ακροατές αυτού του κονσέρτου αηδίας
στις ασφυχτικές μου μέρες, να
μην έρπομαι, για μια αγκαλιά, για ενα χάδι
μονάχα αυτό μου μένει

κι ας είμαι γω μονάχος, 
μην γυροβολάνε, δύστυχες ψυχές
γιατι για όσους, το δάκρυ
γίνηκε χαμός
μια αγκαλιά και ένα χάδι
μονάχα αυτό τους μένει.

σε ποιές γραμμές μια μοναξιά να χωρέσω
στις γραμμές, το σκίρτημα,
το τσούξιμο μιας πληγής, του ''μείνε μόνος''
να το καταγράψω,
κι ας μπορεί, όποιος αντέχει, να
μου γράψει, μου πει, όλες τις μελωδιές 
σ'αυτο το 
''για μένα δεν υπάρχεις''

και θα του πω ευχαριστώ.

Saturday, September 17, 2011

Six


There’s no number six in my pocket, there was nothing but the feeling of dead cold steel, numbing my fingers, filling my veins with led and sorrow, hitting my arteries with a splash of other people’s blood.

There’s no number six in my pocket, there was nothing but the count of tears, mothers screaming ‘till I trip and fall in hell, counting the days I pass standing on the verge of my own sanatorium, hitting my knuckles on the wall, drenched in blood.

There’s no number six in my pocket, there’s the knife of a homeless person, there’s food that no one ate, there’s you and me, there’s sorrow and pity, there’s your ring, your last words.

And I’m there, staring at the wall, on my knees, holding my fists against the wall.

The snow was drenched in blood, my shirt was full with your blood and I couldn’t do a thing. I was breathing heavily, my asthma was all blown up, and there was nothing I could do.

There’s no number six in my pocket, there’s nothing there.

All six bullets were in you.

Couldn’t even bring up six reasons that I did it.

There’s no number six in my heart, there’s nothing there.

Wednesday, September 14, 2011

Μοιάζει για βροχή, μοιάζει με καλοκαίρι


Μια μπόρα είν’ και πέρασε,
για δάκρυ, πια η ζωή σε πέρασε
μια στάλα, τόσο δα, σε προσπέρασε
κι ας λυσομαχάς, κι ας φλέγεσαι
στη γη επάνω, κι αν φωνάζεις
μα πάντα καίγεσαι
δεν ήσουνα φεγγάρι, στις χλοερές πλευρές
στα δάχτυλα νεραιδων να έρπεσαι
κι αν φωνάζεις, κι αν κλαίς
ο,τι κι αν φέρνει η αρμύρα,
στα ξεραμένα ερημοχώρια, το θες

Πως σβήνει η σκιά σου, πως σπινθηρίζει
όπως η πληγή με το άλας πια αφρίζει
για ποια στίγματα μιλάς
και τι χορούς, στα πόδια σου φυλάς
δυνάμωσα και έζησα
και τα χεράκια τους τα έχτισα
να ναι, θηριά μπετόν σ’οτι θέλησα
να μη μ’αφήνουν στις ορμές, να πω
ο,τι δεν ψέλισα..

Sunday, August 21, 2011

we, the, people.


μη μου τρομάζεις, ίσκιε της ημέρας, στα νύχια ερινύων
να ψαχνίζεις τσέπες γιγάντων, για να ροδίσουν οι αξίες
κι ας είσαι ερπετό, στις πριαπισμένες οικίες των καιρών
τρύγισε τα δέντρα του οίκου σου
και λύγισε εμπρός, στις φλέβες του ηλίου
που σπαστά χρυσίζουν
τις χορεύτριες των επίπεδων σωρών
του μη γίνεσθαι, και της χρυσωπής σταλαχτίδας
που στυλιτεύει τα όμορφα

για να μοιάζεις με την ρετσίνα δέντρων,
στα χέρια παιδιών κολλημένη
με την ανάσα του παρελθόντος σφηνωμένη
μέσα της, κι εσυ ίσκιε της ημέρας
να μου τρομάζεις, με τα ψεύτικα μου λόγια
γιατι όταν η γη εσείσθη, όταν η πατρίς εχάθη ,
'συ δεν ήσουν κει, παρά μόνο
σάλευες στα χώματα
σαν φίδι, σαν ψεύτικος προφήτης.

pic from: http://foolishcreatures.com/2008/09/01/somewhere-between-waking-and-sleeping/

Friday, August 19, 2011

Echinoidea

 κι αν ειναι, ρόδινες οι άκρες των χεριών σου
θα τρυγίσω τραγωδίες, θα σμήξω με αχινούς
στα βράχια, κι τα ρεύματα να αφήνουν σχίσματα
στις πλάτες μου, σε αντίθετα ρεύματα

