‘’
Τα μάτια μου καίνε ρε συ....’’
Ήταν τα τελευταία λόγια που ξεστόμισες πριν πέσει το βρώμικο σου κορμί σου στο σάπιο, το ακατάστατο κρεβάτι σου. Δεν θυμάμαι να υπήρξε φορά που να ξάπλωσα και να μην είχε την μυρωδιά του τσιγάρου σου. Το τσιγάρο που κάπνιζες σαν μανιακός, συνέχεια, λες και αντικαθιστούσε το οξυγόνο για σένα.
Πρέπει να ήμουν αρκετά μικρός όταν σε είδα για πρώτη φορά στην παραλία. Έλαμπες ολόκληρη μπροστά στο χρυσό μαστίγιο του φεγγαριού. Το κορμί σου αντανακλούσε περίεργα την σπίθα της θάλασσας και άφηνε στην φαντασία του ανθρώπου που σε έβλεπε όλα τα υπόλοιπα. Δεν φανταζόμουν τότε ότι θα υπήρχε μέρα που θα σε άγγιζα. Που θα ένιωθα το κορμί σου να γίνεται ένα με το δικό μου.
Στο κρεβάτι σου.
Εκεί καταλήγουμε πάντα. Είτε τσακωνόμαστε, είτε όταν είμαστε καλά.
Στο κρεβάτι σου
Είναι στιγμές που με ακούνε οι περαστικοί που βλαστημώ την ώρα και την στιγμή που σε γνώρισα. Τις στιγμές που καταρρέω μπροστά στον καθρέφτη μου δεν τις είδες. Ποτέ. Δεν με άκουσες. Δεν ήρθες να με πιάσεις. Μια γροθιά στον τοίχο και πάντα φώναζα και κοιμόμουν το βράδυ πάντα στο ίδιο μέρος.
Στο κρεβάτι σου.
Σε μια γωνιά να κοιτώ ανέκφραστος τον τοίχο όλο το βράδυ.
Στο κρεβάτι σου.
Την έχω μάθει πια την αρρώστια. Έχει σκίσει το δέρμα μου και έχει διεισδύσει στους κόλπους της ψυχής μου. Στην σκιά σου πια κινούμαι. Όταν μου φωνάζεις και όταν με χτυπάς. Στην σκιά σου πια κινούμαι. Δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι εγώ. Και όταν σου λέω πως με ενοχλείς πάντα με χαϊδεύεις με έναν καθησυχαστικό τρόπο..που δεν μου αφήνει περιθώρια να αντιδράσω… και πέφτω παραπονεμένος
Στο κρεβάτι σου
Με λυγισμένα πόδια να απορώ γιατί είμαι μαζί σου
Στο κρεβάτι σου.
Μα πέρασαν οι μέρες. Περάσανε οι μήνες.. Περάσανε τα χρόνια και εμείς ακόμα δω.
Με πήρανε τηλέφωνο μια μέρα. Μου είπαν πως υπέκυψες. Δεν το άντεξες.
Σε βρήκανε νεκρή επάνω στο κρεβάτι σου σε μια λιμνούλα απο αίμα.
Δεν με ενοχλεί πια. Ξέρεις που καταλήγω.
Στο κρεβάτι σου
Να προσποιούμαι οτι σ’αγκαλιάζω