κι αν όπως πάλεται ο αχινός,
βυθίσεις την σάρκα σου, σαλέψεις ματωμένος
στα καταγάλανα νερά
τότες θα αντικρύσεις, της ψευτιάς το ίχνος
στα χέρια σου την ματωμένη αλατιέρα να συσπάται
στις ραγάδες των δαχτύλων σου
να κυλούν οι ραγιάδες των ωκεανών

κι αν νεκρός,
ξαπλώσεις μες στην θαλπωρή του ταλαιπωρημένου
πελάγους
ώσπου ο κρότος να σιγήσει, και η θάλασσα να γίνει
απορος υιος, και τα χέρια του να σφίξουν το κορμί σου
γιατι, δεκάρα είσαι, και σε διεκδικεί η φτώχεια
γιατι, πατέρα, με λησμόνησες,
φωνάζει, τραγικώς ο τραγικός
υιος.

Saturday, July 30, 2011

Now I see myself, under myself


Οι ρυθμικές παλινδρομήσεις του ηλίου σκίρτησαν τα σπάργανα του ηλιοκαμένου δέντρου μας, το καμάρι της αυλής μας. Απο καιρό το κοιτάγαμε με περηφάνεια και κομπάζαμε στην γειτονιά για το πανέμορφο μας δέντρο. Μα μια μέρα, το δέντρο κόμπιασε και λύγισε. Σαν το ρωτήσαμε γιατι, δεν έδωσε απάντηση, μονάχα θροισαν τα φύλλα του και έβραζε το χώμα.
Οι παιδικές μου αναμνήσεις απ’το χωριό σταματάνε εκει πέρα, σταματάνε στις απέραντες αναζήτησεις με τους φίλους μου στα ποτάμια των βουνών και στις αλάνες που με τα πόδια μας και τη μπάλα μας σηκώναμε αμμοθύελες. Σταματάνε στα χαμόγελα των κοριτσιών που μοιάζαν με καραμελωμένα γλυκά κουταλιού, με τα ροζιασμένα χέρια των μανάδων μας που ήσαν γεμάτα πληγές απο τις δουλειές της ημέρας και τις μέρες που περνούσαν, που βράζαν απο ζωή ‘σαν ο ήλιος έριχνε τους καυτερούς του αχινούς στα γερασμένα δέρματα των κατοίκων.
Εγω, κοιτούσα με περιέργεια τη μητέρα μου να πλέκει, περιεργαζόμουν τα δάχτυλα της να σκάβουν τη ψυχή της και να απεικονίζει σχέδια του μυαλού της, του υποσυνείδητου της στα μικρά, μικρά ρουχαλάκια που έφτιαχνε για όλο το χωριό αλλα και για μας. Το χειμώνα μας έντυνε σαν κρεμμύδια, μας μπούκωνε και με μια ζεστή μερίδα ψωμί, χωριάτικο, και μας έστελνε στο σχολειό, εκεί όπου τα γράμματα παίρναν άλλοτε ροπή ελευθερίας και άλλοτε γεύση τσουχτερής κατσάδας στις παλάμες μας. Δεν την άκουσα ποτέ να ψιθυρίζει τίποτε άλλο εκτός απο τις συνηθισμένες δοξασίες του λαού μας, τα παραμύθια που περνάνε απο στόμα σε στόμα, όπως ακριβώς και οι μύθοι της αρχαίας Ελλάδος.
Μια μέρα όμως, επάνω στις κοτρώνες της αλάνας, με βρήκε τραύμα σουβλερό, τα δάκρυα να τρέχουν επάνω στα ροδοκόκκινα μου μάγουλα και ουδείς εις τον περίγυρο να εβρίσκεται εύκαιρος για να με ηπάγει εις τον γιατρόν. Και τότε, ως σκιά απο ιστορίες φαντασμάτων,  εφάνη ο καμπούρης γέρος των πλαγιών. Τον είχαμε δει πολλές φορές να περιτριγυρίζει το χωριό και να κοιτάει με ενα μονότονο βλέμμα τα παιδιά, τις οικογένειες, τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Πολλές φορές, ο πατήρ μου του επρόσφερε φαι και κρασί αλλα ‘κείνος ουδέποτε δεν το δεχόταν. ‘’Δεν μπορεί να προφερθεί και είναι ανώνυμο αυτό που βασανίζει και λυτρώνει την ψυχή μου και ταυτόχρονα είναι η πείνα της κοιλιάς μου’’* του έλεγε, αφήνοντας τον πατέρα μου να τον κοιτάει με απορημένο ύφος.
Ο γέρος με πλησίασε, με κοίταξε καλά καλά και εστάθη εκεί για μερικά δευτερόλεπτα, αμίλητος. Εγω, ως ειναι φυσικόν, εφοβήθη γιατι ουκ ολίγες φορές τον είχαμε κοροιδέψει τα παιδιά του χωριού, του πετούσαμε και καμια πέτρα, τον περιπαίζαμε και γελούσαμε με τα χαζολογήματα που πέταγε ορισμένες –σπάνιες- φορές. Εν τέλει όμως, εκείνος πάντα απαντούσε με την ίδια ψυχρότητα στα λόγια, ‘’Ίσως να έζησα για πολυ καιρό στα βουνά, να προσπαθούσα να ακούσω υπερβολικά τα δέντρα και τα ποτάμια: τώρα τους μιλώ σαν βοσκός. Ακίνητη η ψυχή μου και φωτεινή όπως τα βουνά το πρωί. Μα με θεωρούν ψυχρό και ψεύτη με τρομαχτικά αστεία. Και τώρα με κοιτούν και γελούν: και ενω γελούν, συνεχίζουν να με μισούν. Το γέλιο τους είναι παγωμένο’’.*
‘’Είσαι καλά, μικρέ?’’ με ρώτησε ο γέρος και έμεινα έκπληκτος. Με βοήθησε να σηκωθώ και περιποιήθηκε το τραύμα μου όπως ενας γιατρός. Η γνώση του περι βοτάνων τον είχε βοηθήσει να γιατρέψει το τραύμα μου πολυ καλύτερα απο οποιοδήποτε πρωτευουσιάνικο ματζούνι μπορούσε να προσφέρει η δυτική ιατρική.
Και σαν σηκώθηκα, τον κοίταξα στα μάτια, και είδα φλόγες και ζωή.
‘’Σε ευχαριστώ’’, τόλμησα να ψελίσω όσο πιο ταπεινά και φοβισμένα μπορούσα.
Κι αυτός, μου έδωσε το χέρι του, με άγγιξε στην ψυχή και στο μυαλό. Τα πνευματικά του νύχια κατακερμάτισαν την λογική και το πνεύμα μου χωρίς μεγάλη προσπάθεια.
Πριν φύγει, μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί.
Όταν γύρισα στο χωριό, αναζήτησα τους φίλους μου και την οικογένεια μου και τους εξιστόρησα τα γεγονότα. Τους είπα οτι ο γέρος έκρυβε μέσα του μεγάλη σοφία και πως μπορούσε να αμφισβητήσει τα πάντα με όπλο μόνο τη λογική.
Δεν μπόρεσα να πω τίποτα παραπάνω και ο πατέρας μου με διέκοψε.
‘’Αι πια, με τον τρελόγερο, σταμάτα. Θα σου χαλάσει τα μυαλά.’’
Και κει, εθυμήθη τι μου πε στ’αυτί ο γέρος:
‘’Ο δημιουργός αναζητεί συντρόφους και αυτοί ξέρουν πως να ακονίζουν τα δρεπάνια τους. Θα τους αποκαλέσουν καταστροφείς και πως απεύχονται κάθετι καλό αλλά και κακό. Μα εν τέλει είναι αυτοί που θερίζουν την σοδειά και που χαίρονται’’*
Χρόνια πολλά πέρασαν, και γω, μεγάλος πια, στα βουνά με τ’αμάξι μου και την οικογένεια μου περιτριγύριζα στις σπηλιές του χωριού για μέρες ολόκληρες.  
Σε μια πέτρα λοιπόν, σε μια κοτρώνα που στεκόταν σαν λιθάρι αιώνιο, καρφωμένο στα σπλάχνα της μητέρας γης, μια μουτζούρα, σαν παλαιολιθική γραφή στεκόταν αραχνιασμένη στους τοίχους για εμάς και για σας.
‘’Ταδε εφη Ζαρατούστρα’’*
Και τότε ψέλλισα,
‘’Σύγνώμη, γέρο, συγνώμη’’.

*μεταφρασμένα αποσπάσματα απο "Thus Spoke Zarathustra''.

Sunday, July 17, 2011

Για να μην είναι τα βράδια σιωπηλά

 στα χέρια σου επάνω να ξαπλώσω
να γείρω, κι ας θρυματίζονται
οι νερατζιές, κι ας φυσάνε τα αστέρια
θρύματα λάβας
οι μυρωδιές των χειλιών μας,
ξεραίνονται
κι αφήνονται στ'ονειρά μας
να μαζεύουν σκόνη
έτσι όπως λυγμούς
μοιράζουν
οι καρδιές, με σύρματα σφιχτά,

κι ας ήταν κυριακή,
με το μεθυστικό σου άρωμα
να πλέκει
τις κλωστές, επάνω στα δάχτυλα σου
οι βελόνες κι αν πονάνε,
δεμένες με τα μερόνυχτα μου,
με λυγμούς, με θρήνους
προσπαθούν,
ηχούν,
σαν απέλπιδες εικόνες
μιας καταιγίδας δακρύων σε περίοδο νηνεμίασ

αφιερωμένο*

Thursday, June 30, 2011

πέστε, πού θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;

 σαλεύει το ηλιοβασίλεμα στα χέρια σας
πως ξυρίζει τα λιοπύρια ο ιδρώτας
ανάμεσα στις νερατζιές
οι μυρωδιές χημικών, τα χέρια σας
άσπρα, στους ανέμους πια εφήμερα
τα μάτια σας, λυπάμαι
μικροί θεοι, που στα πειρατικά λημέρια
τη γαλάζια σημαία, καμαρώνετε
πως χάνεται η ομορφιά, οταν ο ήλιος ξημερώνει
στα χακί, κιτάπια της εντολής

για σένα, ''Ψευτρα Ελευθερία'',*
για σπιούνους και αφέντες, για το παιδί που χάνεται
για μας, ολόκληρους, που επάνω σ'αυτα τα μέρη
κοιμόμαστε και φεύγουμε
κοιμόμαστε παρέα

''δεν ακούς που φοβερίζουν,
άνδρες μύριοι και παιδιά;''*

ας λήξουμε εδω, ας μείνουμε, ας καταλήξουμε εδω.
''ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε μας.
τα παιδιά σας θελ' ιδείτε
πόσο μοιάζουνε με σας.''*

 *αποσπάσματα απο τον Εθνικό Υμνο.

Friday, June 03, 2011

Φευγει

 για που σαλπάρεις, για τα ξένα μέρη
στις μυρωδιές, στις ρωγμές
των καικιών, που σπέρνουν τα γυμνά
ροζιασμένα σου χέρια,
θαλασσιά δάκρυα
στο ξεραμένο σου μούσι,
γέρε
σκαρφαλώνουν της νικοτίνης θύελες
πως να χτυπά,
η κάθε ρημαδομέρα,
στις μηχάνες και στα κατάρτια
μια ανάμνηση χιμαιρα
μπλεβίζει ο ουρανός
και χάνεσαι στα υψίπεδα της θάλασσας
πως επιπλέουν τα δάκρυα σου
μόνο εσυ, γνωρίζεις.

Monday, May 23, 2011

Cauchemar

 our nights, swollen as they were,
were born, not lost,
they flew, in past, they lie,
revengeful, as if they searched for gaps,
in souls, in vows,
in fires, in most,
if not all, 
your nightmares.

διπλή

 γιατι εγω συνηθίσα να υπάρχω
μετέωρος στη σφαίρα της φαντασίας
τα αισθήματα σου να ναι μικρές
ριπές ανάμεσα στα κολεόπτερα
που σφύζουν απο ζωή, για να σαι συ
ήσυχος
για να μην δυσκολεύεσαι ν'αναπνεύσεις,
για να μην ακούγεται ο ρόγχος σου
τα βράδια,
καθώς ο θάνατος σπιλώνει το ξύλο της πόρτας
συσπειρώνεται και έρπει,
επάνω στις σκλήθρες, έρπει, φωτιά,
φωτιά, φωτιά, δεν ησυχάζεις ούτε στιγμή,
καθώς το δωμάτιο γίνεται σφιχτό ζωνάρι
στα χέρια σου,
όπως κι αν με κοιτάξεις, 
δεν παύεις
να είσαι, ουρλιαχτό.

Saturday, April 23, 2011

Επίσκεψη σε σένα

 για πες μου τις μυρωδιές
απ'την κανέλα στα ρυάκια του σπιτιού σου
τις γεύτηκε γυναίκα στα στέρνα σου
σαλέψαν τα δάχτυλα σου, έρμαια ανέμων
επάνω στα χείλια της, επάνω στις ρώγες της
τις κάρτες γενεθλιών που μυρίζουν
κρυολογημένα χρονια πολλα
τα άδεια σου τα χείλη
φλογίζουν οι θάλασσες και γω
μια μυρωδιά τριαντάφυλλου
ν'αλέθω, ξέρω να ξύνω πληγές
στις άδειες καμαρες
στους ήχους του σπιτιού, στις ακίδες
που συγκρούονται
στα πατώματα μου, στις μυρωδιές αμμου
που γεμίζει χαρακιές, σταγόνες
μοναξιάς, για μια τρυφερή εικόνα λησμονιάς
συνήθισα να είμαι, συνήθισα
να στέκομαι στο περβάζι, να φλέγομαι με ευκάλυπτο
για τις ρινικές κοιλότητες, ζωή
ξηρά, ξηρά τα δάχτυλα μου, βρεγμένα με νερό
περασμένων στιγμών, φλεγμονές πίκρας
εαν δεν αναπνέω, εσένα, το δέρμα σου, τις αμυχές σου
τις δικές σου αμυγδαλιές, την σπιθαμή έρωτα
πριν ξηλώσουν, μήτρα έρωτα, στις ρίζες σπαράζω
γεννηθείς, στην πιο πικρή 'μυγδαλιά
η νοητή σου
παραμυθένια ζωντάνια μου, για μένα είναι στίγμα

Monday, April 18, 2011

try.to.be.suspicious

 randomly suggesting
words for your disappearance
in times of solitude
our faces carry signals of joy
that is, until we drop and smell
the sound of the earth
that is, to be reborn
with flesh wounds
merely suggesting
paper back themes for your biography
in times of loneliness
our hearts carry signals of suspense
that is, until we rise and see
the smell of the sunshine
that is, to be dead
with a heart ache

give me a ride
in your head
i see the lights flickering
we stand amongst strangers
we touch your face
a million times a day
airplanes are traveling through fields
maybe they're your signals
but then i look
bewildered, tired and disappointed
there's no you in place
there's no me in these days

what is there,
to say, without hesitation
looking into your faceless preparation
didn't we go over things
picking up all the small things
i never agreed to asphyxiation
i should have
slept on your birth mark.(s)

Sunday, March 27, 2011

folds


Γιατι να νιώθεις ξένη σ'αυτά τα χέρια που σ'αγγίξαν
στις διχτυωτές σου θλίψεις, μια κλωστή δακρύων
πετάει ανέμελα και σχίζει ουρανούς, δυο φευγαλεες ματιές
για ποιον συθέμελα τρέμει η μοναξιά και φλέγεται η ζωή

Για ποιον, απάντα μου με δυο λέξεις μόνο, το σ'αγαπώ
δεν θέλησα να το χαράξω, επάνω μου στις σφιγμένες μου αρτηρίες
να το διαβάζει μονάχα η καρδιά μου, δεν θέλησα
για να τ'ακούς το έσβησα απο γραπτά
για να τ'ακούς.
για σένα

Πως πλέκεται η αγωνία στα σεντόνια
που επιπλέει στον ιδρώτα
πως χάνεσαι στα κατωσέντονα, στον άδη τούτο
πως σβήνεις τις νύχτες
πως σβήνεις
τ'ουρλιαχτά σου
πως.
Εξήγησε μου, να μάθω πως.


wtd777724279

Μπλαβί


Αξίζει να αγγίζεις το χάραμα στις μπλαβί
αποχρώσεις του πατώματος
οταν αυτό σπαράζει για προσοχή
στους οφθαλμούς
που καίνε για ανάγκη έρωτα
με το χαμένο στις αποχρώσεις
θαλάσσιο υφαντό του ουρανού
κι ας καίνε πάνω του
κάτασπρα
σημάδια ταξιδιού
αυτά τα πράγματα δεν έχουν όνομα
δεν τρέχουν στον λόγο
τον μελίρρυτο
διοτι φλέγονται μονάχα τους
στις γραμμές που γράφονται για αυτά
σε ταράτσες, να αντικρίζουν
γραμμές κτιρίων
σιδεριές και κτήματα ανθρώπων
γιατι οι αμαξοστοιχίες των πόλεων
γρυλίζουν
μόλις δουν τον φλεγόμενο καράβι
να σαλπάρει απ'τον δρόμο
τον μακρύ
κι ας
έχει λίγη σημασία
που ξεκινά
και που τελειώνει


Tuesday, March 22, 2011

Δάχτυλα στη θάλασσα


Είν'αστεία τα σημάδια στους λαιμούς
τα λευκά τα ανοίγματα
στους ψιθύρους
τα σαγηνευτικά σου αγγίγματα
ξέχασα πως
αναπαυονται
δαχτυλιές, στα ματωμένα κορμιά
στους ανέμους
ξερό κορμί, ξερό κλαδί
σ'αφρώδες κύμα
στοιβάζονται τα βότσαλα μας
αυτά, χιλιάδες
χιλιάδες, προσμετρούνται
απο αυλές κι αυλές
που είναι πια
αϋλες.

Θυμήθηκα τους ήχους που κάνουν τα στήθια σου
στ'άσπρα τα σεντόνια
η τριβή των κορμιών, χορεύει
το αξέχαστο τανγκό
στα μεθυσμένα απο κρασί
χείλια μας
κι ας μου θυμίζει το κορμί σου
χιλιάδες δυο κορμιά
συνήθισα σ'αυτό
οι μώλωπες φυτρώνουν ανεξέλεγκτα
στις φωτιές
της μοναξιάς

Τραβάει για τ'απειρο
το συχνό μας σάλεμα στο όνειρο
φλεγόμενο σαράκι
σε μια αγκαλιά
ονειρεύεται ήχους ερωτικούς
δεν βρίσκω πια ψεγάδι
στα μάτια της ψυχής σου
για το πρωί σαλπάρω
κι ειν' το κύμα
θαλπωρή στα δάχτυλα μου
τ'αλάτι, τσούξιμο
για αυτά
που κάποτε σ'αγγίζαν

Κι απ'το υστέρημα μου
την βρώμικη μου φαντασία
τις πόρνες στα φανάρια που ζητιανεύουν
για σεξ στα όνειρα
των φτωχών
αγόρασα χείλια να φιλώ, συζητήσεις να ακούω
για να μπορώ, κι εγω
να αναπνέω, να μπορώ.

Monday, March 21, 2011

Travis Bickle

There were days where I'd be a scum
a low-life
cleaning cum from the backseat

A good place to go, a good game
and you're still talking to me
you fuckers, you screwheads
here's a man who could not take it anymore
never a choice 
for us one-direction guys

Sincerely, for all the headaches
made worse by the smell of flowers
from on, every chance
to win, against the world
every muscle, tight as it can be

You're only as..healthy..as..you..feel

Άτιτλο

as we set off

Γιατί δεν είναι δυνατόν
να νιώθω πανικόβλητα τα στήθια μου
να σβήνουν σαν τσιγάρα
στις θάλασσες δακρύων
γιατί τα μάτια
θυμίζουν πια σανατόριο αϋπνίας

Δεν έζησα μονάχος
για να πεθάνω με παρέα
φίλους να ονομάζω το κάθε τι και πως
που δεν μ'άφησε να ζήσω
να μετρήσω ανάποδα
απαριθμώντας
φόβους και σκιές
να δω σιωπή στη φασαρία μέσα
να δω τη λιακάδα μες στη θύελλα
αυτό μονάχα θέλω
να δω
κι ας είμαι πλέον τυφλός. 

Monday, March 14, 2011

Stapler


το σύμπαν διακατέχεται απο ανοίγματα και δονήσεις
κι η ψυχή, ατέρμονη βαθμίδα
μοναξιάς
μια διερώτηση με βασανίζει
πως μετριέται η μοναξιά
σε κιλά, στο στήθος που πιέζουν
σε βαθμούς κελσίου που ανεβάζουν πυρετό τις νύχτες
σκίζεται ο ουρανός
και αναβλύζει αστέρια
θέλει θάρρος και υπομονή
η χαρτοκοπτική των ουρανών
για να συρράψεις τα αστέρια, δίχως να ματώσουν
να αρπάξεις τις μορφές με τα χαμόγελα
και να υπάρξεις σαν αστέρι
με το συρραπτικό
καρφωμένο στα ίδια σου τα μάτια

mouth-bees


rediscover imitation
as a form of communication
hands sealed
as identification continued
undisturbed for the last time
can I see
behind your mouth-poverty
I sense bees
squandering
your entire soul
I want to be a part of your imagery
tied with wire knots
to your uterus
and be young again.

Never wanted
to be inside your fingertips
so bad
trusting strangers
having sex with silenced infants
the agony of your puzzle
wrecks my
breath
what's going on
with your life calculator

tap tap tap


Ειναι η ασυναγώνιστη
μικρή κραυγή αγωνίας
στα υψίπεδα του σύμπαντος
στις αγχωτικές μάυρες τρύπες της εκτυφλωτικής μοναξιάς
αυτή που συγχέεται με τα ψυχρά χαμόγελα
στις θυρίδες της ζωής
κραυγάζεις με τις δονήσεις στα χτυπήματα
τα ρυθμικά, δαχτύλων
ξεγλιστράει ύπουλα σε καταστασεις
για μια ζωή
δεκάρα δεν δίνω, υποστάσεις
οι σύγχρονες τάσεις, οι ματιές είναι δονήσεις
μια ματιά με τα κομμάτια
μια ματιά, μετά κομμάτια

Thursday, February 17, 2011

since 0.


The things that were irrelevant at the time
dubbed our voices
while we played adult games
we pitifully, smashed mashed up
liberators
robots, carefully
disbanding clockwork dreams
waste our breath
in papers and triangles of attainment
since the time of water
a fledgling, conqueror of waste
saddened by no's
we were misunderstood, we were never
good.

Sunday, February 06, 2011

Woman in a bar [part 1]


please read while listening to: http://www.youtube.com/watch?v=qp7Ql3cIeoI
She was a woman of choices. She wore a sulky red dress and faded fairly into the images of the jazz bar we were at. I was there, drowning my lungs in my smoke and second hand smoke and old whiskey while she was seducing scum bags filled with money. She didn't look like a whore, she was just hoping for some honest acquaintance for some easy to spend money. If he was ready to die, all the better. But I won't judge her. She had the eyes that other girls her age didn't have. If I'd have to guess, she could have easily won them over in a game of cards, in a dirty bar or house. She wasn't hanging out with the best characters in town. She was best buddies with the devil's advocate. And I was there, watching her ravage my organs as I drank and drank. She didn't need to talk to me. I was the best victim around. In case you didn't know, I came here every night. I was the bartender's nightly pal. He knew me by my first name. ''Hey Johnny!'' he yelled every time I walked in the bar. I couldn't stand but feel awkwardly funny that I was so well known. I guess that meant that I was either an alcoholic or a man of prestige. Either way, I just hoped she knew my name too. I'd pay her a dollar to spell my name. I was the best at gambling, I even marked cards. Silly, I know. But how's a detective going to earn some money besides running errands for old ladies and weirdo's?

My cigar was melting away, I'd spent enough hours in here and I was beginning to look like a statue frozen in time. My mind was wandering away, caressing her curves in my head with every chance I got. Good thing that there's no way to look into one's mind. I'd be very embarrassed. And then came the shocking realisation. She had been looking at me for quite a while. I awkwardly brushed of my coat fearing that it would have been dirty from the time I came in and removed my hat. She smiled. She smiled and then proceeded to clench her fists and then she bit her finger. She surely knows how to handle a man. A man. Any man, that is. Or me? Eh, that's the job of a psychologist. It's well known that women are far away from them. They cause major headaches. And I had too many headaches in my life to even care for another one.

And there she was, coming right at me. Bearing her long red dress. She didn't mind to hide her nakedness while she was coming. Was this a sign of sexual aggression? I wouldn't pay a dime -or so I thought-. I wouldn't pay a cent. Oh, how wrong I was. She sat down besides me and looked at me in an inquiring way. Five minutes passed and we still hadn't talked.

''Is that how you treat a lady dear?'' she said with her face covered in cigarette smoke..

''It depends on which lady we're talking about miss'', I quickly replied...

Seeing her hopes crumble and die was the best thing I've ever witnessed in my whole life. Just for now, she didn't have the power to smash a man's heart, she couldn't win his sexual desires. And I was all up there, wanting some more blood. I guess I lived for this. I always was a misogynist anyway.

''Oh..and you're such a man. Aren't you?'' she said with her face doused in irony...

And there I was, questioned by a scoundrel woman about my manliness. That's what my dad warned me about some years ago. It would take a woman, just a single woman, to smash your whole life and set it on fire. We men need armies to do our biding, and there she was, just one woman, and she had the whole bar looking at her. It was like she was the devil. And I was truly afraid. I surely was.

I waved at the waiter to bring another drink. Or maybe two. A sip of warm whiskey could make life easier for me. I couldn't stand her presence without pure alcohol running down my veins. She was too trivial for my real life mind to handle, she had gone too far. She wasn't your everyday girl, she was the girl your parents warned you not to meet. I couldn't even handle her myself. Thanks for the warning Dad, you've been good. But now I stirred up the potion and shit's about to hit the fan.

''Your drink sir.'' said the waiter, unknowingly gunning down my thoughts..

''Thank you boy, I appreciate it.'' I kindly replied, by tipping him with a 5 dollar bill.

I then turned and stared right at her face. She was there, even though we were not talking. She couldn't accept that there was a man that she hadn't conquered right from the start. She may have insulted my manliness but she wasn't all over me. She couldn't. She was just sitting there, looking at me with her smokey eyes and her sealed luscious lips. I could have sworn that she was talking in my mind, saying all sorts of nasty stuff. But there she was again. And she was having a good time.

''Now you're a gentleman, mister...?'' she said as she inquired for my name..

And now she wants to know my name.. I brought my cigar in my mouth and had a good sip of nicotine. That was my oxygen tank. And my blood transfusion, was my glass of whiskey. Good think I had both. I wouldn't be alive without them.

''Johnny'' I replied with a monotonous voice.

''Nice to meet you Johnny, I've seen you staring at me quite a few times.'' she said.

''It's my job to do the staring. I've done it over and over again for so many times I could hardly count them.'' I replied with a mysterious hint in my cigarette-scarred voice.

She looked at me and stabbed me with her cornea, right in my mind. There she was, being a good girl and at the same time, drawing men to their unavoidable destiny. She was a mermaid, not a good one. The kind that was dragging sailors to their death. Oh, and the music was just our ship. I had too many sips of whiskey and I was starting to get dizzy. Could I succumb more? Is it possible?

''Boy, boy..You're one of a kind, aren't you? I like men that are mystifying. I usually press on and on for more drinks and money, until I end up on a bed, fully undressed, like a cheap whore. But, not exactly a VERY cheap whore'' she said as she came closer.

I couldn't resist the urges anymore. We came closer and I looked in her eyes. There was the absolute abyss. It was like Dante's inferno.

And this was just the beginning.

Part 2 coming soon.

Friday, February 04, 2011

walking backwards in salonika.


our wisdom teeth never broke
we carried on to outer space
riding on a heart that smoked flowers
cant understand how our dreams got so few
cant see the ground from here, don't you wonder
where's our breath, where did we go
just a little more to nowhere, enough to kickstart us
dying again just to be reborn
stars on your knees, blasting, reacting to peace
war, just war, in your heart.
s.

Thursday, February 03, 2011

the.extent.to.which.stars.are.viewed.as.sterile

Δεν είναι η ροή των άστρων,
ημίφως στο πεύκο που παίρνει
σάρκα κι οστά;
αφηρημένα όπως περνά το ηλιοστάλαχτο
γκρι κορμί της
φευγαλέα απ'τις βελόνες
που λούζονται με νεύμα ηλίου
θροϊζουν
καλύπτουν φευγαλεες ματιές

Για μας είναι παρελθόν η στάχτη,
είναι κλισέ
μειδίασμα απρόσμενο
ο λεπρος της νυχτιάς, στα φύκια κολλημένος
στην θάλασσα, γυαλί
Φρύνη, και οδύνη
για το άπειρο κάλλος
να βυθίζονται οι στιγμές μου
στην εταίρα, δίδω
αποίκους φεγγαριών για να εκλείψουμε
στα σπήλαια, στις κεραίες
στα μέρη που ηχούν μυθωδίες
κι ας ειναι
η νύχτα παρωδία

Ας ειναι το χώμα που σκεπάζει
τους στρατιώτες
θλιβερό
ας στάζει ύδωρ και μέλι
στα άκρα του Άδη
πεινάνε τα στοιχειά
πεινάνε
γιατι στην χώρα των νεκρών
αστέρια δεν κεντάνε
για τ'αστέρια δεν μιλάνε.

Friday, January 07, 2011

Οδος Φαντασίας 26

Τα στόρια μυρίζουν ψυχή και ψιλοβρόχι
στα χέρια υμών
το καφετί τους χρώμα λερώνει
για ομπρέλες ψάχνουν οι ροδαλοί καρποί
της σμυγδαλιάς
ο καρπός, της φθείρας που αλωνίζει
στην κεφαλήν
του θεου
μιας ημέρας κόκκος
συγκίνησε πλήθη
αι μυρωδιαί
πλημύρισαν τον κήπο μιας ψυχής
δια τα στόρια που εφάνησαν
σαχλοψιθύριζαν
νότες μιας βροχής που εγύρναγε μονάχη
στα ζιγκουράτ της πόλεως
πως να μυήσεις
κορασίδες και παλικάρια
σ’αυτό που μπλέκεται στα χέρια της φωνής
οταν αυτή μπλεβίζει
όστις μπορει
‘γω να αγγιξω νεκρους και ζωντανούς
όστις μπορει
φθείρα να εγίνει
ψύλλος εις την χείρα ισχυρών
παις, στον κήπο
φωνασκει
όστις ενόμισεν πως γίγαντες
βυθίσανε ποτάμια και φλοιούς
εις γλυκόν
άρωμα πορτοκαλιού και κανέλας
πως να αποτιμηθούν
για πες μου πως
βοη, να εγίνει, χρώμα, στα σάρκινα σούρουπα
των κήπων
των κήπων, των αθηναίων
μεχρις
να φανεί αθηναίος
οστις να μπορεσει να πάει ως τις μυρωδιές
μεχρις.